Φύλο και πολιτική επιστήμη

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Φύλο και πολιτική επιστήμη

Συγγραφέας:Καλλιόπη Αμπατζή
Βιβλιογραφία
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Σχόλια Επιμελήτριας


Καλλιόπη Αμπατζή

Η Πολιτική Επιστήμη αποτελεί τον κλάδο των κοινωνικών επιστημών που ασχολείται με την μελέτη του πεδίου των σχέσεων εξουσίας, του κράτους, της διακυβέρνησης, και των πολιτικών συστημάτων. Αν και δεν υπάρχει ένας καθολικά αποδεκτός ορισμός της πολιτικής, έχει γίνει σήμερα κατανοητό ότι η πολιτική μπορεί να νοηθεί με τέσσερις βασικούς τρόπους. Ως πολιτική μπορεί να ορισθεί: α) ο συνολικός τρόπος με τον οποίο οργανώνεται μια κοινωνία, β) η κατανομή των αγαθών και των εργασιών, γ) το σύνολο της δραστηριότητας του κράτους, δ) ο αγώνας για την εξουσία (Lenk 1990:25-26, όπως παρατίθεται σε Σαμίου 2006).

Στον 20ο αιώνα η επιστημονικότητα της πολιτικής επιστήμης- κι εν γένει των κοινωνικών επιστημών- αποτέλεσε αντικείμενο έντονης συζήτησης. Στην προσπάθεια να γίνει επιστημονική η μελέτη της πολιτικής εγκαταστάθηκαν δύο προϋποθέσεις: η αντικειμενικότητα και η συστηματική και περιεκτική ερμηνεία των γεγονότων. Μέχρι τη δεκαετία του 1970 το θεωρητικό ρεύμα του συμπεριφορισμού -δάνειο από την Ψυχολογία- κυριάρχησε, για να δώσει τη θέση του στη θεωρία της ορθολογικής επιλογής -δάνειο από την Οικονομική επιστήμη (Allison, 2003)

Το Φύλο (gender) στις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, αποτελεί μία κοινωνική κατασκευή κι όχι ένα βιολογικό «φυσικό» δεδομένο. Η διάκριση μάλιστα ανάμεσα στο βιολογικό (sex) και κοινωνικό φύλο (gender) αποδομήθηκε στη δεκαετία του 1990, από τη [φεμινιστική θεωρία] και την έννοια της παραστασιακής επιτελεστικότητας (performativity) της J.Butler. H έννοια αυτή υποδηλώνει «τη διαδικασία μέσα από την οποία τόσο οι βιολογικές διαφορές όσο και οι έμφυλες ταυτότητες κατασκευάζονται μέσα στους και μέσα από τους λόγους για το φύλο και τη σεξουαλικότητα, και τις αντίστοιχες πρακτικές και δεν υπάρχουν έξω από αυτούς. Σύμφωνα με την άποψη αυτή, το κοινωνικό φύλο είναι αποτέλεσμα του λόγου και το βιολογικό φύλο αποτέλεσμα του κοινωνικού» (Αστρινάκη, υπό έκδοση).


Η Πολιτική Επιστήμη μέσα από το πρίσμα του Φύλου.

Η συνεξέταση φύλου και πολιτικής περιλαμβάνει τη διερεύνηση της συλλογικά αποδιδόμενης προς τα άτομα κοινωνικής τους υπόστασης (μη ατομικά επιλεγμένης) με το θεσμό εκείνο που καθορίζει τη διαχείριση των κοινωνικών σχέσεων. Με άλλα λόγια, πρόκειται για τους τρόπους με τους οποίους η πολιτική ως χώρος διακυβέρνησης και διακίνησης πολιτικών ιδεών της συλλογικής ζωής έρχεται να συντηρήσει ή να ταράξει τα νερά της παγιωμένης κοινωνικής θέσης των φύλων. (Σαμίου, 2006) Το φύλο ως σύστημα σχέσεων εξουσίας, σε αυτό το πλαίσιο, τίθεται ως κεντρική παράμετρος της ανάλυσης των δομών εξουσίας, της οργάνωσης των κοινωνικών θεσμών και των μηχανισμών ιδεολογικού ελέγχου.

