Φύλο και ψυχολογία

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Φύλο και ψυχολογία (Gender Psychology)

Συγγραφέας:Ηρακλής Γρηγορόπουλος
Βιβλιογραφία
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Σχόλια Επιμελήτριας

Ηρακλής Γρηγορόπουλος


Η έννοια του φύλου είναι σήμερα πολύπλοκη και έχει οριστεί με πολλούς διαφορετικούς τρόπους από την ψυχολογία. Άλλοι την έχουν ορίσει ως προσωπικά χαρακτηριστικά συνδεδεμένα με τη βιολογία και το σώμα ή ως το αποτέλεσμα μιας διαπροσωπικής σχέσης ή ως ένα τύπο κοινωνικής οργάνωσης ή ως μια κοινωνική ιδεολογία. Άλλοι ως αποτέλεσμα της γλώσσας που χρησιμοποιούμε για να περιγράφουμε τα φύλα ή ως τη βάση κατανομής κοινωνικής εξουσίας ή ως αποτέλεσμα μαθημένης συμπεριφοράς ( Αρσέλ, 2008: σελ. 26) Η εμπειρική ψυχολογική έρευνα για το φύλο ξεκινά με τη μελέτη της διχοτομίας των χαρακτηριστικών της προσωπικότητας. Από το 1890, οι ψυχολόγοι μετρούν τα διάφορα χαρακτηριστικά με τεστ και κλίμακες και συγκρίνουν τα αποτελέσματα των μετρήσεων για τις γυναίκες με αυτά για τους άνδρες. Το σύνολο αυτής της έρευνας, γνωστό ως «έρευνα για τη βιολογική έμφυλη διαφορά», είναι τεράστιο. Οι ψυχολόγοι Maccoby & Jackson (1974) στο έργο τους, «Η ψυχολογία των διαφορών του φύλου», μελέτησαν πάνω από 1400 δημοσιευμένες μελέτες σε σχέση με ένα σύνολο ανθρώπινων δραστηριοτήτων, γνωστικών λειτουργιών, προσωπικών χαρακτηριστικών και κοινωνικών συμπεριφορών. Τουλάχιστον ο ίδιος αριθμός νέων ερευνών έχει δημοσιευτεί από τότε μέχρι το τέλος του 20ου αιώνα. Η έμφυλη διαφορά είναι ένα από τα θέματα που έχει ερευνηθεί περισσότερο από κάθε άλλο στην ψυχολογία (Connell, 2006). Συνοψίζοντας τα ευρήματα τους οι Maccoby & Jackson (1974) κατέληξαν σε έναν κατάλογο «αβάσιμων πεποιθήσεων για τις έμφυλες διαφορές»[1]. Το ξεκίνημα αυτής της έρευνας περιγράφεται στη μελέτη της Rosalind Rosenberg, Beyond Separate Spheres (1982), σύμφωνα με την οποία η πρώτη γενιά ψυχολόγων ερευνητριών/τών βρήκε, αντίθετα με την επικρατούσα βικτοριανή αντίληψη, ότι οι πνευματικές ικανότητες των ανδρών και των γυναικών ήταν λίγο- πολύ ίδιες. Μετέπειτα προσπάθειες να βρεθούν έμφυλες διαφορές σε αυτό το πεδίο δεν κατέληξαν πουθενά (Halpern & Lamay, 2000). Mετά από εκατό χρόνια έρευνας πάνω στις έμφυλες διαφορές, το αδιαφιλονίκητο συμπέρασμα είναι ότι οι άνδρες και οι γυναίκες δεν είναι καθόλου διαφορετικοί σε μια μεγάλη ποικιλία χαρακτηριστικών που εξετάστηκαν από την ψυχολογία. Το βασικό εύρημα είναι ότι οι γυναίκες και οι άνδρες είναι ψυχολογικά πολύ όμοιοι, ως ομάδες (Connell, 2006). Οι ψυχολόγοι, σήμερα, διακρίνουν και καταγράφουν τη διαφορά ανάμεσα στο βιολογικό φύλο [sex] και στο κοινωνικό φύλο [gender] ενός ανθρώπου (Turner, 1998). Tο βιολογικό φύλο είναι ένα ορατό και συνήθως μόνιμο χαρακτηριστικό, το οποίο αποκτά κανείς με τη γέννηση του και αναφέρεται στα αναπαραγωγικά όργανα και στις λειτουργίες του άνδρα και της γυναίκας, δηλαδή στις ορμόνες και στα φυσιολογικά χαρακτηριστικά που καθορίζονται με τη γέννηση (Doyle, 1985). Το κοινωνικό φύλο [gender] αναφέρεται σε κοινωνικά, πολιτισμικά και ψυχολογικά χαρακτηριστικά, στερεότυπα[2] και ρόλους των φύλων, οι οποίοι θεωρούνται τυπικοί και επιθυμητοί για αυτούς που η κοινωνία καθορίζει πλέον ως «γυναίκες» ή «άνδρες» (Doyle, 1985). Η διάκριση αυτή είναι πολύ σημαντική, καθώς συχνά υποθέτουμε, εσφαλμένα, ότι οι πολιτισμικές νόρμες του ανδρισμού και της θηλυκότητας είναι φυσιολογικές, δηλαδή καθορίζονται άμεσα από τη βιολογία (Turner, 1998). Ακολουθεί μια συνοπτική παρουσίαση των σημαντικότερων ψυχολογικών προσεγγίσεων για την ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου [gender identity][3].


