Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φύλο και επιστήμες υγείας"
(2 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται) | |||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{Infobox Λήμματα | {{Infobox Λήμματα | ||
| title = Φύλο και επιστήμες υγείας | | title = Φύλο και επιστήμες υγείας | ||
− | | author = | + | | author = Zωή Παπαδοπούλου-Νταϊφώτη |
}} | }} | ||
[[Category:Λήμματα]] | [[Category:Λήμματα]] | ||
− | '' [[ | + | ''[[Ζωή Παπαδοπούλου Νταϊφώτη]] |
− | |||
+ | '' | ||
Από τις πρώτες περιόδους της ζωής του ανθρώπου η υγεία υπήρξε βασικό μέλημά του, παρ’ όλο που ο ορισμός της εξαρτιόταν από τις εποχές και τις πολιτισμικές επιρροές. Η ανάπτυξη όμως των επιστημών τους τελευταίους δύο αιώνες και η ευκολότερη καταγραφή των απόψεων των ανθρώπων, οδήγησε στην προσπάθεια ορισμού της υγείας. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας η υγεία ορίζεται ως «η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η κατάσταση κατά την οποία απουσιάζει η νόσος ή η αναπηρία». Οι επιστήμες υγείας είναι οι επιστήμες που ασχολούνται με την υγεία και εμπεριέχουν πολλούς επιστημονικούς κλάδους, όπως οι βασικές επιστήμες ( Χημεία, Φυσική, Ανατομία, Φυσιολογία, Βιοχημεία, Βιολογία, Γενετική, Φαρμακολογία, Νευροεπιστήμες, κ.ά.) και οι εφαρμοσμένες επιστήμες όπως η Ιατρική και όλοι οι κλάδοι της, η Φαρμακευτική, Οδοντιατρική, Νοσηλευτική, Διαιτολογία, Εναλακτικές Θεραπευτικές Πρακτικές, κ.λ.π. Οι δύο βασικοί στόχοι των επιστημών υγείας είναι η μελέτη και η έρευνα της λειτουργίας του ανθρωπίνου οργανισμού και των άλλων έμβιων όντων και η εφαρμογή αυτών των γνώσεων για τη βελτίωση της υγείας του ανθρώπου, τη διάγνωση και την πρόληψη της ασθένειας. | Από τις πρώτες περιόδους της ζωής του ανθρώπου η υγεία υπήρξε βασικό μέλημά του, παρ’ όλο που ο ορισμός της εξαρτιόταν από τις εποχές και τις πολιτισμικές επιρροές. Η ανάπτυξη όμως των επιστημών τους τελευταίους δύο αιώνες και η ευκολότερη καταγραφή των απόψεων των ανθρώπων, οδήγησε στην προσπάθεια ορισμού της υγείας. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας η υγεία ορίζεται ως «η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η κατάσταση κατά την οποία απουσιάζει η νόσος ή η αναπηρία». Οι επιστήμες υγείας είναι οι επιστήμες που ασχολούνται με την υγεία και εμπεριέχουν πολλούς επιστημονικούς κλάδους, όπως οι βασικές επιστήμες ( Χημεία, Φυσική, Ανατομία, Φυσιολογία, Βιοχημεία, Βιολογία, Γενετική, Φαρμακολογία, Νευροεπιστήμες, κ.ά.) και οι εφαρμοσμένες επιστήμες όπως η Ιατρική και όλοι οι κλάδοι της, η Φαρμακευτική, Οδοντιατρική, Νοσηλευτική, Διαιτολογία, Εναλακτικές Θεραπευτικές Πρακτικές, κ.λ.π. Οι δύο βασικοί στόχοι των επιστημών υγείας είναι η μελέτη και η έρευνα της λειτουργίας του ανθρωπίνου οργανισμού και των άλλων έμβιων όντων και η εφαρμογή αυτών των γνώσεων για τη βελτίωση της υγείας του ανθρώπου, τη διάγνωση και την πρόληψη της ασθένειας. | ||
