Φύλο και επιστημολογία

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Φύλο και επιστημολογία

Συγγραφέας:Γιάννα Κατσιαμπούρα
Βιβλιογραφία
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Σχόλια Επιμελήτριας

Γιάννα Κατσιαμπούρα

Έστω κι αν υπήρχαν διακεκριμένες γυναίκες επιστήμονες, «ποια γυναίκα μπορεί να ανταγωνιστεί τον Πυθαγόρα ή τον Αρχιμήδη, τον Νεύτωνα ή τον Λάιμπνιτς;», αναρωτιόταν ο Ιταλός Τζίνο Λόρια το 1903 (Schiebinger 2006: 49) διατυπώνοντας τον κανόνα όσον αφορά την αντιμετώπιση των γυναικών από την ιστορία της επιστήμης, κλάδο στα σπάργανα βέβαια τότε. Κανόνας που θα έμενε κυρίαρχος, μέχρι τη δεκαετία του 1970 περίπου, όταν άρχισαν να διατυπώνονται οι απόψεις που συγκροτούν το ρεύμα της φεμινιστικής κριτικής στις επιστήμες, που είναι συνυφασμένο με το λεγόμενο δεύτερο κύμα του φεμινισμού [second wave] αλλά και με το ευρύτερο πλαίσιο ανάδυσης μιας σειράς κοινωνικών κινημάτων αμφισβήτησης (αντιρατσιστικό, αντιαποικιακό, αντικαπιταλιστικό, οικολογικό, αντιπολεμικό) και νέων ιδεολογικών επεξεργασιών (νέες τάσεις μαρξιστικής σκέψης, π.χ. οι κριτικές επεξεργασίες του L. Althusser). Επίσης, είναι συνυφασμένο με την ανάδυση νέων επιστημολογικών κριτικών επεξεργασιών, οι οποίες, από τη δεκαετία του 1960, από τη μια πλευρά αμφισβήτησαν τις έννοιες της «αντικειμενικότητας» και της θετικιστικής προόδου στην επιστημονική έρευνα και, από την άλλη, έθεσαν ζητήματα αναφορικά με τις χρήσεις της (π.χ. στον στρατιωτικό τομέα) και τις επιπτώσεις της στο περιβάλλον (Harding 2006: 7). Κομβικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτών των νέων προσεγγίσεων στις επιστήμες έπαιξαν ιστορικές και κοινωνιολογικές προσεγγίσεις, όπως του T. Kuhn, του Μ. Foucault, αργότερα του Ισχυρού Προγράμματος του Εδιμβούργου για την κοινωνική κατασκευή της γνώσης, κ.ά. Σε αυτό το πλαίσιο κριτικής αμφισβήτησης των μέχρι τότε κυρίαρχων αντιλήψεων ετέθη και το ζήτημα της σχέσης των γυναικών με τις επιστήμες, με κύριο πρόγραμμα των επιστημολογικών θεωρήσεων την ανάδειξη του ανδροκεντρικού χαρακτήρα των επιστημών, όπως είχαν συγκροτηθεί παραδοσιακά (Κατσιαμπούρα 2008: 152-153). Βασική παραδοχή του προγράμματος αυτού ήταν, αφ’ ενός, η ανάδειξη των ορίων του επιστημονικού «ορθολογισμού», όπως είχε διαμορφωθεί από τις νεότερες επιστήμες, αφ’ ετέρου, οι έμφυλες διακρίσεις που ίσχυαν στο χώρο από την αρχή της συγκρότησής του. Εμβληματικά εδώ αναφέρεται η μεταφορά της φύσης ως γυναίκας και η καθυπόταξή της από τον άνδρα επιστήμονα, που είχε χρησιμοποιήσει ο Νεύτων. Η εικόνα της φύσης ως γυναίκας έπαιξε, σύμφωνα με μια άποψη, καταλυτικό ρόλο στον αποκλεισμό των γυναικών, ενώ ο κοινωνικός ρόλος του γυναικείου φύλου συνδέεται άμεσα με το ρόλο των γυναικών στον επιστημονικό χώρο (Merchant 1982: xvi).