Μέχρι τη δεκαετία του 1980, η Πολιτική Επιστήμη αγνόησε συστηματικά την παράμετρο του φύλου στη μελέτη του πολιτικού φαινομένου. Έτσι, έγραφε η Παντελίδου (1987) ότι «όταν κι αν οι διαφοροποιήσεις [η διαφορά στην κατανομή της εξουσίας βάσει του φύλου] απασχολήσουν τους πολιτικούς επιστήμονες, συνήθως γίνονται αντιληπτές α-ιστορικά, παραπέμπουν σε πολλές περιπτώσεις στη μυθική «φύση» της γυναίκας και έτσι γίνονται αποδεκτές ως δεδομένες, ενώ παράλληλα οι διαφορές στην πολιτική συμπεριφορά υπερτονίζονται». Οι φεμινίστριες πολιτικοί επιστήμονες ξεκίνησαν μια έντονη κριτική αναθεώρηση κι ως αντίδραση στις ανδροκεντρικές αντιλήψεις για το πολιτικό και την πολιτικότητα δημιούργησαν μία γυναικοκεντρική φεμινιστική ανάλυση. Ωστόσο, όπως έγινε και σε άλλους επιστημονικούς κλάδους, η περιχαράκωση στις γυναίκες συνάντησε τα όριά της όταν κλήθηκε να απαντήσει τα εξής ερωτήματα: Πώς συγκροτούνται πολιτικά οι γυναίκες; Ποια είναι η βάση της εμπρόθετης δράσης και στρατηγικής τους στην κατεύθυνση της κοινωνικής αλλαγής, αν δεν υπάρχει «γυναικεία φύση» για να παίξει το ρόλο του συνεκτικού ιστού της γυναικείας ταυτότητας; Η εμπειρική πραγματικότητα της «διαφοράς» των φύλων (όπως και των πολιτισμών, των θρησκειών, των εθνοτικών ομάδων) επισκιάζει τις σχέσεις εξουσίας που διαμορφώνουν, οργανώνουν ιεραρχικά, και αναδεικνύουν αυτές τις διαφορές σε πάγιες, προ-πολιτικές και αναλλοίωτες ταυτότητες και εμποδίζει την κριτική εξέταση της σημασίας αυτού του «ως γυναίκες» (Βαρίκα, 2005, 35). Έτσι, ως φορέας κοινωνικής δράσης και αλλαγής δεν εκλαμβάνεται η «γυναικεία φύση» αλλά η κοινή ιστορική εμπειρία της υπαγωγής του γυναικείου στην ετερότητα μέσα σε συνθήκες αναγωγής του ανδρικού σε οικουμενικό μέτρο του ορθού λόγου και της ανθρώπινης ιδιότητας. (Αθανασίου, 2006).

Έναν τρόπο υπέρβασης της διχοτομικής οντολογίας (άνδρες- γυναίκες) υποδεικνύει η πολιτική επιστήμονας, S. Mouffe, κι εν πολλοίς μοιράζονται οι κριτικές της ουσιοκρατίας, κι αφορά στην εγκατάλειψη της κατηγορίας του υποκειμένου «ως μιας ορθολογικής διαφανούς οντότητας, η οποία θα μπορούσε να δώσει ένα ομοιογενές νόημα στο συνολικό πεδίο της δράσης του» (Mouffe, 2006: 593) ενώ, αντίθετα, «μπορούμε να εννοήσουμε τον/ην φορέα της κοινωνικής δράσης ως κάποιον/αν που απαρτίζεται από ένα σύνολο υποκειμενικών θέσεων οι οποίες δεν μπορούν ποτέ να σταθεροποιηθούν απολύτως σε ένα κλειστό σύστημα διαφορών ως κάποιον/αν που συγκροτείται από μια πολυμορφία λόγων, μεταξύ των οποίων δεν υπάρχουν αναγκαστικές σχέσεις αλλά, αντίθετα, μια συνεχής κίνηση επικαθορισμών και μεταθέσεων» (Mouffe, 2006:595).


