Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φεμινισμός"

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
 
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
 
[[Category:Λήμματα]]
 
[[Category:Λήμματα]]
  
Ο όρος χαρακτηρίζει ένα ευρύτατο σύνολο ιδεολογικών και θεωρητικών τοποθετήσεων, καθώς και ακτιβιστικών πρακτικών ή κινημάτων που αφορούν αφενός μεν στη διεκδίκηση και καθιέρωση της ισότητας μεταξύ των φύλων και στην προάσπιση των ανθρωπίνων (βιολογικών και πολιτικο-κοινωνικών) δικαιωμάτων των γυναικών, αφετέρου δε στην συνειδητοποιημένη κριτική (ανα)ψηλάφηση επιστημονικών και φιλοσοφικών θεωριών σχετικών με την υπόσταση του φύλου και της έμφυλης ταυτότητας των ανθρώπινων υποκειμένων μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών δομών (Beasley 1999: 36). Σε αυτό θα προσθέταμε και τον κλάδο της φεμινιστικής κριτικής [feminist critique] και της [[γυνοκριτική | γυνοκριτικής]] [gynocritics] (Showalter 1977).
+
Ο όρος χαρακτηρίζει ένα ευρύτατο σύνολο ιδεολογικών και θεωρητικών τοποθετήσεων, καθώς και ακτιβιστικών πρακτικών ή κινημάτων που αφορούν αφενός μεν στη διεκδίκηση και καθιέρωση της ισότητας μεταξύ των φύλων και στην προάσπιση των ανθρωπίνων (βιολογικών και πολιτικο-κοινωνικών) δικαιωμάτων των γυναικών, αφετέρου δε στην συνειδητοποιημένη κριτική (ανα)ψηλάφηση επιστημονικών και φιλοσοφικών θεωριών σχετικών με την υπόσταση του φύλου και της έμφυλης ταυτότητας των ανθρώπινων υποκειμένων μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών δομών (Beasley 1999: 36). Σε αυτό θα προσθέταμε και τον κλάδο της [[φεμινιστική κριτική | φεμινιστικής κριτικής]] [feminist critique] και της [[γυνοκριτική | γυνοκριτικής]] [gynocritics] (Showalter 1977).
  
Στην πραγματικότητα, όμως, οποιοσδήποτε ορισμός της έννοιας που δεν λαμβάνει υπόψη του την ιστορία του όρου είναι καταδικασμένος σε κριτική ανατροπή, εφόσον «υπάρχουν τόσοι ορισμοί του Φεμινισμού όσοι και φεμινίστριες» (Vasquez 1983). Ο όρος φεμινισμός [feminisme] επινοήθηκε από τον Γάλλο οραματιστή σοσιαλιστή Charles Fourier (1772-1837) τον 18ο αιώνα για να περιγράψει την «θηλυκοποίηση» κάποιων αντρικών σωμάτων (Pilcher & Whelehan 2005: 48), ή την ενασχόληση προοδευτικών ανδρών με το ζήτημα της βελτίωσης της θέσης των γυναικών (McCann & Kim 2003: 1). Από εκεί η αρχική αγγλική χρήση του όρου feminism το 1894, κατά το συμπλήρωμα του Αγγλικού Λεξικού της Οξφόρδης του 1933 (Rendall 1985: 1), μεταλλάσσεται σταδιακά στο τωρινό της πλέγμα εννοιών. Οι διαφορετικές και αλληλοαναιρούμενες απόψεις αποτελούν αφετηρία πολλών πρακτικών προβλημάτων του φεμινισμού, αλλά και κύρια πηγή της συνεχιζόμενης ζωτικότητάς του. Η μακρά ιστορία του—χωρίς να παραγνωρίζονται βέβαια και πολύ πιο πρώιμες αλλά μεμονωμένες εκφάνσεις «φεμινιστικής» σκέψης και πρακτικής, από τη Σαπφώ και τη ''Λυσιστράτη'' ως την μεσαιωνική λόγιο Christine de Pisan—χωρίζεται σε τρία λεγόμενα «κύματα» [waves], που αντιπροσωπεύουν περιόδους ακμής και δυναμικών επιδράσεών του στην κοινωνία, καθώς και δραματικών εσωτερικών ζυμώσεων και μεταλλάξεων (Humm 1995: 251). Το [[πρώτο κύμα]] (Rendall 1985) περιλαμβάνει τον όψιμο 18ο  (1790) έως τον πρώιμο 20ο αιώνα (παγκόσμιοι πόλεμοι). Είναι τότε που οι γυναίκες σε Βρετανία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες, στον απόηχο κολοσσιαίων κοινωνικών αλλαγών (Διαφωτισμός, Γαλλική και βιομηχανική επανάσταση), οργανώνονται συστηματικά στη βάση της διεκδίκησης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, την αξιοπρέπεια και την αναγνώριση κοινωνικού ρόλου και νομικής υπόστασης, το δικαίωμα να κληρονομούν και να διαχειρίζονται την περιουσία τους, τη χειραφέτηση από τον απόλυτο έλεγχο των πατεράδων ή των συζύγων τους και, τέλος, μέσα από το κίνημα των σουφραζετών [suffragettes], διεκδικούν το δικαίωμα της ψήφου [women’s suffrage].  
+
Στην πραγματικότητα, όμως, οποιοσδήποτε ορισμός της έννοιας που δεν λαμβάνει υπόψη του την ιστορία του όρου είναι καταδικασμένος σε κριτική ανατροπή, εφόσον «υπάρχουν τόσοι ορισμοί του Φεμινισμού όσοι και φεμινίστριες» (Vasquez 1983). Ο όρος [[φεμινισμός]] [feminisme] επινοήθηκε από τον Γάλλο οραματιστή σοσιαλιστή Charles Fourier (1772-1837) τον 18ο αιώνα για να περιγράψει την «θηλυκοποίηση» κάποιων αντρικών σωμάτων (Pilcher & Whelehan 2005: 48), ή την ενασχόληση προοδευτικών ανδρών με το ζήτημα της βελτίωσης της θέσης των γυναικών (McCann & Kim 2003: 1). Από εκεί η αρχική αγγλική χρήση του όρου feminism το 1894, κατά το συμπλήρωμα του Αγγλικού Λεξικού της Οξφόρδης του 1933 (Rendall 1985: 1), μεταλλάσσεται σταδιακά στο τωρινό της πλέγμα εννοιών. Οι διαφορετικές και αλληλοαναιρούμενες απόψεις αποτελούν αφετηρία πολλών πρακτικών προβλημάτων του φεμινισμού, αλλά και κύρια πηγή της συνεχιζόμενης ζωτικότητάς του. Η μακρά ιστορία του—χωρίς να παραγνωρίζονται βέβαια και πολύ πιο πρώιμες αλλά μεμονωμένες εκφάνσεις «φεμινιστικής» σκέψης και πρακτικής, από τη Σαπφώ και τη ''Λυσιστράτη'' ως την μεσαιωνική λόγιο Christine de Pisan—χωρίζεται σε τρία λεγόμενα «[[κύμα | κύματα]]» [waves], που αντιπροσωπεύουν περιόδους ακμής και δυναμικών επιδράσεών του στην κοινωνία, καθώς και δραματικών εσωτερικών ζυμώσεων και μεταλλάξεων (Humm 1995: 251). Το [[πρώτο κύμα]] (Rendall 1985) περιλαμβάνει τον όψιμο 18ο  (1790) έως τον πρώιμο 20ο αιώνα (παγκόσμιοι πόλεμοι). Είναι τότε που οι γυναίκες σε Βρετανία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες, στον απόηχο κολοσσιαίων κοινωνικών αλλαγών (Διαφωτισμός, Γαλλική και βιομηχανική επανάσταση), οργανώνονται συστηματικά στη βάση της διεκδίκησης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, την αξιοπρέπεια και την αναγνώριση κοινωνικού ρόλου και νομικής υπόστασης, το δικαίωμα να κληρονομούν και να διαχειρίζονται την περιουσία τους, τη χειραφέτηση από τον απόλυτο έλεγχο των πατεράδων ή των συζύγων τους και, τέλος, μέσα από το κίνημα των [[σουφραζέτα | σουφραζετών]] [suffragettes], διεκδικούν το [[δικαίωμα ψήφου στη γυναίκα | δικαίωμα της ψήφου]] [women’s suffrage].  
  