Φύλο και επιστήμες

Ο φεμινιστικός κριτικός λόγος στις επιστήμες θεμελιώθηκε στη διττή αρχή ότι τόσο το φύλο όσο και η επιστήμη είναι κοινωνικά κατασκευασμένες κατηγορίες (Fox Keller 1985: 3): Eπιστήμη αποκαλείται ένα σύνολο πρακτικών και γνώσεων περιγραφόμενο από μια κοινότητα, μια κοινωνική δραστηριότητα ιστορικά εντοπισμένη, που νοηματοδοτείται στο πλαίσιο όπου πραγματοποιείται (Shapin 2003: 33) ενώ η o ανδρισμός [masculinity] και η θηλυκότητα [femininity] είναι κατηγορίες συγκροτούμενες και νοηματοδοτούμενες από τους εκάστοτε πολιτισμούς, όχι βιολογικές αναγκαιότητες. Η αναλυτική κατηγορία [«φύλο» (=gender)] λοιπόν χρησιμοποιείται με την έννοια του κοινωνικού φύλου, όχι του βιολογικού (=sex), σύμφωνα με τη διάκριση ανάμεσα στα δύο που πρωτοδιατυπώθηκε στις αρχές του 1970 από τη Βρετανίδα κοινωνιολόγο Ann Oakley (Oakley 1972). Το κοινωνικό φύλο [gender] περιγράφει τα χαρακτηριστικά που οφείλει να φέρει το κάθε βιολογικό φύλο (άνδρας-γυναίκα) στον εκάστοτε κοινωνικό σχηματισμό, εννοιολογείται δηλαδή αντιουσιοκρατικά, ως πολιτισμική και κοινωνική κατασκευή, με συγκεκριμένο κάθε φορά αλλά και μεταβαλλόμενο περιεχόμενο στην ιστορικότητά του (Αβδελά 2003: 2). Άρα, σύμφωνα με τη φεμινιστική προσέγγιση, στόχος του ερευνητικού προγράμματος είναι η ανάδειξη της συγκρότησης των επιστημών σε άμεση σύνδεση με τoν ανδρισμό και ταυτόχρονα σε αντιδιαστολή με τη θηλυκότητα, με συνέπεια τις έμφυλες διακρίσεις που ισχύουν μέχρι σήμερα (Ρεντετζή 2008: 130). Στο πλαίσιο αυτό, σημαντική είναι η ανάδειξη των τρόπων με τους οποίους ο ανδρισμός λειτούργησε ως μεταφορά στην κατασκευή των ιδεωδών της ορθολογικότητας και της αντικειμενικότητας, συγκροτητικών στοιχείων της σύγχρονης επιστήμης (Bordo 1990, Lloyd 1994). Επιπλέον, έχει ιδιαίτερη σημασία η άποψη ότι τα δίπολα φύση/πολιτισμός, ορθολογικό/ανορθόλογο, αντικειμενικότητα/υποκειμενικότητα και ανδρισμός/θηλυκότητα χαρακτηρίζουν τις επιστημολογικές προσεγγίσεις και στόχος της φεμινιστικής προσέγγισης είναι η αποδόμησή τους (Hekman 1990). Αυτού του είδους η αμφισβήτηση μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνον με την άρνηση αυτών των διχοτομιών από τα φεμινιστικά προγράμματα.