Τελευταία αναθεώρηση της 10:37, 3 Ιουνίου 2009
Φύλο και επιστήμες υγείας
Συγγραφέας: | Zωή Παπαδοπούλου-Νταϊφώτη |
Βιβλιογραφία | |
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι | |
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι | |
Σχόλια Επιμελήτριας |
Από τις πρώτες περιόδους της ζωής του ανθρώπου η υγεία υπήρξε βασικό μέλημά του, παρ’ όλο που ο ορισμός της εξαρτιόταν από τις εποχές και τις πολιτισμικές επιρροές. Η ανάπτυξη όμως των επιστημών τους τελευταίους δύο αιώνες και η ευκολότερη καταγραφή των απόψεων των ανθρώπων, οδήγησε στην προσπάθεια ορισμού της υγείας. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας η υγεία ορίζεται ως «η κατάσταση πλήρους σωματικής, ψυχικής και κοινωνικής ευεξίας και όχι μόνο η κατάσταση κατά την οποία απουσιάζει η νόσος ή η αναπηρία». Οι επιστήμες υγείας είναι οι επιστήμες που ασχολούνται με την υγεία και εμπεριέχουν πολλούς επιστημονικούς κλάδους, όπως οι βασικές επιστήμες ( Χημεία, Φυσική, Ανατομία, Φυσιολογία, Βιοχημεία, Βιολογία, Γενετική, Φαρμακολογία, Νευροεπιστήμες, κ.ά.) και οι εφαρμοσμένες επιστήμες όπως η Ιατρική και όλοι οι κλάδοι της, η Φαρμακευτική, Οδοντιατρική, Νοσηλευτική, Διαιτολογία, Εναλακτικές Θεραπευτικές Πρακτικές, κ.λ.π. Οι δύο βασικοί στόχοι των επιστημών υγείας είναι η μελέτη και η έρευνα της λειτουργίας του ανθρωπίνου οργανισμού και των άλλων έμβιων όντων και η εφαρμογή αυτών των γνώσεων για τη βελτίωση της υγείας του ανθρώπου, τη διάγνωση και την πρόληψη της ασθένειας.
Για πολλούς αιώνες το πρόταγμα της αναπαραγωγής αποτελούσε το επίκεντρο της βιο-ιατρικής και πολιτισμικής εννοιολόγησης της υγείας των δύο φύλων. Η αναλυτική συνάντηση φύλου και υγείας στοιχειοθετεί ένα νέο πεδίο των επιστημών υγείας εντός του οποίου -και μέσω του οποίου- αρθρώνονται κρίσιμα ερωτήματα σε σχέση με τον έμφυλο χαρακτήρα της υγείας. Σήμερα γνωρίζουμε ότι η διαφορά στο προσδόκιμο επιβίωσης (οι γυναίκες ζουν περισσότερα χρόνια από τους άνδρες) αλλά και η αυξημένη νοσηρότητα των γυναικών, πιθανώς να οφείλεται στο ότι οι γυναίκες και οι άνδρες διαφέρουν σε περισσότερα επίπεδα από αυτά που καθορίζει το αναπαραγωγικό και σκελετικό τους σύστημα. Γενετικοί, ορμονικοί, μεταβολικοί και άλλοι παράγοντες φαίνεται να συμμετέχουν στη διαφοροποίηση της υγείας των φύλων. Ήδη από επιδημιολογικές μελέτες αναδύονται διαφορές φύλου στις αιτίες, στη συχνότητα και στην πρόγνωση προβλημάτων υγείας όπως το HIV/AIDS, η φυματίωση, οι τροπικές ασθένειες, τα νοσήματα του καρδιαγγειακού, του ανοσοποιητικού και του κεντρικού