Θεσμοί, Φύλο και Ιδιότητα του Πολίτη

Στη νομική και πολιτική θεωρία, η ιδιότητα του πολίτη αναφέρεται στα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μέλους του έθνους-κράτους ή της πόλης. Στην κοινωνιολογία, καθοριστική επίδραση είχε η θέση του Τ.Η. Marshall, (1949) ο οποίος όρισε την ιδιότητα του πολίτη ως το στάτους που κατέχει ένα πρόσωπο που είναι απόλυτο μέλος μιας κοινότητας, κι έχει τρεις διαστάσεις, την αστική, την πολιτική και την κοινωνική. Αντίστοιχα, τα αστικά δικαιώματα που διασφαλίζουν την άσκηση των ατομικών ελευθεριών, τα πολιτικά που κατοχυρώνουν τη συμμετοχή στην άσκηση της εξουσίας, και τέλος, τα κοινωνικά, που εξασφαλίζουν το βιοτικό επίπεδο και είναι συνυφασμένα με το κράτος πρόνοιας. Τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μία τάση απαγκίστρωσης των θεωρητικών από τις παραδοσιακές θεωρίες της δημοκρατίας, του φιλελευθερισμού και της κοινωνίας των πολιτών, και τίθενται ερωτήματα όπως: οι μεταβαλλόμενες σχέσεις ανάμεσα στα άτομα, τις κοινότητες και τα κράτη, ειδικά μέσα από την κρίση που διέρχεται το έθνος- κράτος.

Ο ουδέτερος ως προς το φύλο χαρακτήρας της ιδιότητας του πολίτη υποκρύπτει ενδογενή ανδροκεντρισμό ενώ αποδέχεται τη διχοτομία άνδρες –γυναίκεςως δεδομένη και, ακολουθώντας την κλασσική παράδοση, ως καθοριστική για την ιδιότητα (Παντελίδου 2002). Η τυπική κατοχύρωση του δικαιώματος της ψήφου και των υπόλοιπων πολιτικών δικαιωμάτων δεν αρκεί προκειμένου να γίνουν ουσιαστικά πολίτες τα υποκείμενα γυναικείου φύλου. «Χρειάζεται επιπλέον να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ουσιαστικής απελευθέρωσης των γυναικών από την παραδοσιακή υποτελή τους θέση, έτσι ώστε να αποκτήσουν εκτός των άλλων και πραγματικούς λόγους συμμετοχής στην πολιτική διαδικασία». (Παντελίδου 2002: 123)


Το δίλημμα «Ισότητα ή Διαφορά»:

Η διακήρυξη των πανανθρώπινων δικαιωμάτων (18ος αιώνας) απέτυχε να «θεμελιώσει την πολιτική κοινότητα σε μία πραγματικά οικουμενική αντίληψη της ανθρωπότητας, να αναγνωρίσει δηλαδή τη συστατική πολυμορφία και πολλαπλότητα του ανθρώπινου γένους». (Βαρίκα, 2005: 14) Έτσι, «σ’ένα κόσμο που η κατάργηση των προνομίων της γέννησης φαίνεται να απελευθερώνει την ανθρώπινη (συν)ύπαρξη από καταναγκασμούς που προηγούνται και υπερβαίνουν τη βούληση και τη δράση των ανθρώπων, η τοποθέτηση σε θέση ετερότητας, αποστερεί την ανθρώπινη κοινή υπόσταση αλλά και τη μοναδικότητα που διαφοροποιεί από τα υπόλοιπα μέλη της κοινότητας. Η διαφορά δεν ορίζεται με βάση τις πράξεις αλλά με βάση μια εξω-πολιτική ιεραρχία, και γίνεται αντιληπτή ως μοιραία συνέπεια ή λειτουργία της ομάδας ή της φυλής που ανήκει, όχι από επιλογή αλλά εκ γενετής.» (Βαρίκα, 2005: 16-7).