Φεμινιστικές επιστημολογίες

Το επιστημολογικό πρόβλημα που τίθεται από το φεμινισμό είναι η ερμηνεία μιας φαινομενικά παράδοξης κατάστασης: ο φεμινισμός είναι ένα πολιτικό κίνημα που στοχεύει σε κοινωνική αλλαγή. Ωστόσο, πολλαπλές ερευνητικές προσεγγίσεις εκκινούμενες από φεμινιστικά προτάγματα στο χώρο των κοινωνικών επιστημών, της βιολογίας και της κοινωνιολογίας των επιστημών εμφανίζονται πολύ πιο εύλογες από τις υπάρχουσες παραδεδομένες απόψεις που θέλουν να αντικαταστήσουν. Εδώ λοιπόν προκύπτει το εξής παράδοξο: μια πολιτικοποιημένη έρευνα να προσπαθεί να αυξήσει την αντικειμενικότητα και τη συστηματικότητα της επιστήμης. Τρία φεμινιστικά επιστημολογικά προγράμματα, σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση που πρωτοεπιχείρησε η Sandra Harding, στο βιβλίο της Τhe Science Question in Feminism (Harding 1986), θέτουν ως στόχο τους να αντικαταστήσουν τις παραδοσιακές θεωρίες γνώσης. Οι διαφορετικές αυτές προσεγγίσεις αντανακλούν τις ποικίλες επιστημολογικές προσεγγίσεις, καθώς και τις διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες στο χώρο της επιστημολογίας γενικότερα και των σπουδών φύλου και του φεμινιστικού κινήματος, που είχαν την αρχή τους στη συζήτηση που άνοιξε επί του ζητήματος από τη δεκαετία του 1960 και συνεχίζεται μέχρι σήμερα, με την ανάδυση ολοένα και νεότερων προβληματικών. Οι φεμινιστές φιλόσοφοι ενδιαφέρονται για τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό φύλο ιεραρχεί τα γνωστικά αντικείμενα, και στοχεύουν να εξηγήσουν πώς θα υπερνικηθούν οι ανεπάρκειες στη γνώση, στους γνώστες, στην αντικειμενικότητα, και την επιστημονική μεθοδολογία, να εξηγήσουν γιατί η είσοδος των γυναικών και των φεμινιστών επιστημόνων μέσα σε διαφορετικούς ακαδημαϊκούς επιστημονικούς κλάδους έχει παραγάγει νέα ερωτήματα, θεωρίες και μεθόδους, να επιδείξουν τον τρόπο με τον οποίο το κοινωνικό φύλο έχει διαδραματίσει έναν αιτιώδη ρόλο σε αυτούς τους μετασχηματισμούς και να υπερασπίσουν την άποψη ότι οι αλλαγές αυτές θα επιφέρουν κοινωνική και γνωστική πρόοδο (Anderson 1995: 27-28). Στη συνέχεια, θα αναφερθούν οι αρχές των τριών φεμινιστικών επιστημολογικών προγραμμάτων (φεμινιστικός εμπειρισμός, φεμινιστική σκοπιά, φεμινιστικός μεταμοντερνισμός) και οι κριτικές που τους ασκούνται.

Φεμινιστικός εμπειρισμός (Feminist empiricism)