Το [[φεμινισμός: δεύτερο κύμα - τρίτο κύμα|δεύτερο κύμα]] περιλαμβάνει τις δεκαετίες του 1960-1980, όπου, κατά γενική ομολογία, επιτεύχθηκαν οι πιο δραστικές αλλαγές στο ύφος, στο εύρος, και στην επίδραση του φεμινιστικού κινήματος, που από το 1966 γίνεται γνωστό ως «κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών» [Women’s Liberation Movement/Front]. Χαρακτηρίζεται από διαφοροποιήσεις, μιτώσεις και στοχευμένες εμβαθύνσεις σε θέματα τόσο φεμινιστικής πολιτικής στρατηγικής (αυτό που η Kate Millett oνόμασε το 1970 «πολιτικές του φύλου» [sexual politics]), όσο και οντολογικής «ουσίας», τα περισσότερα εκ των οποίων συνοψίζονται στη φράση-κλειδί της Carol Hanisch «το Προσωπικό είναι και Πολιτικό» (“the Personal is Political”) που σηματοδοτεί την άρρηκτη σχέση μεταξύ κοινωνικών δομών και πραγμάτωσης του έμφυλου υποκειμένου, καθώς και τη σημασία της καθημερινής ζωής των γυναικών (1969). Την κυρίαρχη θέση της περιόδου αυτής σηματοδοτεί ο διαχωρισμός ενυπάρχοντος βιολογικού φύλου [sex] και επίκτητου [[κοινωνικό φύλο|κοινωνικού φύλου, ή έμφυλης ταυτότητας]] [gender]. Επομένως, δεν ισχύει η φροϋδική ρήση πως «ανατομία ίσον πεπρωμένο» και οι ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών, εφόσον δεν πηγάζουν από κάποια προδιαγεγραμμένη βιολογική μοίρα, μπορούν να εξαλειφθούν με τις κατάλληλες κοινωνικές παρεμβάσεις. Ο φεμινισμός του δεύτερου κύματος διασπάται σε πολλές διακριτές μορφές και ιδεολογίες, πολλές αλληλοσυγκρουόμενες ή αλληλεπικαλυπτόμενες (βλ. την λεπτομερή μελέτη της Bryson 1999). Οι κυριότερες από αυτές τις θεωρίες είναι οι εξής:
+
Το [[φεμινισμός: δεύτερο κύμα - τρίτο κύμα|δεύτερο κύμα]] περιλαμβάνει τις δεκαετίες του 1960-1980, όπου, κατά γενική ομολογία, επιτεύχθηκαν οι πιο δραστικές αλλαγές στο ύφος, στο εύρος, και στην επίδραση του φεμινιστικού κινήματος, που από το 1966 γίνεται γνωστό ως «κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών» [Women’s Liberation Movement/Front]. Χαρακτηρίζεται από διαφοροποιήσεις, μιτώσεις και στοχευμένες εμβαθύνσεις σε θέματα τόσο φεμινιστικής πολιτικής στρατηγικής (αυτό που η Kate Millett oνόμασε το 1970 «[[πολιτικές του φύλου]]» [sexual politics]), όσο και οντολογικής «ουσίας», τα περισσότερα εκ των οποίων συνοψίζονται στη φράση-κλειδί της Carol Hanisch «το Προσωπικό είναι και Πολιτικό» (“the Personal is Political”) που σηματοδοτεί την άρρηκτη σχέση μεταξύ κοινωνικών δομών και πραγμάτωσης του έμφυλου υποκειμένου, καθώς και τη σημασία της καθημερινής ζωής των γυναικών (1969). Την κυρίαρχη θέση της περιόδου αυτής σηματοδοτεί ο διαχωρισμός ενυπάρχοντος [[βιολογικό φύλο | βιολογικού φύλου]] [sex] και επίκτητου [[κοινωνικό φύλο|κοινωνικού φύλου, ή έμφυλης ταυτότητας]] [gender]. Επομένως, δεν ισχύει η φροϋδική ρήση πως «ανατομία ίσον πεπρωμένο» και οι ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών, εφόσον δεν πηγάζουν από κάποια προδιαγεγραμμένη βιολογική μοίρα, μπορούν να εξαλειφθούν με τις κατάλληλες κοινωνικές παρεμβάσεις. Ο φεμινισμός του δεύτερου κύματος διασπάται σε πολλές διακριτές μορφές και ιδεολογίες, πολλές αλληλοσυγκρουόμενες ή αλληλεπικαλυπτόμενες (βλ. την λεπτομερή μελέτη της Bryson 1999). Οι κυριότερες από αυτές τις θεωρίες είναι οι εξής:
  