Σύμφωνα με τη J.Scott η διαφορά ως νόημα παράγεται μέσα από υπόρρητες ή ρητές αντιθέσεις, και κάθε θετικός ορισμός βασίζεται στην άρνηση ή την απώθηση ενός άλλου πράγματος, το οποίο αναπαρίσταται ως αντίθετο προς αυτό. Κάθε ανάλυση νοήματος προϋποθέτει αυτή την ανίχνευση των αρνήσεων και αντιθέσεων, καθώς και την αποτίμηση του τρόπου με τον οποίον λειτουργούν (εάν λειτουργούν) μέσα σε ορισμένα συμφραζόμενα. Η έμφυλη διαφορά (η αντίθεση ανάμεσα στο αρσενικό και στο θηλυκό) χρησιμοποιείται για την κωδικοποίηση ή εγκαθίδρυση νοημάτων που στην πραγματικότητα είναι άσχετα με το φύλο ή το σώμα. Τα νοήματα προσδένονται σε διάφορα είδη πολιτισμικών αναπαραστάσεων που καθορίζουν με τη σειρά τους τους όρους με τους οποίους γίνονται κατανοητές οι σχέσεις ανάμεσα στους άνδρες και τις γυναίκες. Οι εμπεδωμένες αντιθέσεις αποκρύπτουν τελικά το μεγάλο βαθμό στον οποίο αυτά που παρουσιάζονται ως αντιθετικά είναι στην πραγματικότητα αλληλοεξαρτώμενα, αντλούν δηλαδή το νόημά τους από την ίδια την εγκαθιδρυμένη αντιπαραβολή μεταξύ τους. Η αμοιβαία τους εξάρτηση, σύμφωνα με το Ζακ Ντεριντά, είναι ιεραρχικά δομημένη με τον έναν όρο να θεωρείται κυρίαρχος, πρωτεύων. Η δυτική φιλοσοφική παράδοση βασίζεται στις διπολικές αντιθέσεις: ενότητα/ πολλαπλότητα, ταυτότητα/ διαφορά, παρουσία/ απουσία και οικομενικότητα/ ιδιαιτερότητα. Οι πρώτοι όροι, οι κυρίαρχοι ή πρωτεύοντες, αντλούν το νόημά τους από τους δεύτερους, κι έτσι θε μπορούσαμε να πούμε ότι οι δεύτεροι παράγουν το νόημα των πρώτων. (Scott 2006:141-166)


«Φράση –κλειδί» στις φεμινιστικές αντιπαραθέσεις, η αντίστιξη «ισότητα ή διαφορά» συμπυκνώνει υποτίθεται πολιτικές στρατηγικές. «Η διπολική αντίθεση υποχρεώνει την υποχρεωτική στράτευση σε μία από τις δύο εναλλακτικές επιλογές: να ενστερνιστούν την ισότητα ή την υποτιθέμενη αντίθετη έννοια, τη διαφορά. Όμως στην πραγματικότητα, η αντίθεση υποκρύπτει την αμοιβαία εξάρτηση των δύο όρων (ισότητα δε σημαίνει την εξάλειψη της διαφοράς, και διαφορά δεν αποκλείει εκ προοιμίου την ισότητα). Το δίλημμα αυτό αποτελεί μία διανοητική παγίδα που δεν αφορά μόνο ποσοστιαίες αποκλίσεις αλλά τους κανονιστικούς τρόπους συμπεριφοράς ανδρών και γυναικών. Όταν αντιπαρατίθενται δομούν μία αδύνατη επιλογή. Η επιλογή της ισότητας αναγνωρίζει τη διαφορά ως το αντίθετό της. Κι αν παραδεχτούμε τη διαφορά αρνούμαστε την επίτευξη της ισότητας». (Scott, 2006:141-166)

Στην πολιτική θεωρία περί δικαιωμάτων που βρίσκεται πίσω από τα αιτήματα αποκλεισμένων ομάδων για δικαιοσύνη, ισότητα σημαίνει να μη λαμβάνονται υπόψη διαφορές που υφίστανται στα άτομα όσον αφορά συγκεκριμένο ζήτημα ή συμφραζόμενα. Η διαφορά είναι εγγενής στο αίτημα της ισότητας . Το αντίθετο της ισότητας είναι η ανισότητα. Άρα, η εμπεδωμένη διπολική αντίθεση αποκρύπτει τη σχέση ανάμεσα στην ισότητα και η διαφορά, αλλά και υπονοεί ότι βάση για την επίτευξη της ισότητας είναι η ομοιότητα. Είναι προφανές ότι σε πολλές περιπτώσεις το να αντιμετωπίζουμε άνδρες και γυναίκες ως ίσους προϋποθέτει να τους αντιμετωπίζουμε με διαφορετικούς τρόπους.


Φεμινισμοί, Πολιτική και Πολιτική Επιστήμη

Είναι σήμερα κοινός τόπος ότι η ιστορία του φεμινισμού είναι πιο σύνθετη και περίπλοκη από μία περιοδολόγηση ανάμεσα στα «κύματα» ή μία προοδευτική μετάβαση από το ένα θεωρητικό ρεύμα στο άλλο. Οι απόπειρες κατάταξης στη μια ή την άλλη οριοθετημένη θεωρητικά και ιστορικά περίοδο οφείλουν να αποφεύγουν την αναπαραγωγή στερεοτυπικών, στατικών και ομογενοποιητικών σχημάτων ανάλυσης. Όπως έχει διαπιστώσει η Goldberg Moses, οι ορισμοί και οι θεωρητικές προσεγγίσεις των φεμινιστικών φαινομένων δεν αποτελούν απλά μεθοδολογικό πρόβλημα, αλλά συνδέονται με τις πολιτικές λύσεις που ενυπάρχουν στους προβληματισμούς κάθε ερευνήτριας (Ψαρρά 1993:46).