Βασική αρχή του φεμινιστικού εμπειρισμού είναι η παραδοχή ότι ο ανδροκεντρισμός και οι έμφυλες διακρίσεις είναι κοινωνικές προκαταλήψεις, οι οποίες, ωστόσο, είναι δυνατόν να αρθούν με την αυστηρή προσήλωση στους κανόνες της επιστημονικής έρευνας. Τα κινήματα για την κοινωνική απελευθέρωση έχουν καταστήσει δυνατή την εξάλειψη των προκαταλήψεων που ορθώνουν εμπόδια στην επιστημονική έρευνα. Προκαταλήψεις που, δυστυχώς, έως τώρα έχουν διαβρώσει και εν τέλει συσκοτίσει τη γνώση και τη μέθοδο παρατήρησης. Σύμφωνα με τον φεμινιστικό εμπειρισμό, το φεμινιστικό κίνημα έχει προσφέρει την ευκαιρία για εναλλακτική προσέγγιση της γνώσης, πέρα από τις ανδροκεντρικές προκαταλήψεις, αλλά και για την ενασχόληση με τις επιστήμες περισσότερων γυναικών που μπορούν να διακρίνουν καλύτερα τέτοιου είδους προκαταλήψεις, άρα και να τις ανατρέψουν. Η λύση που κυρίως προτείνεται είναι στο επίπεδο της αύξησης της γυναικείας συμμετοχής, κυρίως εντός θεσμικών πλαισίων, ερευνητικών και εκπαιδευτικών, και στο επίπεδο των διοικητικών αποφάσεων. Αυτού του είδους η λύση στο επιστημολογικό παράδοξο που προαναφέρθηκε είναι βέβαια πολύ ελκυστική, μεταξύ άλλων επειδή δεν σημαίνει αμφισβήτηση ούτε εκ βάθρων αλλαγή των δεδομένων και παραδοσιακών μεθοδολογικών κανόνων των επιστημών. Ουσιαστικά, λοιπόν, δεν αμφισβητούνται οι συγκροτητικές αρχές των επιστημών, παρά μόνο αυτό που θεωρείται «κακή επιστήμη», δηλαδή η λανθασμένη εφαρμογή των επιστημονικών αρχών. Γεγονός που σημαίνει ότι το πρόγραμμα του φεμινιστικού εμπειρισμού, από τη στιγμή που δεν απειλεί τις θεμελιώδεις αρχές συγκρότησης των επιστημών, μπορεί πολύ πιο εύκολα να γίνει αποδεκτό ως σύνολο διορθωτικών προτάσεων. Το επιστημολογικό πρόγραμμα του φεμινιστικού εμπειρισμού αφήνει περιθώρια για αρκετές κριτικές, οι περισσότερες από τις οποίες αφορούν το ζήτημα της αντικειμενικότητας στην επιστήμη, φλέγον επιστημολογικό ζήτημα. Η κύρια κριτική επικεντρώνεται στο ότι ο φεμινιστικός εμπειρισμός προβάλλει ως μία από τις αρχές του ότι οι φεμινιστές και οι φεμινίστριες ερευνητές μπορούν να καταλήξουν σε αντικειμενικότερα συμπεράσματα από τους υπολοίπους, αφού είναι σε θέση να διακρίνουν τις προκαταλήψεις που λειτουργούν ανασταλτικά. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός έρχεται σε σύγκρουση με τον εμπειρισμό καθ’ εαυτό, αφού η λύση που προτείνει υπονομεύει τις ίδιες τις αρχές του, σύμφωνα με τις οποίες η κοινωνική ταυτότητα του ερευνητή οφείλει να είναι ανεξάρτητη από την έρευνα (τα ερωτήματα και τα συμπεράσματά της) ενώ η ίδια η επιστημονική έρευνα μπορεί να εξαλείφει τις προκαταλήψεις, αφού ο φορέας της είναι δυνατόν να φέρει μια σειρά διαφορετικές ταυτότητες, φυλετικές και έμφυλες. Μια δεύτερη κριτική που ασκείται στον φεμινιστικό εμπειρισμό αφορά τον ισχυρισμό του ότι η επιστημονική μέθοδος μπορεί να κατακτήσει προοδευτικά περισσότερη αντικειμενικότητα, αντίληψη που ωστόσο δεν είναι κοινά αποδεκτή, σύμφωνα με τις σύγχρονες επιστημολογικές και ιστοριογραφικές απόψεις. Στην αντικειμενικότητα της επιστήμης, αντίθετα, έχουν συμβάλει περισσότερο τα κινήματα κοινωνικής απελευθέρωσης με τα ερωτήματα και τις ενστάσεις που έθεσαν όσον αφορά τη λειτουργία και τις αρχές της, παρά οι παραδοσιακές επιστημονικές μέθοδοι. Τέτοιες επιδράσεις στην ίδια την επιστήμη κατά την S. Harding είχαν στη Δύση π.χ. οι αστικές επαναστάσεις του 17ου και του 18ου αιώνα, οι προλεταριακές επαναστάσεις του 19ου και του 20ού αιώνα ή οι αντιαποικιακές εξεγέρσεις επίσης του 20ού αι. (Harding 1986: 25). Επιπλέον, γνωρίζοντας πλέον ότι οι ρίζες των ανδροκεντρικών προκαταλήψεων στο χώρο των επιστημών εντοπίζονται στις υποθέσεις εργασίας κι όχι μόνο στα ερευνητικά αποτελέσματα, είναι προφανές το πρόβλημα που δημιουργείται με την αντίληψη του εμπειρισμού, σύμφωνα με την οποία το ενδιαφέρον του ερευνητή επικεντρώνεται στο στάδιο της απόδειξης των θεωριών. Το πρόγραμμα του εμπειρισμού λοιπόν αφήνει εκτός συζήτησης το σημαντικό ζήτημα των ερευνητικών υποθέσεων, που αποτελούν ισχυρό παράγοντα έμφυλων −και όχι μόνο− προκαταλήψεων.