 
Φιλελεύθερος φεμινισμός [Liberal feminism]: Πρόκειται για το πιο πρώιμο, αναγνωρίσιμο και «παραδοσιακό» είδος φεμινισμού, εφόσον αποσκοπεί στην ισότητα ανδρών και γυναικών μέσω πολιτικών, νομικών και πολιτισμικών κατοχυρώσεων (όπως η χρήση [[πολιτικώς ορθό λεξιλόγιο|πολιτικώς ορθού λεξιλογίου]]), χωρίς όμως αλλαγές στις βαθύτερες δομές της κοινωνίας. Επικεντρώνεται στην ατομική βελτίωση της μοίρας κάθε γυναίκας. Κυριότερη εκπρόσωπός του υπήρξε η Αμερικανίδα φεμινίστρια Betty Friedan, η οποία με τη δημοσίευση του The Feminine Mystique το 1963 άλλαξε τον τρόπο σκέψης των μεσοαστών Αμερικανίδων, κατονομάζοντας το πρόβλημα του εγκλωβισμού τους στο ρόλο της μητέρας και συζύγου.
 
Φιλελεύθερος φεμινισμός [Liberal feminism]: Πρόκειται για το πιο πρώιμο, αναγνωρίσιμο και «παραδοσιακό» είδος φεμινισμού, εφόσον αποσκοπεί στην ισότητα ανδρών και γυναικών μέσω πολιτικών, νομικών και πολιτισμικών κατοχυρώσεων (όπως η χρήση [[πολιτικώς ορθό λεξιλόγιο|πολιτικώς ορθού λεξιλογίου]]), χωρίς όμως αλλαγές στις βαθύτερες δομές της κοινωνίας. Επικεντρώνεται στην ατομική βελτίωση της μοίρας κάθε γυναίκας. Κυριότερη εκπρόσωπός του υπήρξε η Αμερικανίδα φεμινίστρια Betty Friedan, η οποία με τη δημοσίευση του The Feminine Mystique το 1963 άλλαξε τον τρόπο σκέψης των μεσοαστών Αμερικανίδων, κατονομάζοντας το πρόβλημα του εγκλωβισμού τους στο ρόλο της μητέρας και συζύγου.

Τελευταία αναθεώρηση της 12:07, 9 Δεκεμβρίου 2010

(Πολιτισμικός ή Ριζοσπαστικός φεμινισμός, Φιλελεύθερος φεμινισμός, Υλιστικός φεμινισμός, Οικοφεμινισμός, Υπαρξιακός φεμινισμός, Μετα-φεμινισμός)


Χριστίνα Ντόκου

Ο όρος χαρακτηρίζει ένα ευρύτατο σύνολο ιδεολογικών και θεωρητικών τοποθετήσεων, καθώς και ακτιβιστικών πρακτικών ή κινημάτων που αφορούν αφενός μεν στη διεκδίκηση και καθιέρωση της ισότητας μεταξύ των φύλων και στην προάσπιση των ανθρωπίνων (βιολογικών και πολιτικο-κοινωνικών) δικαιωμάτων των γυναικών, αφετέρου δε στην συνειδητοποιημένη κριτική (ανα)ψηλάφηση επιστημονικών και φιλοσοφικών θεωριών σχετικών με την υπόσταση του φύλου και της έμφυλης ταυτότητας των ανθρώπινων υποκειμένων μέσα στα πλαίσια των κοινωνικών δομών (Beasley 1999: 36). Σε αυτό θα προσθέταμε και τον κλάδο της φεμινιστικής κριτικής [feminist critique] και της γυνοκριτικής [gynocritics] (Showalter 1977).

Στην πραγματικότητα, όμως, οποιοσδήποτε ορισμός της έννοιας που δεν λαμβάνει υπόψη του την ιστορία του όρου είναι καταδικασμένος σε κριτική ανατροπή, εφόσον «υπάρχουν τόσοι ορισμοί του Φεμινισμού όσοι και φεμινίστριες» (Vasquez 1983). Ο όρος φεμινισμός [feminisme] επινοήθηκε από τον Γάλλο οραματιστή σοσιαλιστή Charles Fourier (1772-1837) τον 18ο αιώνα για να περιγράψει την «θηλυκοποίηση» κάποιων αντρικών σωμάτων (Pilcher & Whelehan 2005: 48), ή την ενασχόληση προοδευτικών ανδρών με το ζήτημα της βελτίωσης της θέσης των γυναικών (McCann & Kim 2003: 1). Από εκεί η αρχική αγγλική χρήση του όρου feminism το 1894, κατά το συμπλήρωμα του Αγγλικού Λεξικού της Οξφόρδης του 1933 (Rendall 1985: 1), μεταλλάσσεται σταδιακά στο τωρινό της πλέγμα εννοιών. Οι διαφορετικές και αλληλοαναιρούμενες απόψεις αποτελούν αφετηρία πολλών πρακτικών προβλημάτων του φεμινισμού, αλλά και κύρια πηγή της συνεχιζόμενης ζωτικότητάς του. Η μακρά ιστορία του—χωρίς να παραγνωρίζονται βέβαια και πολύ πιο πρώιμες αλλά μεμονωμένες εκφάνσεις «φεμινιστικής» σκέψης και πρακτικής, από τη Σαπφώ και τη Λυσιστράτη ως την μεσαιωνική λόγιο Christine de Pisan—χωρίζεται σε τρία λεγόμενα « κύματα» [waves], που αντιπροσωπεύουν περιόδους ακμής και δυναμικών επιδράσεών του στην κοινωνία, καθώς και δραματικών εσωτερικών ζυμώσεων και μεταλλάξεων (Humm 1995: 251). Το πρώτο κύμα (Rendall 1985) περιλαμβάνει τον όψιμο 18ο (1790) έως τον πρώιμο 20ο αιώνα (παγκόσμιοι πόλεμοι). Είναι τότε που οι γυναίκες σε Βρετανία, Γαλλία και Ηνωμένες Πολιτείες, στον απόηχο κολοσσιαίων κοινωνικών αλλαγών (Διαφωτισμός, Γαλλική και βιομηχανική επανάσταση), οργανώνονται συστηματικά στη βάση της διεκδίκησης βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως το δικαίωμα στην αυτοδιάθεση, την αξιοπρέπεια και την αναγνώριση κοινωνικού ρόλου και νομικής υπόστασης, το δικαίωμα να κληρονομούν και να διαχειρίζονται την περιουσία τους, τη χειραφέτηση από τον απόλυτο έλεγχο των πατεράδων ή των συζύγων τους και, τέλος, μέσα από το κίνημα των σουφραζετών [suffragettes], διεκδικούν το δικαίωμα της ψήφου [women’s suffrage].