  1. psixanalitiki_theoria

Η Ψυχαναλυτική Θεωρία

Σύμφωνα με το Freud κάθε ένας από εμάς- από τη γέννηση του- είναι πρωταρχικά αμφισεξουαλικός, εφόσον κληρονομεί σε διάφορες αναλογίες βιολογικά χαρακτηριστικά και από τα δύο φύλα. Η φροϋδική θεωρία, αν και ερμηνεύει την ταύτιση με το γονέα του ίδιου φύλου μέσα από διαφορετικές διαδικασίες για τα κορίτσια και τα αγόρια, το αποτέλεσμα είναι η ταύτιση με τα χαρακτηριστικά του ομόφυλου γονέα (Doyle, 1985) Η περίοδος των έξι πρώτων χρόνων είναι πολύ σημαντική για την ψυχοσεξουαλική ισορροπία του παιδιού και ειδικότερα η περίοδος μεταξύ τριών και έξι ετών οπότε και διανύεται το πιο κρίσιμο στάδιο της ψυχοσεξουαλικής ανάπτυξης [psychosexual stages][4]: το φαλλικό στάδιο [phallic stage], στο οποίο προεξάρχει το ονομαζόμενο Οιδιπόδειο σύμπλεγμα [Oedipal complex], κατά το οποίο το αγόρι, στην ηλικία αυτή, αναπτύσσει ερωτικά συναισθήματα απέναντι στη μητέρα του και αντιμετωπίζει τον πατέρα του ως αντίζηλο. Αυτό έχει ως συνέπεια να θεωρεί τον πατέρα του ως απειλή, διότι φοβάται ότι ο πατέρας του πιθανόν να του αφαιρέσει το πέος για να το τιμωρήσει. Ο φόβος αυτός ονομάστηκε «άγχος ευνουχισμού»[castration anxiety] και επιτείνεται όταν το αγόρι διαπιστώνει ότι τα κορίτσια δεν διαθέτουν το αντίστοιχο γεννητικό όργανο και υποθέτει ότι τα έχουν ήδη ευνουχίσει. Το αποτέλεσμα είναι να συμπεράνει ότι ποτέ δε θα καταφέρει να κατακτήσει τη μητέρα και καταπιέζει την επιθυμία του για αυτήν. Στρέφεται, λοιπόν, προς, (ταυτίζεται με) τον πατέρα, μειώνοντας κατά αυτό τον τρόπο και το άγχος ευνουχισμού. Η ταύτιση αυτή εκτός από την ανάπτυξη ανδρικών χαρακτηριστικών, περιλαμβάνει και την ανάπτυξη του υπερεγώ [Super ego][5] (Hargreaves, 1986). Ο Freud θεωρούσε ότι η απόκτηση της ταυτότητας φύλου είναι ακόμη πιο περίπλοκη και πιο αντιφατική για το κορίτσι (Doyle, 1985) το οποίο ήδη νιώθει «ευνουχισμένο» και επομένως δεν αισθάνεται κανέναν ιδιαίτερο φόβο που θα το αναγκάσει να ταυτιστεί με τη μητέρα του και να επιλύσει το αντίστοιχο για τα κορίτσια σύμπλεγμα της Ηλέκτρας [Electra complex]. Κατά τον ίδιο, η έλλειψη πέους δημιουργεί στις γυναίκες αισθήματα κατωτερότητας και περιφρόνησης του φύλου τους (Lips, 1988). Αρχικά, λοιπόν, το κορίτσι ταυτίζεται με τη μητέρα, αλλά όταν ανακαλύπτει ότι η μητέρα στερείται πέους, προσπαθεί να μετατοπίσει αυτή την ταύτιση προς τον πατέρα. Ο πατέρας ενισχύει τη γυναικεία συμπεριφορά της κόρης, αυξάνοντας έτσι την ελκυστικότητα της μητέρας, η οποία προσφέρεται ως πρότυπο θηλυκότητας. Το κορίτσι αναγκάζεται να αποκαταστήσει τη σχέση με τη μητέρα της, προσπαθώντας να υιοθετήσει και να αναπτύξει γυναικείες συμπεριφορές, οι οποίες θα την κάνουν ελκυστική σε άλλους άνδρες. Τελικά, σύμφωνα πάντα με τις απόψεις του Freud, επειδή τα κορίτσια, σε αντίθεση με τα αγόρια, δεν έχουν ισχυρό κίνητρο φόβου για να επιλύσουν το ερωτικό σύμπλεγμα με το γονέα του αντίθετου φύλου και να ταυτιστούν με το γονέα του ίδιου φύλου, αναπτύσσουν διαφορετικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά (Lips, 1988)[6]. Η σύγχρονη φεμινιστική σκέψη αμφισβήτησε τη φροϋδική θεωρία, υποστηρίζοντας ότι είναι ουσιοκρατική, εγγενώς ανδροκρατική και συνεπώς σεξιστική, καθώς δίνει έμφαση στις βιολογικές έναντι των κοινωνικών σχέσεων και εκλαμβάνει τα ανδρικά χαρακτηριστικά ως ψυχαναλυτική κανονικότητα. Επίσης, κριτική δέχθηκε διότι παραβλέπει την επίδραση ποικίλων θεσμών έμφυλης κοινωνικοποίησης (οικογένειας, σχολείου, ομάδων συνομηλίκων) και εστιάζει αποκλειστικά στην πυρηνική οικογένεια και στην ανατομία των ανδρικών γεννητικών οργάνων και συνεπώς στην αξία που αποδίδει σε αυτά η πατριαρχική δομή οργάνωσης των δυτικών κοινωνιών (Πολίτης, 2006 σελ. 32). Η Sayers (1987) αναφέρει ότι ο Freud εξίσωσε τις ανατομικές διαφορές των φύλων με σχέσεις ανωτερότητας και κατωτερότητας, οι οποίες δε βασίζονται στη βιολογία αλλά στην κοινωνία. Η θεωρία αποτελεί μια ανδροκεντρική οπτική της ανάπτυξης, η οποία υποστηρίζει ότι τα παιδιά ανακαλύπτουν τις διαφορές των φύλων σε σχέση με την παρουσία ή την απουσία του πέους. Επιπλέον, περιγράφοντας τα χαρακτηριστικά της θηλυκότητας ως σταθερά στοιχεία στη δομή προσωπικότητας, η ψυχαναλυτική θεωρία λειτουργεί ως ιδεολογική ενίσχυση για την καταπίεση των γυναικών (Δεληγιάννη, 1994).

Θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης [Social Learning Theory]

Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης προτείνει ότι τα κορίτσια μαθαίνουν να είναι «γυναίκες» και τα αγόρια «άνδρες» μέσα από τις παρακάτω βασικές διαδικασίες:

α) λαμβάνουν ανταμοιβές ή τιμωρίες για συγκεκριμένες συμπεριφορές, σχετικές με το φύλο τους. Για παράδειγμα, τα αγόρια μαθαίνουν να συμπεριφέρονται σαν άνδρες και τα κορίτσια σαν γυναίκες, επειδή ακριβώς η κατάλληλη για το φύλο τους συμπεριφορά επιβραβεύεται, ενισχύεται δηλαδή θετικά, ενώ η ακατάλληλη για το φύλο τους συμπεριφορά τιμωρείται ή αγνοείται, ενισχύεται δηλαδή αρνητικά και

β) παρατηρούν και μιμούνται τη συμπεριφορά άλλων, ειδικά του γονέα του ίδιου φύλου. Για παράδειγμα τα παιδιά παρατηρούν τις συμπεριφορές των γονιών τους, των δασκάλων τους, άλλων παιδιών και τις, διαφορετικές ανάμεσα στα δύο φύλα συμπεριφορές που υπάρχουν στα βιβλία, στα παιχνίδια και στην τηλεόραση.