Ο φεμινισμός ως όρος που χρησιμοποιήθηκε ευρέως στο πλαίσιο του «δεύτερου» κύματος (όπου το «πρώτο» αφορά στις διεκδικήσεις των γυναικών κυρίως της μεσαίας αστικής τάξης κατά το 19ο και τις αρχές του 20ου αιώνα για την απόκτηση του δικαιώματος της ψήφου αλλά και επιπλέον αμφισβήτηση και υπονόμευση των ρυθμιστικών και κανονιστικών πρακτικών της ιατρικής, της εκπαίδευσης και της επιστήμης) τη δεκαετία του 1970, «σηματοδοτεί τη συνάρθρωση πολιτικής σκέψης και πολιτικής πράξης που στοχεύει στην κριτική εξέταση των σχέσεων εξουσίας που διέπουν την έμφυλη υποκειμενικότητα και στην υπέρβαση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, των ιδεολογιών και των επιστημολογιών που εγκαθιδρύουν και νομιμοποιούν τους κοινωνικούς περιορισμούς και αποκλεισμούς της γυναικείας υποκειμενικότητας. Με άλλα λόγια, ο «φεμινισμός» συνιστά ένα όνομα για την πολιτική δράση των γυναικών στο όνομα των γυναικών με σκοπό την άρση των πολλαπλών περιστάσεων κοινωνικής αδικίας σε βάρος τους». (Αθανασίου, 2006: 14)

Στη σημερινή πολιτική επιστήμη το φεμινιστικό κίνημα θεωρείται προϊόν της κοινωνίας των πολιτών, όπου ως κοινωνία των πολιτών νοείται το κοινωνικό σώμα όταν παράγει με μη συμβατικό, αυτοπροσδιοριζόμενο, εθελοντικό και αυθόρμητο ορισμένες φορές τρόπο πολιτική δράση, σε αντίθεση με την οριοθετημένη, θεσμοθετημένη και άμεσα ελεγχόμενη από το κράτος πολιτική κοινωνία (Chandhoke 2001). Το τέλος του φύλου, πέρα από το φύλο, ή απεμφυλοποίηση της ζωής και της δράσης, αποτελούν τα νέα διακυβεύματα μιας φεμινιστικής θεωρίας αλλά και πρακτικής, υπό την επίδραση άλλων θεωρητικών κι ακτιβιστικών ρευμάτων (όπως η Queer Theory). Έτσι, σύμφωνα με την πολιτική επιστήμονα Judith Grant ο μελλοντικός «στόχος της φεμινιστικής πολιτικής είναι το τέλος του κοινωνικού φύλου και η δημιουργία καινούριων ανθρώπινων όντων που είναι αυτοκαθοριζόμενα και συμμετέχουν πλήρως στην ανάπτυξη της συνεχώς εξελισσόμενης υποκειμενικότητά τους» (Grant 1993:183, όπως παρατίθεται σε Σαμίου 2005).


Οικουμενικός Φεμινισμός

Υπάρχει σήμερα η τάση να αναπτυχθεί μια φεμινιστική οικουμενική θεωρία που όχι μόνο θα καταγράφει τις αλληλεξαρτήσεις αλλά και θα είναι ευαίσθητη απέναντι στις διαφορετικότητες, παρόλο που σε ορισμένες περιπτώσεις η επιβολή περιορισμών στις γυναίκες από πλευράς πολιτισμικών μειονοτήτων περιπλέκει παρά απλοποιεί τις διαδικασίες κοινωνικής και πολιτικής τους ενσωμάτωσης. Η Chantal Mouffe (1993:80) υποστηρίζει ότι «χρειαζόμαστε ένα είδος κοινής ιδιότητας του πολίτη που να σέβεται την ποικιλία και που να χωράει διαφορετικές μορφές ατομικότητας». Για να εκφραστεί γλωσσικά αυτή η καινούρια αντίληψη η Ruth Lister (1999:381 και 2003:68-92) έχει προτείνει τον όρο ‘διαφοροποιημένη οικουμενικότητα’ (differentiated universalism), ενώ η Nancy Fraser (1997) και άλλες/οι έχουν προτείνει τον όρο ‘οικουμενικότητα της αλληλεπίδρασης’ (interactive universalism) (Σαμίου, 2006)