Το δεύτερο κύμα περιλαμβάνει τις δεκαετίες του 1960-1980, όπου, κατά γενική ομολογία, επιτεύχθηκαν οι πιο δραστικές αλλαγές στο ύφος, στο εύρος, και στην επίδραση του φεμινιστικού κινήματος, που από το 1966 γίνεται γνωστό ως «κίνημα για την απελευθέρωση των γυναικών» [Women’s Liberation Movement/Front]. Χαρακτηρίζεται από διαφοροποιήσεις, μιτώσεις και στοχευμένες εμβαθύνσεις σε θέματα τόσο φεμινιστικής πολιτικής στρατηγικής (αυτό που η Kate Millett oνόμασε το 1970 «πολιτικές του φύλου» [sexual politics]), όσο και οντολογικής «ουσίας», τα περισσότερα εκ των οποίων συνοψίζονται στη φράση-κλειδί της Carol Hanisch «το Προσωπικό είναι και Πολιτικό» (“the Personal is Political”) που σηματοδοτεί την άρρηκτη σχέση μεταξύ κοινωνικών δομών και πραγμάτωσης του έμφυλου υποκειμένου, καθώς και τη σημασία της καθημερινής ζωής των γυναικών (1969). Την κυρίαρχη θέση της περιόδου αυτής σηματοδοτεί ο διαχωρισμός ενυπάρχοντος βιολογικού φύλου [sex] και επίκτητου κοινωνικού φύλου, ή έμφυλης ταυτότητας [gender]. Επομένως, δεν ισχύει η φροϋδική ρήση πως «ανατομία ίσον πεπρωμένο» και οι ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών, εφόσον δεν πηγάζουν από κάποια προδιαγεγραμμένη βιολογική μοίρα, μπορούν να εξαλειφθούν με τις κατάλληλες κοινωνικές παρεμβάσεις. Ο φεμινισμός του δεύτερου κύματος διασπάται σε πολλές διακριτές μορφές και ιδεολογίες, πολλές αλληλοσυγκρουόμενες ή αλληλεπικαλυπτόμενες (βλ. την λεπτομερή μελέτη της Bryson 1999). Οι κυριότερες από αυτές τις θεωρίες είναι οι εξής:

Φιλελεύθερος φεμινισμός [Liberal feminism]: Πρόκειται για το πιο πρώιμο, αναγνωρίσιμο και «παραδοσιακό» είδος φεμινισμού, εφόσον αποσκοπεί στην ισότητα ανδρών και γυναικών μέσω πολιτικών, νομικών και πολιτισμικών κατοχυρώσεων (όπως η χρήση πολιτικώς ορθού λεξιλογίου), χωρίς όμως αλλαγές στις βαθύτερες δομές της κοινωνίας. Επικεντρώνεται στην ατομική βελτίωση της μοίρας κάθε γυναίκας. Κυριότερη εκπρόσωπός του υπήρξε η Αμερικανίδα φεμινίστρια Betty Friedan, η οποία με τη δημοσίευση του The Feminine Mystique το 1963 άλλαξε τον τρόπο σκέψης των μεσοαστών Αμερικανίδων, κατονομάζοντας το πρόβλημα του εγκλωβισμού τους στο ρόλο της μητέρας και συζύγου.

Ριζοσπαστικός φεμινισμός [Radical feminism]: Εξισώνοντας τον σεξισμό με την καπιταλιστική εκμετάλλευση, ο ριζοσπαστικός φεμινισμός (κυρίως Αμερικανικής προέλευσης) πρεσβεύει την δραστική αλλαγή ή και ολική κατάλυση του κοινωνικού συστήματος σχέσεων εξουσίας, ώστε να επέλθει η χειραφέτηση των γυναικών, αλλά και όλων των καταπιεσμένων ομάδων (ταξικών, εθνοτικών). Παρακλάδι του ριζοσπαστισμού είναι και ο Πολιτισμικός ή Διαχωριστικός φεμινισμός [Cultural/Separatist feminism], ο οποίος βασίζεται στην ιδέα πως “τα χαρακτηριστικά και οι αξίες των γυναικών είναι... ανώτερα και προηγούνται ηθικά των αντίστοιχων ανδρικών, και πρέπει να αναδειχθούν» (Evans 1995: 76). Θεωρώντας ότι οι περίπλοκες δομές του πατριαρχικού συστήματος δεν επιτρέπουν την ομαλή συμβίωση ανδρών και γυναικών (Daly 1973), επιδιώκει τη δημιουργία μιας ηθελημένα ξεχωριστής «γυναικείας κουλτούρας» (Frye 1997).