Έτσι, μέσα από την αλληλεπίδραση με το οικογενειακό και το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, το παιδί παίρνει πληροφορίες σχετικά με τη συμπεριφορά του άνδρα και της γυναίκας και αντιλαμβάνεται ποιες είναι οι "γυναικείες" και ποιες οι "ανδρικές" συμπεριφορές (Bandura, 1989, Doyle, 1985). Καθώς το περιβάλλον υπενθυμίζει συνεχώς στο παιδί ότι είναι αγόρι ή κορίτσι και το ενισχύει αντίστοιχα να ασχολείται με «ανδρικές» ή «γυναικείες» δραστηριότητες, σταδιακά το παιδί μαθαίνει να σκέφτεται για τον εαυτό του ότι είναι αγόρι ή ότι είναι κορίτσι. Επομένως, μέσα από την παρατήρηση, τη μίμηση και την ενίσχυση, η διαμόρφωση του κατάλληλου ρόλου του φύλου [gender role][7] προηγείται και προετοιμάζει το έδαφος για την απόκτηση της ταυτότητας του φύλου (Lips, 1988). Η θεωρία της κοινωνικής μάθησης συνέβαλε στην "αποφυσιοποίηση" των έμφυλων ρόλων, μετατρέποντας τις διαφορές φύλου σε κοινωνικό, από οντολογικό ζήτημα. Οι έμφυλες διαφορές της προσωπικότητας και της συμπεριφοράς, για τη θεωρία αυτή, δεν αποτελούν συνέπεια της ανατομικής κατασκευής των φύλων αλλά της διαφορετικής κοινωνικοποίησης στους έμφυλους ρόλους. Ωστόσο, εκφράζονται αμφιβολίες για το κατά πόσον η θεωρία της κοινωνικής μάθησης είναι επαρκής για να ερμηνεύσει τη διαμόρφωση του ρόλου του φύλου στο σύνολο της. Ένα μειονέκτημα της θεωρίας αυτής είναι ότι δεν εξηγεί την επίδραση της επίγνωσης που έχει το ίδιο το παιδί για το φύλο του (Turner, 1998 ). Σύμφωνα με τη Sayers (1987), η θεωρία αδυνατεί να ορίσει την προέλευση των στερεοτύπων για τα δύο φύλα και τις αιτίες για τις οποίες ορισμένες δραστηριότητες θεωρήθηκαν τυπικές για το ένα ή το άλλο φύλο. Αμφιβολίες διατυπώνονται, επίσης, για το εάν η ενίσχυση παίζει τόσο σημαντικό ρόλο, όσο υποστηρίζει η θεωρία της κοινωνικής μάθησης, η οποία αντιμετωπίζει τα παιδιά ως παθητικούς δέκτες, τη στιγμή που η κοινωνικοποίηση θεωρείται σήμερα μια σύνθετη και αλληλεπιδραστική διαδικασία (Lips, 1988).

Γνωστική-αναπτυξιακή θεωρία [Cognitive Development theory]

Η γνωστική- αναπτυξιακή θεωρία δίνει έμφαση στο πώς μαθαίνουμε μέσα από τις διεργασίες της ανάπτυξης να αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Ο κυριότερος εκπρόσωπος της θεωρίας αυτής, ο Kohlberg (1966 στο Hargreaves, 1986), θεωρεί ότι η ταυτότητα φύλου είναι η πρώτη σημαντική κατηγοριοποίηση που κάνουν τα παιδιά στη διεργασία ανάπτυξης και εξέλιξης της γνωστικής τους οργάνωσης. Μόλις τα παιδιά επιτύχουν αυτή την κατηγοριοποίηση, αρχίζουν να έχουν ως πρότυπο μίμησης τον γονέα του ίδιου φύλου, γιατί αυτόν το γονέα θεωρούν ότι ανήκει στην ίδια με αυτά κατηγορία φύλου, κάτι που συμβαίνει και με τους ομόφυλους συνομηλίκους. Σύμφωνα με τη γνωστική αναπτυξιακή θεωρία, τα παιδιά πρώτα αποκτούν επίγνωση ότι υπάρχουν δύο κατηγορίες ανθρώπων- γυναίκες και άνδρες- και ότι τα ίδια ανήκουν σε μια από αυτές τις κατηγορίες και ύστερα παρατηρούν και μιμούνται τους άλλους, που ανήκουν στο ίδιο με αυτά φύλο (Hargreaves, 1986). Τα παιδιά, λοιπόν, με ενεργητικό τρόπο επεξεργάζονται πληροφορίες που καταλήγουν στη μάθηση συμπεριφορών που είναι "σωστές" για άνδρες και των αντίστοιχων που είναι "σωστές" για γυναίκες. Επομένως, σχηματίζουν εικόνες στο μυαλό τους για το πώς πρέπει να συμπεριφερθούν. Αυτές οι εικόνες ονομάζονται σχήματα φύλου [gender schemas][8] και λειτουργούν, για να δομήσουν την αυτοεικόνα τους και τη σύστοιχη συμπεριφορά τους (Matlin, 2000). Ο Kohlberg υποστήριξε ότι τα παιδιά αναπτύσσουν και κατανοούν την ταυτότητα του φύλου τους σε τρία στάδια (Doyle, 1985):

1) Αρχικά τα παιδιά αναγνωρίζουν [gender labeling] ότι είναι κορίτσια ή αγόρια. Δεν αντιλαμβάνονται ακόμη ότι το φύλο αποτελεί ένα αναλλοίωτο και σταθερό χαρακτηριστικό, ανεξάρτητα από τις διαφορές της εξωτερικής εμφάνισης. Πιστεύουν ότι τα χαρακτηριστικά της εξωτερικής εμφάνισης καθορίζουν το φύλο ενός ανθρώπου.