Ειδικά θέματα θεσμικής διαχείρισης της έμφυλης ανισότητας

Ευρωπαϊκή Ένωση και πολιτικές φύλου

Οι πολιτικές που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ισότητα των φύλων αντιστοιχούν σε τρεις βασικούς άξονες (Στρατηγάκη 2002:1): α) στη νομική κατοχύρωση της ισότητας, β) στην προώθηση της ισότητας με την ανάπτυξη θετικών δράσεων (affirmative action) υπέρ των γυναικών και ειδικών προγραμμάτων δράσης για ίσες ευκαιρίες, και γ) στην ένταξη της ισότητας σε όλες τις πολιτικές της Ένωσης (gender mainstreaming).

Κρατικός φεμινισμός

Το φαινόμενο του «κρατικού φεμινισμού» παραπέμπει στην προώθηση γυναικείων ζητημάτων πρωτίστως μέσω των δημόσιων πολιτικών και της κρατικής γραφειοκρατίας και διαμορφώθηκε κυρίως λόγω της πίεσης που άσκησαν στα κόμματα –εξουσίας- οι γυναίκες μέλη τους, φεμινιστικές ομάδες, διεθνείς οργανώσεις, αλλά και από την ψηφοθηρική αντίληψη των κυβερνήσεων για τη σημασία των γυναικείων αιτημάτων (Παντελίδου, 2007).

Θεσμικές μεταρρυθμίσεις και θεσμοθέτηση της διαφοράς

Οι θεσμικές μεταρρυθμίσεις, σύμφωνα με ένα μεγάλο μέρος των φεμινιστριών θεωρητικών, τείνουν να εκσυγχρονίζουν παρά να υποσκάπτουν την ιεραρχική διαφοροποίηση των φύλων. Ειδικότερα, «Αψηφούν τις υποσχέσεις του οικουμενισμού και κατευθύνουν όλο και μεγαλύτερα τμήματα του γυναικείου κινήματος στη διεκδίκηση θεσμοθέτησης της διαφοράς (ισάριθμη αντιπροσώπευση, ειδικά ωράρια εργασίας, συμφιλίωση οικογενειακής κι επαγγελματικής ζωής των γυναικών). Για την ελληνική περίπτωση, η Παντελίδου (2007: 16), παρατηρεί ότι «τα μέτρα της πολιτικής ΠΑΣΟΚ στην πρώτη περίοδο διακυβέρνησης, δεν στόχευαν στην ανατροπή των εξουσιαστικών σχέσεων που διέπουν το φύλο, ούτε στην κατάργηση των προτύπων φύλου όπως μας είναι γνωστά. Στόχος υπήρξε η διευκόλυνση των γυναικών για την άσκηση των ρόλων τους (που νομιμοποιούνταν έτσι περισσότερο ως δικοί τους) και η κατάργηση των κατάφωρων αδικιών σε βάρος τους, οι οποίες δεν αρμόζουν στην επιδιωκόμενη ευρωπαϊκή φυσιογνωμία της χώρας. Η αντίληψη της έμφυλης «ισότητας» που διέπει τη σχετική κοινωνική πολιτική του ΠΑΣΟΚ κατά τη δεκαετία του 1980, στοχεύει, κυρίως, στην τυπική εξίσωση των γυναικών με ένα ανδρικό πρότυπο μέσω ρυθμίσεων και διευκολύνσεων (ωράριο, παιδικοί σταθμοί) ώστε ως εργαζόμενες να μην εμποδίζονται από τους, πάντοτε αποκλειστικά δικούς τους, «γυναικείους» ρόλους».


Βιβλιογραφικές Αναφορές

Αθανασίου Α(επιμ), 2006, Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική, Αθήνα: Νήσος

Allison L, 2003, "political science" The Concise Oxford Dictionary of Politics. Ed. Iain McLean and Alistair McMillan., Oxford University Press. Oxford Reference Online. Oxford University Press).

Βαρίκα Ε, 2005, Με διαφορετικό πρόσωπο: Φύλο, Διαφορά και Οικουμενικότητα, Αθήνα: Κατάρτι

Lenk, Kurt (1990), Πολιτική Κοινωνιολογία. Δομές και μορφές ενσωμάτωσης της κοινωνίας, Θεσ/νίκη: παρατηρητής.