νευρικού συστήματος. Ενώ τα δύο φύλα προσβάλλονται από τις ίδιες ασθένειες, διαφοροποιούνται ως προς τη συχνότητα εμφάνισης, τη συμπτωματολογία, την εξέλιξη της νόσου αλλά ακόμα και την απάντηση στη φαρμακοθεραπεία. Οι επιστήμες υγείας μελετούν τις διαφορές και τις ομοιότητες, μεταξύ ανδρών και γυναικών τόσο σε επίπεδο υγείας όσο και στο επίπεδο της ασθένειας. Ειδικότερα στις ασθένειες οι γυναίκες και οι άνδρες φαίνεται να διαφέρουν στη παθοφυσιολογία, στη συχνότητα εμφάνισης, στα κλινικά συμπτώματα και στην πρόγνωση. Οι γυναίκες πάσχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό από αυτοάνοσα νοσήματα (πολλαπλή σκλήρυνση, ρευματοειδή αρθρίτιδα, ερυθηματώδη λύκο, αυτοάνοση ηπατίτιδα), ημικρανίες, καταρράκτη, ηπατίτιδα αλλά και από αγχώδεις διαταραχές, κατάθλιψη, διαταραχές της όρεξης, αντιδράσεις πανικού και φοβίες. Οι άνδρες πάσχουν σε μεγαλύτερο ποσοστό από αιμορροφιλία, δαλτονισμό, αυτισμό, μυϊκή δυστροφία Duchenne, ηπατοκυτταρικό καρκίνωμα, διαταραχές συμπεριφοράς (επιθετικότητα, αντικοινωνική συμπεριφορά), αλλά και από σχιζοφρένεια, αλκοολισμό και νοσήματα του καρδιαγγειακού. Ο διαβήτης αυξάνει τον κίνδυνο καρδιαγγειακών 7 φορές στις γυναίκες, ενώ μόνο 3 φορές στους άνδρες.
Οι ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της Μοριακής Βιολογίας έδειξαν ότι πολλές από τις διαφορές στο επίπεδο της υγείας και της ασθένειας μεταξύ των 2 φύλων μπορεί να συνδέονται με τον φυλετικό γονότυπο (γενετική σύσταση ενός ατόμου).
Οι Νευροεπιστήμες (οι επιστήμες μελέτης της λειτουργίας του εγκεφάλου) κατέγραψαν σημαντικές διαφορές ανάμεσα στα δύο φύλα όπως είναι η διαφορετική λειτουργία νευροδιαβιβαστών στον εγκέφαλο, η διαφορετική λειτουργία εγκεφαλικών δομών, η διαφορετική απάντηση στο στρες και στις περιβαλλοντικές επιδράσεις, ορμονικές διαφορές, κ.α., οι οποίες μπορεί να αποτελούν την πηγή διαφορών στη συμπεριφορά, στην ευαισθησία και στην απάντηση σε παράγοντες σχετιζόμενους με τις ψυχικές διαταραχές.
Επίσης οι πρόσφατες εξελίξεις στον τομέα της Φαρμακολογίας έδειξαν ότι ο παράγων φύλο επηρεάζει την απάντηση του οργανισμού στη φαρμακοθεραπεία. Μέχρι και το 1993 οι διεθνείς οργανισμοί ελέγχου των φαρμάκων απαγόρευαν τη συμμετοχή των γυναικών σε κλινικές μελέτες δράσης των νέων φαρμάκων, λόγω πιθανών κινδύνων σε περιπτώσεις τυχαίας εγκυμοσύνης. Αργότερα όταν επεβλήθη η συμμετοχή των γυναικών στις κλινικές μελέτες, κάτω από ειδικές συνθήκες παρακολούθησης, έγιναν αντιληπτές μερικές σοβαρές διαφορές ως προς τη δράση και τις ανεπιθύμητες ενέργειες των φαρμάκων. Ο τομέας της φαρμακοθεραπείας σε σχέση με τον παράγοντα φύλο, αποτελεί νέο πεδίο έρευνας των επιστημών υγείας. Τα φάρμακα είναι χημικές ουσίες που εισερχόμενες στον οργανισμό