Μαρξιστικός / σοσιαλιστικός φεμινισμός [Marxist/socialist feminism]: Ορμώμενες από τις θεωρίες του Καρλ Μαρξ περί εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, Βρετανίδες σοσιαλίστριες και ριζοσπαστικές φεμινίστριες εξηγούν τη υποδούλωση των γυναικών στα πλαίσια ενός πατριαρχικού καπιταλισμού που εκτείνεται και στο σπίτι—εφόσον η γυναίκα αναγκάζεται να παραδώσει άνευ αμοιβής ή αναγνώρισης την εργασία, τη σεξουαλικότητά της και την αναπαραγωγική της ικανότητα, αγαθά περισσότερο χρηστικά παρά καταναλωτικά. Επικεντρώνεται σε προσπάθειες για την ανάπτυξη της συλλογικής γυναικείας συνείδησης από «οργανικά» εμπλεκόμενες διανοούμενες.

Φυλετικός/εθνοτικός φεμινισμός [Race/ethnicity feminism]: Σύμφωνα με την bell hooks (1984), οι Αφροαμερικανίδες γυναίκες περιθωριοποιήθηκαν εξ’ αρχής μέσα στο ουσιαστικά λευκό, μεσοαστικό φεμινιστικό κίνημα που υπακούει στο μοντέλο της Friedan, και η ιδιαίτερη οπτική τους αγνοήθηκε ή παρερμηνεύτηκε. Ως αντίδοτο, οι μαύρες γυναίκες, που πλήττονταν και περισσότερο από τον σεξισμό (μαύρο και λευκό), τη φτώχεια και τις ανισότητες (hooks 1984: 1), ανέπτυξαν ένα ξεχωριστό είδος φεμινισμού που αξιοποιεί τους ιδιάζοντες μηχανισμούς κριτικής ματιάς και συλλογικής άμυνάς τους. Η κριτικός, ακτιβίστρια και συγγραφέας Alice Walker, μάλιστα, δημιούργησε έναν νέο όρο, τον γυνισμό [womanism] (1983), που υποδηλώνει αυτή την εντονότερη συναισθηματικά, συλλογικότερη και πλουσιότερη εμπειρικά βίωση της συνειδητοποιημένης μαύρης γυναικείας υπόστασης.

Υλιστικός φεμινισμός [Materialist feminism]: Κατά την Christine Delphy, η βάση για τον φεμινιστικό αγώνα πρέπει να τεθεί όχι σε μια μετα/φυσική θεώρηση των γυναικείων χαρακτηριστικών, αλλά ενάντια στην κοινωνική «καταπίεση» που έχει πολιτική αφετηρία (1980). Οι γυναίκες πρέπει να λάβουν υπόψη τους τις συγκεκριμένες υλικές, πραγματιστικές βάσεις της κάθε μορφής καταπίεσης που περι/ορίζει εκ των προτέρων το σώμα και το μυαλό τους, και να οργανωθούν ανάλογα για την υπεράσπισή τους.

Υπαρξιακός φεμινισμός [existential feminism]: Κυριότερη εκπρόσωπός του υπήρξε η Γαλλίδα φιλόσοφος Simone de Beauvoir, στην οποία ανήκει η ρήση «δεν γεννιέσαι γυναίκα, αλλά γίνεσαι» (1949: 295.) Η de Beauvoir βασίζεται στις αρχές του υπαρξισμού του Jean-Paul Sartre, που υποστηρίζει ότι η εμπειρία του κόσμου προηγείται της σκεπτόμενης συνείδησης και τη διαμορφώνει, για να εξηγήσει πως η έννοια της γυναίκας ιστορικά διαμορφώθηκε ως το απόλυτο «Άλλο» ενός πατριαρχικού συστήματος βασισμένου στον άντρα ως Υποκείμενο. Το είδος αυτό φεμινισμού επηρεάστηκε από υλιστικές και μαρξιστικές θεωρίες και μετεξελίχθηκε στη δεκαετία του 1980 στο λεγόμενο Θεσιοκρατικό φεμινισμό ή φεμινιστική σκοπιά [Standpoint feminism].

Γαλλικός φεμινισμός: [French feminism]: Η δραστηριότητα Γαλλίδων θεωρητικών όπως η Ηélène Cixous, η Luce Irigaray και η Julia Kristeva, που προέρχονται κυρίως από το χώρο της φιλοσοφίας και της μετά-Λακανικής ψυχολογίας, δημιούργησε μεταξύ 1970-1990 ένα ιδιαίτερο ρεύμα φεμινισμού που αντιπαραβάλλεται στον πιο πραγματιστικό λόγο των Αμερικανίδων φεμινιστριών. Ο Γαλλικός φεμινισμός επικεντρώνεται στο γυναικείο σώμα, το οποίο θεωρεί πηγή μιας ιδιαίτερης σκέψης και «παιγνιώδους», «υπερχειλίζουσας» γραφής—η Cixous (1975: 883) την ονομάζει «γυναικεία γραφή» [écriture feminine], ενώ η Irigaray εξυμνεί την ευδαιμονική απόλαυση [jouissance] του εναλλακτικού τρόπου βίωσης του κόσμου που προσφέρει η ιδιαίτερη «μη-μονή» ανατομία των γυναικείων γεννητικών οργάνων. Κατά την Kristeva, το μητρικό σώμα είναι η βάση ενός πρωτογενούς νοηματικού πεδίου («σημειωτική χώρα» [“semiotic chora”]) που αντιπαραβάλλεται στο «φαλλογοκεντρικό» [“phallogocentric”], «συμβολικό» [“symbolic”] γλωσσικό πεδίο, το οποίο το άτομο υποχρεώνεται να ενστερνιστεί για να ενσωματωθεί στην πατριαρχική κοινωνία. Τέτοιες θεωρίες δεν αποφεύγουν την κριτική ότι βασίζονται σε ουσιοκρατικές θεωρήσεις του γυναικείου σώματος ως φύσει διαφορετικού (Moi 1997: 109-11). Λεσβιακός φεμινισμός [Lesbian feminism]: Δυσαρεστημένες με τον ομοφοβικό αποκλεισμό τους από το κυρίως σώμα του φεμινισμού του δεύτερου κύματος, φεμινίστριες όπως η Audre Lorde τη δεκαετία του 1980 προώθησαν μια ιδιαίτερη οπτική που συμπεριλαμβάνει τον παράγοντα της σεξουαλικής διαφορετικότητας (εμπλεκόμενου, βεβαίως, και σε θέματα ταξικά, φυλετικά, πολιτισμικά), αναδεικνύοντας τον παραγνωρισμένο κοινωνικό και πολιτισμικό ρόλο και έργο των ομοφυλόφυλων αντρών και γυναικών.