2) Κατόπιν, τα παιδιά κατανοούν ότι το φύλο δεν αλλάζει με την πάροδο του χρόνου. Τα παιδιά σε αυτό το στάδιο γνωρίζουν ότι τα αγόρια θα γίνουν οπωσδήποτε άνδρες και τα κορίτσια γυναίκες σταθερότητα του φύλου [gender stability]).

3) Τέλος, τα παιδιά αντιλαμβάνονται ότι το φύλο παραμένει αμετάβλητο και στο χρόνο αλλά και σε διαφορετικές καταστάσεις ή συμπεριφορές μονιμότητα του φύλου [gender constancy]). Παιδιά ηλικίας 6-7 ετών που έχουν κατακτήσει αυτό το στάδιο δεν ξεγελιούνται πια από την εξωτερική εμφάνιση. Γνωρίζουν ότι το φύλο δεν επηρεάζεται από αλλαγές όπως το ντύσιμο, ή από την εκτέλεση συμπεριφορών που ανήκουν στο άλλο φύλο.

Σύμφωνα, λοιπόν, με τη θεωρία αυτή, αποκτούμε συμπεριφορές που σχετίζονται με το φύλο μέσω της κοινωνικής μάθησης. Tονίζεται, ωστόσο, η σημασία των γνωστικών διεργασιών (Bem, 1981a). Συνολικά, η θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης υποστηρίζει ότι η έμφυλη ταυτότητα αποτελεί γνωστική λειτουργία και δεν υπαγορεύεται ούτε από τη βιολογία ούτε από ψυχαναλυτικά συμπλέγματα. Κατά τη Δεληγιάννη (1994), η θεωρία της γνωστικής ανάπτυξης παρουσιάζει τα παιδιά ως ενεργητικά και δραστήρια που διαπλάθουν, αυτενεργώντας σε μεγάλο βαθμό, την προσωπικότητα τους και όχι ως παθητικούς δέκτες των επιδράσεων που προέρχονται από τον κοινωνικό περίγυρο. Η κριτική αφορά, καταρχάς, στο γεγονός ότι η θεωρία του Kohlberg για την ανάπτυξη της ταυτότητας φύλου βασίστηκε μόνο σε άνδρες. Η Gilligan (1993) υποστήριξε ότι γυναίκες και άνδρες αναπτύσσουν διαφορετικές αντιλήψεις για την ηθική, κάθε μια από τις οποίες είναι ισότιμα έγκυρη και ολοκληρωμένη. Η Sayers (1987), επίσης, τονίζει ότι η γνωστική αναπτυξιακή θεωρία παραλείπει να ερμηνεύσει τις ατομικές διαφορές στην ανάπτυξη του φύλου και να δικαιολογήσει την κρισιμότητα της απόκτησης της ταυτότητας του φύλου στην εξέλιξη του παιδιού. Η θεωρία της Κοινωνικής Μάθησης και η Γνωστική Αναπτυξιακή θεωρία τροφοδότησαν την ανάπτυξη σημαντικών θεωριών για το φύλο, όπως η θεωρία της κοινωνικής ανδρογυνίας (Bem,1974) και του σχήματος φύλου (Bem,1981a)

Θεωρία της Κοινωνικής Ανδρογυνίας [Androgyny Theory]