αλληλεπιδρούν με το βιολογικό υπόστρωμα με σκοπό τη θεραπεία, τη διάγνωση ή και τη πρόληψη. Οι γυναίκες έχουν μικρότερο βάρος σώματος, μικρότερο μέγεθος οργάνων και μικρότερο ρυθμό νεφρικής σπειραματικής διήθησης (συνδέεται με την αποβολή των φαρμάκων από τον οργανισμό. Επίσης οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερο ποσοστό λίπους και διαφορετική κινητικότητα του γαστρεντερικού συστήματος λόγω επιδράσεων των ορμονών του φύλου. Το αυξημένο ποσοστό λίπους σημαίνει μεγαλύτερη δέσμευση των λιπόφιλων φαρμάκων σε αυτό και επομένως διαφορετική κατανομή του φαρμάκου στον οργανισμό. Έτσι, η κατανάλωση της ίδιας ποσότητας οινοπνεύματος από άνδρες και γυναίκες οδηγεί σε μεγαλύτερες συγκεντρώσεις στο αίμα των γυναικών με αυξημένο κίνδυνο ηπατικής κίρρωσης. Η δραστηριότητα των [ηπατικών ισοενζύμων CYP] που συνδέονται με τον μεταβολισμό πολλών φαρμάκων διαφέρει σε σχέση με το φύλο. Οι άνδρες έχουν μεγαλύτερη δραστηριότητα των [ισοενζύμων CYP1A2 και CYP2E1], ενώ οι γυναίκες έχουν μεγαλύτερη δραστηριότητα των ισοενζύμων [CYP2D6 και CYP3A4]. Αυτές οι πληροφορίες δείχνουν ότι τα φάρμακα μεταβολίζονται με διαφορετικό τρόπο στις γυναίκες και στους άνδρες, γεγονός που επιβάλει την αλλαγή του δοσολογικού σχήματος αλλά και την ορθή επιλογή φαρμάκου. Κάποια από τα φάρμακα για την υπέρταση, χορηγούμενα στην ίδια δοσολογία φθάνουν σε υψηλότερα επίπεδα στο αίμα των γυναικών και μεταβολίζονται με διαφορετικό τρόπο. Οι ίδιες δόσεις φαρμάκων του καρδιαγγειακού, στις γυναίκες μπορεί να προκαλέσουν μεγαλύτερη μείωση του καρδιακού ρυθμού και της συστολικής πίεσης, ενώ η εγκυμοσύνη μεταβάλλει τον όγκο των υγρών του σώματος, το ποσό των ούρων και τον ηπατικό μεταβολισμό. Ειδικότερα κλινικές μελέτες με αντικαταθλιπτικά φάρμακα έδειξαν ότι η δόση κάποιων εξ’αυτών πρέπει να ελαττώνεται στα 2/3 στις γυναίκες.
Παρά τα τόσα ερευνητικά δεδομένα η ευρύτερη αποδοχή αυτή των διαφορών και η εφαρμογή τους σε επίπεδο δημόσιας υγείας, συνεχίζει να είναι χαμηλή. Φυσικά οι επιστήμες υγείας μπορούν να αναδείξουν μόνο τη μία πλευρά του προβλήματος. Οι επιπτώσεις από τις κοινωνικά δομημένες διαφορές των ρόλων των δύο φύλων, αλλά και κοινωνικοοικονομικοί και ψυχολογικοί παράγοντες, φαίνεται να αλληλεπιδρούν με τους βιολογικούς παράγοντες με αποτέλεσμα να επηρεάζουν σε σημαντικό βαθμό την εξέλιξη της υγείας ανδρών και γυναικών.
Οι επιστήμες υγείας προσπαθούν να καταγράψουν λεπτομερώς τις διαφορές και τις ομοιότητες σε φυσιολογικό και παθολογικό επίπεδο μεταξύ ανδρών και γυναικών, να ερευνήσουν τη βιολογική και τη ψυχοκοινωνική πλευρά της υγείας και να ενσωματώσουν αυτές τις πληροφορίες στην πρόληψη, διάγνωση και θεραπεία με στόχο τη βελτίωση του επιπέδου υγείας των ανδρών και των γυναικών.