Οικο-φεμινισμός [Eco-feminism]: Ο όρος «οικολογικός φεμινισμός» πρωτοχρησιμοποιήθηκε το 1974 για να συνοψίσει αυξανόμενα ενδιαφέροντα για το περιβάλλον, την παγκόσμια οικονομία και τις γυναίκες του μη-Δυτικού κόσμου. Βασισμένος είτε στη μεταφυσική παραδοσιακή σύνδεση μεταξύ γυναικείας φύσης και «Μητέρας-Φύσης»(Collard 1988)—γεγονός που τον καθιστά ευάλωτο σε κριτικές για «ουσιοκρατία»—είτε στην πρακτική βαθύτερη γνώση της φύσης από γυναίκες του Τρίτου Κόσμου που εμπλέκονται παραδοσιακά περισσότερο σε αγροτικές/ φυσιοκεντρικές εργασίες (Shiva 1989), το κίνημα αυτό πρεσβεύει ότι οι πατριαρχικές ιδεολογίες της κυριαρχίας και επιβολής του ανθρώπου στο περιβάλλον και στις γυναίκες αποτελούν κοινή πηγή κακών τόσο για τη φύση όσο και για τις γυναίκες. Παρά τις θεωρητικές του αδυναμίες, ο οικοφεμινισμός κερδίζει έδαφος ως πόλος συσπείρωσης κινημάτων (Daly 1987) και γυναικών του Τρίτου Κόσμου, όπως με το Κίνημα Πράσινων Ζωνών [Green Belt Movement].

Το τρίτο κύμα χαρακτηρίζει τον φεμινισμό από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ως και σήμερα, αν και σε πολλές περιπτώσεις ουσιαστικά αποτελεί προέκταση του δεύτερου κύματος, ενώ σε άλλες ο όρος δηλώνει πως βρισκόμαστε πια σε μια περίοδο Mετά-φεμινισμού [Post-feminism]. Η φάση αυτή σηματοδοτείται αφενός από την κριτική και την απόρριψη προηγούμενων θέσεων του δεύτερου κύματος ως ασφυκτικά δογματικές (Walter 1999: 5), ουσιοκρατικές και μη-πολυ-πολιτισμικές, αφετέρου από τη στροφή στη θεωρία και σε μια ευρύτερη κριτική ανάλυση του κοινωνικού συστήματος παραγωγής νοήματος και σχέσεων εξουσίας, που παράγουν το έμφυλο υποκείμενο και διαμορφώνουν ακόμα και ιδιότητες που θα θεωρούνταν βιολογικά δεδομένα. Υπάρχουν, ωστόσο, και οι φεμινίστριες της Διαφορετικότητας [difference feminisms], όπως η ψυχολόγος Carol Gilligan, που πιστεύουν πως υπάρχουν εγγενείς διαφορές, βιολογικές και συμπεριφορικές, ανάμεσα στα φύλα. Οι κυρίαρχες τάσεις του τρίτου κύματος είναι οι εξής: Μεταμοντέρνος/μεταδομιστικός φεμινισμός [Postmodern/poststructuralist feminism]: Είναι το είδος του φεμινισμού που χαρακτηρίζει περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο το πνεύμα και τη μεθοδολογία του τρίτου κύματος, αν και οι επικριτές του υπογραμμίζουν την «ακαδημαϊκοποίηση» και «θεωρητικοποίησή» του. Βασίζεται σε θεωρίες του μεταμοντερνισμού [postmodernism], του μεταδομισμού [post-structuralism] και της αποδόμησης [deconstruction] που ανέπτυξαν από τη δεκαετία του 1960, μεταξύ άλλων οι Jacques Lacan, Michel Foucault και Jacques Derrida. Η κριτική κατάλυση της έννοιας του συμπαγούς υποκειμένου, στεγανά συγκροτημένου μέσα από δυϊστικά μοντέλα σκέψης, και η σηματοδότηση της εποχής της αβεβαιότητας των εννοιών και της πολυσημίας οδήγησαν στο έργο-σταθμό της φεμινίστριας θεωρητικού Judith Butler, και συνεχιστών της όπως η Toril Moi (1985). Η Butler στρέφεται εναντίον της ουσιοκρατίας [essentialism], υποστηρίζοντας πως η έμφυλη ταυτότητα είναι εντελώς αυθαίρετο κοινωνικό κατασκεύασμα, χωρίς απαραίτητη αντιστοιχία με το αντρικό/γυναικείο φύλο, αλλά υποκείμενη σε διαδικασία συνεχούς κοινωνικής αναπροσαρμογής και συνθηκολόγησης—ή αλλιώς, επιτελεστική [performative]. Περαιτέρω υποστηρίζει πως και το θεωρούμενο ως βιολογικό φύλο [sex] υπόκειται στην ίδια διαδικασία κοινωνικής συγκρότησης, όχι ως ύλη, αλλά ως τρόπος που στοιχειοθετούμε εννοιολογικά και κατηγοριοποιούμε την ύλη (Butler 1997: 1). Η Butler προτείνει την «παρωδία» [parody] μέσω εσκεμμένων ανατροπών των στερεότυπων του σώματος και της ταυτότητας του φύλου, όπως για παράδειγμα την παρενδυσία [drag], ώστε να καταδειχθεί η τεχνητή φύση τους που κατασκευάζεται μέσα από το θεσμό της «υποχρεωτικής ετεροφυλοφυλίας» [compulsory heterosexuality] (Rich 1986) ή την «αλληλοσυμπληρωματικότητα» [complementarity] (Delphy 2003), για τις ανάγκες της αναπαραγωγής μέσω του γάμου. Άλλες φεμινίστριες, όπως η Donna Haraway, στρέφονται προς την τεχνολογία και πρεσβεύουν μέσω του κυβερνοργανικού φεμινισμού [cyborg feminism] ότι η δραστική επέμβαση της δυνητικής πραγματικότητας και της τεχνολογίας της κυβερνητικής στο λεγόμενο «φυσικό» κόσμο θα αποδεσμεύσει τα μελλοντικά υποκείμενα από τα δεσμά μιας «αρχέγονης» ταυτότητας, ενός γενεαλογικά οριζόμενου εαυτού (1991).