Με την έννοια της κοινωνικής ανδρογυνίας εννοείται ένα έμφυλο υποκείμενο, το οποίο συντίθεται από πολλαπλές ρευστές και μη αλληλοαποκλειόμενες έμφυλες ταυτότητες. Το ανδρογυνικό άτομο- το οποίο βιολογικά δεν ταυτίζεται με τον ερμαφροδιτισμό- τοποθετείται πάνω σε δύο ανεξάρτητες και μη αλληλοαποκλειόμενες κοινωνικές διαστάσεις (Θηλυκότητα- Ανδρισμός), οι οποίες μπορούν να συνδυαστούν λίγο- πολύ ή και καθόλου. Δηλαδή, ο ίδιος άνθρωπος μπορεί να έχει καθόλου, λίγο ή πολύ ανδρισμό ή και ταυτόχρονα καθόλου, λίγο ή πολύ θηλυκότητα και, συνεπώς, μπορεί να διαθέτει και να εκδηλώνει ιδιότητες και συμπεριφορές που αναφέρονται και στους άνδρες και στις γυναίκες, χωρίς τους περιορισμούς και επιταγές των έμφυλων ιεραρχήσεων και διχοτομήσεων Bem (1974). Για την ανίχνευση του τύπου ανδρογυνικής προσωπικότητας στα άτομα η Bem (1974) επινόησε το "Ερωτηματολόγιο των ρόλων των δύο φύλων" (BSRI). Το ερωτηματολόγιο όριζε τον ανδρισμό βάσει συντελεστικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας (για παράδειγμα επιθετικότητα, κυριαρχία, δύναμη) και τη θηλυκότητα βάσει εκφραστικών χαρακτηριστικών (συμπόνια, τρυφερότητα, ζεστασιά). Τα υποκείμενα μπορούσαν να επιδείξουν υψηλές βαθμολογίες σε μια κλίμακα και χαμηλές στην άλλη (για παράδειγμα, υψηλές στη θηλυκότητα και χαμηλές στον ανδρισμό) ή να παρουσιάσουν υψηλές βαθμολογίες και στην κλίμακα του ανδρισμού και στην κλίμακα της θηλυκότητας, χαρακτηριζόμενα ως ανδρογυνικά άτομα. Το ερωτηματολόγιο δίνονταν σε άτομα από τα οποία ζητούνταν να αξιολογήσουν τον εαυτό τους σε καθένα από τα συντελεστικά και εκφραστικά χαρακτηριστικά της προσωπικότητας. Με βάση την αυτοαξιολόγηση αυτή εξαγόταν μια ολική εκτίμηση του υποκειμένου, η οποία προσδιόριζε, αν ήταν ανδρογυνικού, στερεοτυπικά ανδρικού, στερεοτυπικά γυναικείου ή αδιαφοροποίητου τύπου. H Bem (1974) υποστήριξε ότι τα ανδρογυνικά άτομα είχαν καλύτερη ψυχολογική προσαρμογή ως προς τους ρόλους και τη συμπεριφορά του φύλου τους, διότι ήταν σε θέση να προσαρμοστούν καλύτερα στις διάφορες κοινωνικές και διαπροσωπικές απαιτήσεις, οι οποίες απαιτούν ποικίλες συμπεριφορές. Σύμφωνα με τη Bem (1974), τα ανδρογυνικά άτομα ήταν περισσότερο κοινωνικώς προσαρμοστικά, συμπεριφορικά εύκαμπτα, και λιγότερο επιρρεπή στην αναστολή συμπεριφορών αντίθετων με το φύλο τους Η θεωρία της κοινωνικής ανδρογυνίας διαμορφώθηκε στη δεκαετία του 1970, σε μια περίοδο κατά την οποία οι ρόλοι των φύλων άλλαζαν με γρήγορο ρυθμό και αμφισβήτησε τις παραδοσιακές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες ο "ανδρισμός" ήταν το αντίθετο της "θηλυκότητας" και ότι οι άνδρες έπρεπε απαραιτήτως να είναι ανδροπρεπείς και οι γυναίκες θηλυπρεπείς. Ωστόσο, η θεωρία της κοινωνικής ανδρογυνίας θεωρούσε ακόμα τον ανδρισμό και τη θηλυκότητα ως σταθερά και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά τα οποία οι άνθρωποι διαθέτουν σε διάφορους βαθμούς. Η Bem (1981a) αναγνώρισε στην εργασία της πάνω στα σχήματα των φύλων ότι η θεωρία της κοινωνικής ανδρογυνίας είναι ελλιπής από φεμινιστική άποψη, επειδή εξακολουθεί να προϋποθέτει ότι ανδρισμός και η θηλυκότητα είναι περισσότερο ανεξάρτητα και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και όχι απλώς νοητικές κατασκευές. Η έρευνα για την κοινωνική ανδρογυνία, επίσης, ήταν προβληματική, διότι όριζε τον ανδρισμό και τη θηλυκότητα πολύ συγκεκριμένα και περιορισμένα, σύμφωνα με τα στερεοτυπικά, για τα φύλα, χαρακτηριστικά της προσωπικότητας (Lippa, 2003).


Η Θεωρία του Σχήματος Φύλου της BEM [Bem’s Gender Schema Theory]