Φεμινιστική σκοπιά (feminist standpoint)

Το επιστημολογικό πρόγραμμα της φεμινιστικής σκοπιάς εδράζεται στη σκέψη του Hegel για τη σχέση αφέντη-σκλάβου, όπως έχει προσληφθεί και αναλυθεί στα έργα των Marx, Engels και Lukacs. Η μαρξική αυτή θέση υποστηρίζει ότι τα μέλη των κοινωνικά καταπιεσμένων τάξεων έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν την κοινωνική πραγματικότητα σε επίπεδο ταξικών σχέσεων εναργέστερα απ’ ό,τι τα μέλη των κυρίαρχων τάξεων. Η φεμινιστική σκοπιά, υιοθετώντας αυτό το μαρξικό σχήμα, προχωρεί παραπέρα και υποστηρίζει ότι η θέση των ανδρών, ως κυρίαρχη στους εκάστοτε κοινωνικούς σχηματισμούς, τους οδηγεί σε μια αποσπασματική και διαστρεβλωμένη αντίληψη της κοινωνικής πραγματικότητας, ενώ οι γυναίκες, αντίθετα, ως κυριαρχούμενες έχουν τη δυνατότητα πληρέστερης κατανόησης της σύνολης εικόνας. Ο φεμινισμός και το γυναικείο κίνημα παρέχει το θεωρητικό υπόβαθρο και το κίνητρο για έρευνα και πολιτική πάλη, τα οποία μπορούν να μετατρέψουν τη γυναικεία προοπτική σε κυρίαρχη σκοπιά, μια θέση που τόσο ηθικά όσο και επιστημονικά είναι επιχειρησιακότερη για την ερμηνεία της φύσης και της κοινωνίας. Οι φεμινιστικές κριτικές των κοινωνικών και φυσικών επιστημών, διατυπωμένες είτε από άνδρες είτε από γυναίκες, εδράζονται σε καθολικά χαρακτηριστικά της γυναικείας εμπειρίας, όπως προσλαμβάνονται από τη φεμινιστική προοπτική. Η λύση στο πρωταρχικό επιστημολογικό παράδοξο που προτείνει η φεμινιστική σκοπιά, ενώ αποφεύγει τους σκοπέλους που αντιμετωπίζει ο εμπειρισμός, εγείρει μια σειρά άλλων προβλημάτων, το σημαντικότερο από τα οποία είναι το κατά πόσο μπορεί να θεωρηθεί ότι υπάρχει μία και μοναδική γυναικεία σκοπιά, εφόσον η γυναικεία κοινωνική εμπειρία εξαρτάται από ποικίλους παράγοντες, ταξικούς, φυλετικούς και πολιτισμικούς. Πιθανόν, λοιπόν, να αποδίδεται μία συγκεκριμένη δομή στην πραγματικότητα, η οποία καθορίζεται από την παγκοσμιοποιημένη οπτική της κυρίαρχης ομάδας. Σε αυτό το σημείο εστιάζεται η κριτική που ασκείται στο πρόγραμμα της φεμινιστικής σκοπιάς από την πλευρά του ρεύματος του φεμινιστικού μεταμοντερνισμού. Ωστόσο, το αν αυτό ισχύει, αν δηλαδή το πρόγραμμα της φεμινιστικής σκοπιάς δεν αμφισβητεί τη σχέση μεταξύ γνώσης και ισχύος, είναι ένα ανοιχτό ερώτημα (Harding 1986: 27).

Φεμινιστικός μεταμοντερνισμός (feminist postmodernism)