Μouffe Ch, 2006, «Ο φεμινισμός, η έννοια του πολίτη και η ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική» στο Αθανασίου Α(επιμ), 2006, Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική, Αθήνα: Νήσος

Παντελίδου- Μαλούτα Μ, 1987, «Γυναίκες και πολιτική/γυναίκες και πολιτική επιστήμη», Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 65:3-22.

--,2002, Το Φύλο της Δημοκρατίας. Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα., Αθήνα: Σαββάλας

--,2007, «Κρατικός Φεμινισμός, πολιτικές για την έμφυλη ισότητα και κοινωνικές αντιλήψεις», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, 29 : 5-39

Σαμίου Δ, 2006, «Γυναίκες, Φύλο και Πολιτική (τέλη 18ου-αρχές 21ου αιώνα). Ιστοριογραφικές και πολιτολογικές βιβλιογραφικές προσεγγίσεις: μια εισαγωγή», Παν/μιο Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, ΠΜΣ.: Γυναίκες και Φύλα: Ανθρωπολογικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις

Scott J, 2006, «Αποδομώντας το δίλημμα «ισότητα ή διαφορά», ή αλλιώς η χρησιμότητα της μεταδομιστικής θεωρίας για το φεμινισμό» στο Αθανασίου Α(επιμ), Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική, Αθήνα: Νήσος

Στρατηγάκη Μ, 2002, «Οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ισότητα των φύλων στην αγορά εργασίας», στο Επετηρίδα Εργασίας, Αθήνα: Ινστιτούτο Αστικού Περιβάλλοντος-Ανθρώπινου Δυναμικού, Πάντειο Πανεπιστήμιο, 1-15.

--,2003, «Πολιτικές για την ισότητα των φύλων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.Συμπτώσεις και αντιφάσεις στην πορεία της Ευρωπαϊκής Ενοποίησης», στο Παναγιωτοπούλου, Ρ., Κονιόρδος, Σ., Μαράτου-Αλιπράντη, Λ. (επιμ.),Παγκοσμιοποίηση και σύγχρονη κοινωνία, Αθήνα: Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών, 175-188.

Ψαρρά Α, 1993, «Φεμινισμός: Η λέξη, ο χρόνος, οι σημασίες», Δίνη-φεμινιστικό περιοδικό,6: 31-54.

Ειδική Βιβλιογραφία

Αβδελά Ε, 1999 (α), «Το ‘δημόσιο’ και το ‘ιδιωτικό’ στη νέα πολιτική ιστορία ή τα μεταβαλλόμενα όρια του πολιτικού», Μνήμων, 21: 211-220.

--,1999 (β), «Φεμινιστικές κριτικές της ιδιότητας του πολίτη: Από την ψευδή οικουμενικότητα στη διεκδίκηση της πολιτικής», στο Διοτίμα, Κέντρο Γυναικείων Μελετών και Ερευνών, Το φύλο των δικαιωμάτων, Αθήνα: Νεφέλη, 551-558.

Αθανασίου Α(επιμ), 2006, Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική, Αθήνα: Νήσος

Βαρίκα Ε, 2005, Με διαφορετικό πρόσωπο: Φύλο, Διαφορά και Οικουμενικότητα, Αθήνα: Κατάρτι

Butler, Judith (1990), Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity, London: Routledge.

Μouffe Ch, 2006, «Ο φεμινισμός, η έννοια του πολίτη και η ριζοσπαστική δημοκρατική πολιτική» στο Αθανασίου Α(επιμ), 2006, Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική, Αθήνα: Νήσος

Παντελίδου- Μαλούτα Μ, 2002, Το Φύλο της Δημοκρατίας. Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα., Αθήνα: Σαββάλας

Σαμίου Δ, 2006, «Γυναίκες, Φύλο και Πολιτική (τέλη 18ου-αρχές 21ου αιώνα). Ιστοριογραφικές και πολιτολογικές βιβλιογραφικές προσεγγίσεις: μια εισαγωγή», Παν/μιο Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, ΠΜΣ.: Γυναίκες και Φύλα: Ανθρωπολογικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις

Scott J, 2006, «Αποδομώντας το δίλημμα «ισότητα ή διαφορά», ή αλλιώς η χρησιμότητα της μεταδομιστικής θεωρίας για το φεμινισμό» στο Αθανασίου Α(επιμ), Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική, Αθήνα: Νήσος