Η Bem τροποποίησε, εν μέρει, τη θεωρία της περί της κοινωνικής ανδρογυνίας (Bem,1981a) για τους παραπάνω λόγους, αλλά και για να συμπεριλάβει τις εξελίξεις στη Γνωστική Kοινωνική Ψυχολογία και, ειδικότερα, όσες αφορούσαν τη θεωρία των γνωστικών κοινωνικών σχημάτων. Η θεωρία αυτή περιγράφει τα σχήματα ως προβλεπτικές δομές, οι οποίες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο οι εισερχόμενες πληροφορίες γίνονται αντιληπτές, υπόκεινται σε επεξεργασία, ανακαλούνται και εξαρτώνται από την εκάστοτε διαθεσιμότητα ενός σχήματος σε ένα συγκεκριμένο άτομο. Η Bem (1981a) εισάγει την έννοια του σχηματικού και του μη σχηματικού ατόμου. Με τη λογική αυτή, ο/ η στερεοτυπικός άνδρας- γυναίκα και ο/ η μη στερεοτυπικός άνδρας-γυναίκα της προηγούμενης θεωρητικής θέσης είναι, αντίστοιχα, σχηματικοί και μη σχηματικοί. Ο διαχωριστικός παράγοντας ήταν το εάν κάποιος οργανώνει τη συμπεριφορά του με βάση το φύλο ή όχι. Η Bem (1981b) προχώρησε στην υπόθεση ότι η ταύτιση με ένα συντελεστικό ή με ένα εκφραστικό προφίλ χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων σχετίζεται με την ταυτότητα φύλου (αντίστοιχα άνδρας- γυναίκα) και τελικά με το σχήμα φύλου. Θεώρησε ότι το "Ερωτηματολόγιο των ρόλων των δύο φύλων" (BSRI) ήταν μια εφαρμόσιμη μέτρηση της σχηματικότητας του φύλου και όρισε ότι όσοι κατηγοριοποιούνται ως ανδρογυνικοί ή μη διαφοροποιημένοι είναι ασχηματικοί, ενώ όσοι εμπίπτουν στην κατηγορία των στερεοτυπικών ατόμων είναι σχηματικοί (Bem,1981a). Υποστήριξε, επίσης, ότι η καλύτερη προσαρμοστικότητα που παρουσιάζουν τα ανδρογυνικά άτομα δεν προέρχεται τόσο από τα έντονα ανδρικά και γυναικεία χαρακτηριστικά που έχουν ενσωματώσει στην προσωπικότητα τους, όσο από ότι είναι σχετικά αποδεσμευμένα από τα στερεότυπα των φύλων. Ισχυρίστηκε, δηλαδή, ότι τα ανδρογυνικά άτομα δεν είναι ούτε ανδρικά ούτε γυναικεία αλλά ούτε και συνδυασμός. Τα θεώρησε άτομα ασχηματοποίητα ως προς το ρόλο και τη συμπεριφορά του φύλου. Είναι, δηλαδή, μη στερεοτυπικά άτομα. Αντίθετα, τα άτομα που έχουν διαμορφώσει στερεοτυπικούς ρόλους και συμπεριφορά θεωρούν ορισμένες αντιλήψεις, αξίες και μορφές συμπεριφοράς ως κατάλληλες και επιβαλλόμενες για το φύλο τους. Τα ανδρογυνικά άτομα, ωστόσο, είναι ελεύθερα από τους στερεοτυπικούς περιορισμούς των φύλων. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η προσέγγιση αυτή εμπεριέχει μια πολιτική υπόσχεση, σύμφωνα με την οποία το νέο κοινωνικό ιδεώδες δεν είναι πια το ανδρογυνικό αλλά το "μη σχηματικό", κατά το οποίο το φύλο παύει να είναι μια κυρίαρχη οργανωτική κατηγορία που διχοτομεί, και συνεπώς δεν δύναται να καθορίσει ποιες είναι οι επιτρεπόμενες συμπεριφορές, προτιμήσεις και ταυτότητες φύλου (Bem, 1983).


Γνωστική κοινωνική ψυχολογική προσέγγιση [Social Cognition Theory]

Κατά την Γνωστική Kοινωνική ψυχολογική προσέγγιση, οι άνθρωποι σχηματίζουν ιδιοσυγκρασιακές γνωστικές αναπαραστάσεις του περιβάλλοντος τους και συχνά ενεργούν με βάση συναγωγές, οι οποίες δεν βασίζονται σε ενδείξεις/ στοιχεία που τους παρέχει το εξωτερικό περιβάλλον (Wyer & Carlston, 1994). Τέτοιες συναγωγές εξάγονται από γνωστικές δομές και αρχές οργάνωσης (σχήματα), οι οποίες αυξάνουν τη γνωστική ικανότητα, απλοποιούν την κοινωνική πραγματικότητα και επιτρέπουν γνωστικούς περιορισμούς (Bargh,1994). Οι γνωστικές δομές οι οποίες αφορούν την επεξεργασία, σχετικών με το φύλο, πληροφοριών αναφέρονται ως σχήματα φύλου (Bem, 1981) και το περιεχόμενο τους ποικίλλει ανάλογα με το πολιτισμικό υπόβαθρο και την κοινωνική εμπειρία μας (Martin & Dinella, 2001). Μαθαίνονται πολύ νωρίς μέσω της άμεσης και έμμεσης παρατήρησης (Martin & Halverson, 1981), ενώ αργότερα διατηρούνται και ενισχύονται από την οικογένεια, το σχολείο, την ομάδα των συνομηλίκων, το εργασιακό περιβάλλον και τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (Martin, 1999, Ruble & Martin, 1998). Η Bem (1981) ισχυρίστηκε ότι όχι μόνο μαθαίνουμε τις ουσιώδεις έννοιες γύρω από το φύλο αλλά και ότι μαθαίνουμε να χρησιμοποιούμε αυτό το δίκτυο εννοιών προκειμένου να οργανώσουμε και να αξιολογήσουμε νέες πληροφορίες. Από τη στιγμή που διαμορφώνονται, τα σχήματα φύλου αποτελούν ένα φακό μέσω του οποίου επεξεργαζόμαστε τις πληροφορίες που επηρεάζουν έντονα τις σκέψεις, τα συναισθήματα και τις συμπεριφορές μας (Bem, 1994). Λειτουργούν, δηλαδή σαν φίλτρα για την αντίληψη και ερμηνεία πληροφοριών, σχετικών με το φύλο, προερχόμενων είτε από τον εσωτερικό μας ψυχολογικό κόσμο είτε από το εξωτερικό περιβάλλον (Bem, 1994). Τα σχήματα φύλου περιέχουν ο,τιδήποτε ξέρουμε για το φύλο και μας κατευθύνουν στην επιλογή των πληροφοριών που πρέπει να αναζητούμε στο περιβάλλον, στον τρόπο με τον οποίο ερμηνεύουμε τις πληροφορίες αυτές και τις μετασχηματίζουμε σε συμπεριφορά (Matlin, 2000), με αποτέλεσμα να μην συνειδητοποιούμε την επιρροή τους στις σκέψεις, τις αντιλήψεις, τις ενέργειες μας ακόμη και στην περίπτωση που προσπαθούμε να αντιμετωπίσουμε τους άλλους ως ανθρώπους και όχι ως γυναίκα ή άνδρα. Η κριτική εστιάζει στο γεγονός ότι δίνεται μεγαλύτερη έμφαση σε ατομικά γνωστικά δομικά στοιχεία, εσωτερικές γνωστικές διεργασίες (προσοχής, μνήμης, αξιολόγησης, συναγωγής, πρόβλεψης) και λιγότερη στην επίδραση εξωτερικών περιβαλλοντικών θεσμών (οικογένεια, σχολείο).