Το πρόγραμμα του φεμινιστικού μεταμοντερνισμού αμφισβητεί τις επιστημολογικές βάσεις των δύο προαναφερθέντων προγραμμάτων, ακόμη κι αν στοιχεία του σκεπτικισμού που τον διακρίνει υιοθετούνται κι από αυτά. Ακολουθώντας μια σειρά στοχαστών, όπως οι Derrida, Foucault, Lacan, Rorty, Cavell, Feyerabend, Wittgenstein κ.ά., κι επηρεασμένοι από διανοητικά ρεύματα όπως η σημειωτική, η αποδόμηση, η ψυχανάλυση, ο στρουκτουραλισμός, η αρχαιολογία (με την έννοια που δίνει στον όρο ο M. Foucault (Foucault 1969)) και ο [μηδενισμός], οι φεμινιστές διακρίνονται από έναν βαθύ σκεπτικισμό όσον αφορά παγκοσμιοποιούμενους ισχυρισμούς για την ισχύ, τη φύση και τη δύναμη του ορθολογισμού, της προόδου, της επιστήμης, της γλώσσας και της συγκρότησης του υποκειμένου/εαυτού (το υποκείμενο που έχει συναίσθηση της ταυτότητάς του), ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει μελετητές όπως η J. Butler (Butler 1990). Μία από τις βασικές παραδοχές του προγράμματος αυτού είναι ο κατακερματισμός των ταυτοτήτων που προκαλεί ο σύγχρονος τρόπος ζωής. Η αποδοχή, όμως, της ύπαρξης κατακερματισμένων ταυτοτήτων αποτελεί γόνιμο έδαφος έρευνας ειδικά για τους φεμινιστές, αφού ανατρέπει την ασφάλεια μιας συγκεκριμένης κυρίαρχης ταυτότητας, αυτής του «ανθρώπου» (δηλαδή του «άνδρα»), και στρέφει το ενδιαφέρον στη συγκρότηση των επιμέρους (π.χ. μαύρη φεμινίστρια, σοσιαλίστρια φεμινίστρια, έγχρωμη κ.ο.κ.), άρα και στους μηχανισμούς συγκρότησής τους, οπότε και στην πολιτική που τις προκαλεί. Η διερεύνηση αυτών των πολιτικών μπορεί, κατά τους μεταμοντέρνους φεμινιστές, να αποδομήσει τη φαντασιακή ταυτότητα του «ανθρώπου» και να προκαλέσει τελικά την αμφισβήτηση των διαστρεβλώσεων που παράγονται εξ αυτής. Το ρεύμα του φεμινιστικού μεταμοντερνισμού θέτει μια σειρά νέων ζητημάτων. Το πιο σημαντικό από αυτά αφορά (και αποτελεί το κύριο σημείο της κριτικής που ασκείται στο συγκεκριμένο ρεύμα) το κατά πόσο μπορεί κανείς να αποφασίσει αν υπάρχει η ανάγκη «μιας αληθινής φεμινιστικής ιστορίας της πραγματικότητας», παρά τη στενή σχέση μεταξύ της σύγχρονης επιστήμης και έμφυλων, φυλετικών, ρατσιστικών, ταξικών και ιμπεριαλιστικών κοινωνικών προγραμμάτων.


Ζητήματα για διερεύνηση

Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει ότι υπάρχουν αντικρουόμενες και ποικίλες τάσεις στον τομέα της φεμινιστικής επιστημολογίας, και η καθεμία από αυτές έχει τα δικά της προβληματικά σημεία, καθώς και τις δικές της προσεγγίσεις όσον αφορά ζητήματα που αφορούν τη συγκρότηση των φύλων, των φυλών και των τάξεων. Παρόλα αυτά, κρίνεται σημαντική η συνεισφορά τους, στο πλαίσιο μιας σειράς κοινωνικών κινημάτων, όσον αφορά την ανάδειξη των σύγχρονων αντιφάσεων στα ζητήματα της ταυτότητας, της γνώσης, της επιστήμης. Αν θεωρηθεί ότι, όπως τονίζει η Fox-Keller, όταν κατανοήσει κανείς τον τρόπο με τον οποίο η επιστήμη αφ’ εαυτή συνδέεται με μυθολογίες και ανάρμοστες δεσμεύσεις, τότε μπορεί και να προσπαθήσει για τη δυνατότητα άρθρωσης λόγου πιθανόν λιγότερου βεβαρημένου από τέτοιες εμπλοκές (Fox Keller 1985: 93). Κι εδώ είναι πολύ σημαντική η άποψη της Sandra Harding (Harding 1986: 29), ότι το ζήτημα που πρωτοτέθηκε ως το γυναικείο ερώτημα στην επιστήμη σήμερα μεταβάλλεται σε ερώτημα περί επιστήμης στο φεμινισμό, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε πολύ πιο ριζοσπαστικές προσεγγίσεις της πραγματικότητας.