Μετα-αποικιοκρατικός φεμινισμός/ φεμινισμός του Τρίτου Κόσμου [Postcolonial/ Third World feminism]: Αποποιούμενες το μονολιθικό και ρατσιστικό μοντέλο του Δυτικού φεμινισμού, φεμινίστριες από πρώην αποικίες ή χώρες του Τρίτου Κόσμου ανέπτυξαν τη δεκαετία του 1990 ένα μοντέλο που ανταποκρίνεται περισσότερο στις συγκεκριμένες ανάγκες και δυνατότητες των κοινωνιών τους, όπου η θέση των γυναικών υπολογίζεται κυρίως σε συνάρτηση με τα αποικιοκρατικά παρεπόμενα. Η στηλίτευση, από θεωρητικούς όπως η Gayatri Chakravorty Spivak και ακτιβίστριες κριτικούς όπως η Chandra Talpade Mohanty, του Δυτικού εθνοκεντρισμού, ανοίγει τον δρόμο για έναν Παγκόσμιο φεμινισμό [global feminism] ελεύθερο από φυλετικές και ταξικές προκαταλήψεις. Τέλος, υπάρχει και η θέση του Μετά-φεμινισμού, ο οποίος διατείνεται πως, αφενός, το βάθος της ανατροπής των θέσεων του δεύτερου κύματος και οι μισανδρικές του τάσεις καθιστούν τον φεμινισμό επισφαλή, σύμφωνα με τα λεγόμενα κριτικών όπως η Camille Paglia (1990) ή η Christina Hoff Sommers (1994), αφετέρου πως ο φεμινισμός ως έχει δεν έχει θέση στην κοινωνία του σήμερα—είτε επειδή οφείλει τώρα να εξελιχθεί μέσω σύνδεσης με άλλα «μετά-» κινήματα (Brooks 1997), είτε επειδή έχει αποτύχει και έχει μετατραπεί σε ακαδημαϊκή ομφαλοσκόπηση (Sorisio 2003: 429).


Σχόλια Επιμελήτριας

Το λήμμα αυτό παρουσιάζει με συνοπτικό τρόπο την έννοια του φεμινισμού και τις διαφοροποιήσεις της μέσα στην ιστορία του φεμινιστικού κινήματος και της φεμινιστικής θεωρίας. Ορισμένα από τα θέματα στα οποία αναφέρεται αναπτύσσονται περισσότερο αναλυτικά σε άλλα λήμματα της Φυλοπαιδείας (βλ. εσωτερικές συνδέσεις).


Εσωτερικές συνδέσεις

Σεξισμός

Φύλο και λογοτεχνία

Φύλο και κριτική θεωρία

Φύλο, σεξουαλικότητες, κινήματα


Εξωτερικές συνδέσεις

Stanford Encyclopedia of Philosophy, “Feminist topics” http://plato.stanford.edu/entries/feminism-topics/

On-line Feminist Lexicon (http://www.emsah.uq.edu.au/awsr/Publ_OOT/OOT_Lexicon.htm

Allen, A. “Power trouble: Performativity as critical theory”. http://www.dartmouth.edu/~aallen/papers/power%20trouble.pdf.

Aστρινάκη, P. «Γυναίκες και φύλα: Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις»: 1-55. http://www.aegean.gr/gender-postgraduate/Documents/Κείμενο%20Αστρινάκη.pdf -

Bono, P. “The abjection of the female body: hell as a metaphor for birth”. http://www.arts.monash.edu.au/cclcs/research/papers/abjection.rtf.

Brayton, J. (1997). “Cyberfeminism as new theory”. http://www.unb.ca/PAR-L/wIn/cyberfem.htm

Felluga, D. “Modules on Butler: On performativity”. Introductory Guide to Critical Theory. http://www.purdue.edu/guidetotheory/genderandsex/modules/butlerperformativity.html

Felluga, D. “Modules on Kristeva: On the abject”. Introductory Guide to Critical Theory.<http://www.purdue.edu/guidetotheory/psychoanalysis/kristevaabject.

Martin, A. (2003). “French feminism”. The Literary Encyclopedia. http://www.litencyc.com/php/stopics.php?rec=true&UID=1357

Mikkola, M. (2008). “Feminist perspectives on sex and gender”. The Stanford Encyclopedia of Philosophy. Edward N. Zalta (επιμ.), forthcoming URL = <http://plato.stanford.edu/archives/sum2008/entries/femInism-gender/

Newsletter on Philosophy and Lesbian, Gay, Bisexual and Transgender Issues. The American Philosophical Association http://www.apa.udel.edu/apa/archive/newsletters/v98n2/lgbt/hale.asp


Βιβλιογραφικές αναφορές

Beasley, Chris. (1999). What Is Feminism? An Introduction to Feminist Theory. London; Thousand Oaks; New Delhi: Sage Publications.

Brooks, Ann. (1997). Postfeminisms: Feminism, Cultural Theory and Cultural Forms. London: Routledge.

Bryson, Valerie. (1999). Feminst Debates: Issues of Theory and Political Practice. Houndmills, Basingstoke and London: Macmillan.

Butler, Judith. (1990). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. Thinking Gender. New York and London: Routledge.

---. (1993). Bodies That Matter. New York and London: Routledge.

---. (1997). “Critically Queer”. Στο Shane Phelan (επιμ.), Playing with Fire: Queer Politics, Queer Theories. New York: Routledge, 11-30.

Cixous, Ηélène. (1975/ 1976). “The Laugh of the Medusa”. Μτφρ. Keith Cohen και Paula Cohen. Signs 1: 875-93.

Collard, Andrée, και Joyce Contrucci. (1988). Rape of the Wild. London: The Women’s Press.

Daly, Mary. (1973). Beyond God the Father: Towards a Philosophy of Women’s Liberation. London: The Women’s Press.

---. (1987). Gyn/Ecology. London: The Women’s Press.

de Beauvoir, Simone. (1949/1972). The Second Sex. Μτφ. H. M. Parshley (επιμ.). Harmondsworth: Penguin.

Delphy, Christine. (1976/ 1980). “For a Materialist Feminism”. Feminist Issues 1.2 (Χειμερινό τεύχος): 69-76.