Εσωτερικές συνδέσεις
Βιβλιογραφικές αναφορές
Arnold, A. P., (2004) «Sex chromosomes and brain gender» Nature Rev. Neurosci. 5, 701–708. [άρθρο σε περιοδικό]
Ballabio Andrea , Nelson David and Rozen Steve (2006) «Genetics of disease, The sex chromosomes and human disease» Current Opinion in Genetics & Development,16:209–212. [άρθρο σε περιοδικό]
Bird E. Chloe , Rieker P. Patricia (1999) «Gender matters: an integrated model for understanding men's and women's health» Social Science & Medicine, 48, 745-755. [άρθρο σε περιοδικό]
Blair, M.L, (2007) «Sex-based differences in physiology: what should we teach in the medical curriculum?» Adv Physiol Educ. Mar;31(1):23-5. [άρθρο σε περιοδικό]
Cahill Larry (2006) «Why sex matters for Neuroscience» Nature Reviews Neuroscience, 7(6):477-84 . [άρθρο σε περιοδικό]
Dao TT, LeResche L.(2000) «Gender differences in pain» J Orofac Pain, 14: 169-84. discussion 184-195. [άρθρο σε περιοδικό]
Franconi F., Brunelleschi S, Steardo L., Cuomo V(2007) «Gender differences in drug responses» Pharmacological Research, 55, 81–95. [άρθρο σε περιοδικό]
Gandhi, M., Aweeka, F., Greenblatt, R. & Blaschke, T.(2004) «Sex differences in pharmacokinetics and pharmacodynamics» Annu. Rev. Pharmacol.Toxicol. 44, 499–523. [άρθρο σε περιοδικό]
Gochfeld Michael (2007) «Framework for gender differences in human and animal toxicology» Environ.Res., 104(1):4-21. [άρθρο σε περιοδικό]
Gorman J.M., (2002) «Gender Differences in Depression and Response to Psychotropic Medication» Gender Medicine, Vol 3,No 2, pp 1-17. [άρθρο σε περιοδικό]
Gray J, (2007) «Why Can’t a Woman Be More Like a Man?» Clinical Pharmacology & Therapeutics, Vol. 82, No. 1, 15-17. [άρθρο σε περιοδικό]
Keuken G Debby, Haafkens A Joke, Hellema J Marian, Burgersand S Jako, Moerman J Clara, (2007) «Incorporating a gender perspective into the development of clinical guidelines: a training course for guideline developers» Imlementation Science,2:35,1-7. [άρθρο σε περιοδικό]
KUhl, A Parekh and S Kweder, (2007) «Females in Clinical Studies: Where are We Going?» Clinical Pharmacology & Therapeutics, Vol. 81, No. 4, 600-602. [άρθρο σε περιοδικό]
Lohan Maria, (2007) «How might we understand men’s health better? Integrating explanations from critical studies on men and inequalities in health» Social Science & Medicine, 65, 493–504. [άρθρο σε περιοδικό]
Macintyre Sally , Hunt Kate and Sweeting Helen,(1966) «Gender differences in health: Are things as simple as they seem?» Soc. Sci. Med., Vol. 42, No. 4, pp. 617-624. [άρθρο σε περιοδικό]
Mogil JS. (1999) « Τhe genetic mediation of individual differences in sensitivity to pain and its inhibition» Proc Natl Acad Sci USA, 96: 7744-51. [άρθρο σε περιοδικό]
Noble Ε. Rudolf (2005)«Depression in women» Metabolism Clinical and Experimental ,54 (Suppl 1), 49–52. [άρθρο σε περιοδικό]
Rossouw JE., (2002) «Hormones, genetic factors, and gender differences in Cardiovascular disease» Cardiovasc Res., 53:550-557. [άρθρο σε περιοδικό]
Schwartz JB, (2007) «The Current State of Knowledge on Age, Sex, and Their Interactions on Clinical Pharmacology» Clinical Pharmacology & Therapeutics, Vol. 82, No. 1,87-96. [άρθρο σε περιοδικό]
Zhang MS,Xin, Overholser R. Brian,. Kays B. Michael, and Sowinski M.Kevin(2006) «Gatifloxacin Pharmacokinetics in Healthy Men and Women» J Clin Pharmacol, 46:1154-1162. [άρθρο σε περιοδικό]