Εσωτερικές συνδέσεις

Φύλο και φυσικές επιστήμες

Φύλο και μαθηματικά


Εξωτερικές συνδέσεις

Anderson, Elizabeth, "Feminist Epistemology and Philosophy of Science", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Spring 2009 Edition), Edward N. Zalta (ed.), URL = <http://plato.stanford.edu/archives/spr2009/entries/feminism-epistemology/>.

http://www.aacu.org/publications/pdfs/faq1.pdf Copyright 1999 From Frequently Asked Questions About Feminist Science Studies by the Association of American Colleges and Universities. Reproduced by permission of AAC&U.


Βιβλιογραφικές αναφορές

Anderson, E. (1995). "Knowledge, Human Interests, and Objectivity in Feminist Epistemology”. Philosophical Topics, 23: 27-58

Αβδελά Έ. (2003). «Ιστορία του φύλου στην Ελλάδα: από τη διαταραχή στην ενσωμάτωση;». Συνέδριο «Το φύλο, τόπος συνάντησης των επιστημών: ένας πρώτος ελληνικός απολογισμός». Μυτιλήνη: Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Μυτιλήνη, 11-12.10.2003 (http://www.aegean.gr/gender-postgraduate/documents/Praktika_Synedriou/%CE%9A%CE%B5%CE%AF%CE%BC%CE%B5%CE%BD%CE%BF%20%CE%91%CE%B2%CE%B4%CE%B5%CE%BB%CE%AC.pdf.)

Bordo, S. (1990). The Flight to Objectivity: Essays on Cartesianism and Culture, Albany: SUNY Press

Butler, J. (1990). Gender trouble. Feminism and the Subversion of Identity. New York: Routledge, Chapman & Hall

Foucault, M. (1969). L’archeologie du savoir. Paris: Gallimard

Fox Keller, E. (1985). Reflections on Gender and Science. New Haven and London: Yale University Press

Harding, S. (1986). The Science Question in Feminism. Ithaca and London: Cornell University Press

Harding, S. (2006). «Θα μπορούσαν ποτέ οι γυναίκες να είναι νεωτερικές; Ζητήματα επιστήμης και τεχνολογίας». Κριτική επιστήμη και εκπαίδευση, 3: 3-12

Hekman, S. (1990). Gender and Knowledge: Elements of a Postmodern Feminism. Boston: Northeastern University Press

Κατσιαμπούρα, Γ. (2008). «Το φύλο στην ιστορία των επιστημών». Στο Σκορδούλης Κ. (επιμ.), Ιστορία και φιλοσοφία των επιστημών της φύσης. Αθήνα: Τόπος, 151-163

Lloyd, G. (1984). The Man of Reason: “Male” and “Female” in Western Philosophy. Minneapolis: University of Minnesota Press

Merchant, C. (1983). The Death of Nature. Women, Ecology and the Scientific Revolution. San Francisco: Harper Collins

Oakley, A. (1972). Sex, Gender and Society. London: Temple Smith

Ρεντετζή, Μ. (2008). «Φύλο και φυσικές επιστήμες: έμφυλα στερεότυπα και εκπαιδευτικές στρατηγικές υπονόμευσής τους». Στο Σκορδούλης Κ. (επιμ.), Ιστορία και φιλοσοφία των επιστημών της φύσης. Αθήνα: Τόπος, 129-150

Schiebinger, L. (2006). Ο νους δεν έχει φύλο;. Αθήνα: Κάτοπτρο

Shapin, S. (2003). Η Επιστημονική Επανάσταση. Αθήνα: Κάτοπτρο

--Ειδική βιβλιογραφία--

Alcoff, L., Potter, E. (eds) (1993). Feminist Epistemologies. New York: Routledge

Fox Keller, E., Longino, H. (eds) (1990). Feminism and Science. New York: Oxford University Press

Klee, R. (1997). Introduction to the philosophy of science. New York: Oxford University Press

Longino, H. (1990). Science as Social Knowledge. Princeton: Princeton Univ. Press