---. (2003). “Rethinking Sex and Gender”. Στο Carole R. McCann και Seung-Kyung Kim (επιμ.), Feminist Theory Reader: Local and Global Perspectives. New York and London: Routledge, 57-67.

Evans, Judith. (1995). Feminist Theory Today: An Introduction to Second-Wave Feminism. London: Sage Publications.

Friedan, Betty. (1963). The Feminine Mystique. New York: W. W. Norton and Co.

Frye, Marilyn. (1997). “Some Reflections on Separatism and Power”. Στο Diana Tietjens Meyers (επιμ.), Feminist Social Thought: A Reader. New York: Routledge, 406-14.

Fuller, Margaret. (1843). “The Great Lawsuit. Man versus Men, Woman versus Women”. The Dial (July).

Gilbert, Sandra, και Susan Gubar. (1974). The Madwoman in the Attic: The Woman Writer and the Nineteenth-Century Imagination. London: Yale University Press.

Hanisch, Carol. (1969/ 1970). “The Personal Is Political”. Στο Shulamith Firestone και Anne Koedt (επιμ.), Notes from the Second Year: Women’s Liberation, Major Writings of the Radical Feminists. New York: Radical Feminism. Διαθέσιμο (2008): Hanish, Carol. (2006). “New Intro to ‘The Personal Is Political”. Στο Sherri Barnes, Judith Ezekiel, και Stephanie Gilmore (επιμ.), Women and Social Movements in the United States, 1600-2000: The “Second Wave” and Beyond. Alexander Street Press. http://scholar.alexanderstreet.com/pages/viewpage.action?pageId=2259.

Haraway, Donna. (1991). “A Cyborg Manifesto: Science, Technology, and Socialist-Feminism in the Late Twentieth Century”. Στο Simians, Cyborgs and Women: The Reinvention of Nature. New York: Routledge, 149-81.

Hartsock, Nancy. (1983). Money, Sex, and Power: Toward a Feminist Historical Materialism. New York: Longman. hooks, bell. (1984). Feminist Theory: From Margin to Center. Boston: South End Press.

Irigaray, Luce. (1977/ 1985). This Sex Which Is Not One. Μτφ. Catherine Porter και Carolyn Burke. New York: Cornell University Press.

Jehlen, Myra. (1981/ 1991) “Archimedes and the Paradox of Feminist Criticism”. Στο Robyn R. Warhol και Diane Price Herndl (επιμ.), Feminisms: An Anthology of Literary Theory and Criticism. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 75-96.

Kolodny, Annette. (1980/ 1991). “Dancing through the Minefield: Some Observations on the Theory, Practice, and Politics of a Feminist Literary Criticism”. Στο Robyn R. Warhol και Diane Price Herndl (επιμ.), Feminisms: An Anthology of Literary Theory and Criticism. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 97-116.

Kristeva, Julia. (1974/ 1984). Revolution in Poetic Language, μτφ. Margaret Waller. New York: Columbia University Press. Humm, Maggie. (1995). The Dictionary of Feminist Theory. Columbus, OH: Ohio State University Press.

Marcus, Jane. (1982/ 1991). “Storming the Toolshed”. Στο Robyn R. Warhol και Diane Price Herndl (επιμ.), Feminisms: An Anthology of Literary Theory and Criticism. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 138-53.

McCann, Carole R., και Seung-Kyung Kim (επιμ.), Feminist Theory Reader: Local and Global Perspectives. New York and London: Routledge.

Mill, John Stuart. (1869/ 1970). “The Subjection of Women”. Στο Alice S. Rossi (επιμ.), Essays on Sex Equality. Υπό John Stuart Mill και Harriet Taylor Mill. Chicago: University of Chicago Press, 123-246.

Millet, Kate. (1970). Sexual Politics. New York: Anchor Books.

Moi, Toril. (1997). “Feminist, Female, Feminine”. Στο Catherine Belsey και Jane Moore (επιμ.), The Feminist Reader: Essays in Gender and the Politics of Literary Criticism. 2η έκδοση. Houndmills, Basingstoke and London: Macmillan, 104-16.

---. (1985). Sexual/Textual Politics: Feminist Literary Theory. New Accents. London and New York: Methuen.

Paglia, Camille. (1990). Sexual Personae: Art and Decadence from Nefertiti to Emily Dickinson. London: Vintage.

Pilcher, Jane, και Imelda Whelehan. (2005). 50 Key Concepts in Gender Studies. 3η έκδοση. London: Sage Publications.

Rendall, Jane. (1985). The Origins of Modern Feminism: Women in Britain, France, and the United States 1780-1860. Houndmills, Basingstoke, and London: Macmillan.

Rich, Adrienne. (1986). “Compulsory Heterosexuality and Lesbian Existence”. Signs 5 (4): 631-60.

Scott, Joan W. (1986). “Gender: A Useful Category of Historical Analysis”. American Historical Review 91: 139-41.

Shiva, Vandana. (1989). Staying Alive: Women, Ecology and Development. London: Zed Books.

Showalter, Elaine. (1977). A Literature of Their Own: British Women Novelists from Brontë to Lessing. Princeton, NJ: Princeton University Press.

Sommers, Christina Hoff. (1994). Who Stole Feminism? How Women Have Betrayed Women. New York: Simon & Shuster.

Sorisio, Carolyn. (2003). A Tale of Two Feminisms: Power and Victimization in Contemporary Feminist Debate”. Στο Carole R. McCann και Seung-Kyung Kim (επιμ.), Feminist Theory Reader: Local and Global Perspectives. New York and London: Routledge, 428-36.

Vasquez, Carmen. (1983). Towards a Revolutionary Ethics. Coming Up (January): 11.

Walker, Alice. (1983). In Search of Our Mothers’ Gadens. New York: Harcourt Brace Jovanovich.

Walter, Natasha. (1999). The New Feminism. London: Virago.

Wollstonecraft, Mary. (1792/ 1997). A Vindication of the Rights of Woman. Επιμ. D. L. Macdonald και Kathleen Scherf. London: Broadview Press.

Woolf, Virginia. (1929/ 1977). A Room of One’s Own. London: Panther.