Φεμινιστική ψυχολογία [Feminist psychological theory]

Ο φεμινισμός, είτε ως κίνημα είτε ως επιστημονική προσέγγιση, είχε ως αποτέλεσμα να εξετάσουμε το φύλο ως μια ιστορική και κοινωνική διαδικασία παρά ως αναπόσπαστες εγγενείς ιδιότητες. Η ψυχολογική και κοινωνιολογική έρευνα τα τελευταία 40 χρόνια έδειξε ότι το φύλο διαπλάθεται μέσα από μια διαρκή δυναμική και εύθραυστη (με την έννοια της εύκολα μεταβλητέας) διαδικασία σε ένα δεδομένο κοινωνικό πεδίο, όπου συναντώνται η κοινωνική και πολιτισμική διαπραγμάτευση του φύλου, η ενεργός υποκειμενική ερμηνεία και η ατομική ψυχολογική διεργασία, για να δημιουργηθεί τελικά μια υποκειμενική έμφυλη ταυτότητα άνδρα ή γυναίκας. Άρα η έμφυλη υποκειμενική ταυτότητα δεν αποτελεί ένα σταθερό προσωπικό χαρακτηριστικό αλλά μεταβάλλεται όταν αλλάζουν οι ρόλοι του φύλου, δηλαδή οι προσδοκίες του κοινωνικού περιβάλλοντος, ή όταν το ίδιο το άτομο αποφασίζει να υπερβεί τα πλαίσια του φύλου του. Οι αλλαγές στις ταυτότητες φύλου και στους ρόλους των φύλων με το χρόνο επιφέρουν και την αλλαγή των προτύπων φύλου ( Αρσέλ, 2008: σελ. 27-28)[9]. Η σύγχρονη φεμινιστική ψυχολογική επιστήμη προωθεί έρευνες που αναγνωρίζουν εξίσου τις διαφορές και τις ομοιότητες και βασίζονται στις εμπειρίες των ίδιων των γυναικών, τα τυχόν εμπόδια που συναντούν στην εκπλήρωση των σκοπών τους, το σκεπτικό τους και τα συναισθήματα τους, τα ιδεώδη που τις κατευθύνουν, τις τυχόν εσωτερικές συγκρούσεις που βιώνουν σε όλους τους τομείς της ζωής τους. Στο πλαίσιο αυτό το φύλο γίνεται αντιληπτό ως μια κοινωνική σχέση μεταξύ γυναικών και ανδρών και όχι ως βιολογικά δοσμένα χαρακτηριστικά τους. Εφόσον η κοινωνικοποίηση του παιδιού στην οικογένεια αρχίζει από τη στιγμή που θα γεννηθεί, είναι αδύνατο να ξεχωρίσουμε τη φύση από τον πολιτισμό. Όμως ό,τι αρχίζει ως μια κοινωνική κατασκευή φύλου εγκαθίσταται στις κοινωνικές σχέσεις ως κάτι «βιολογικά φυσικό», γιατί οι αρχικές προσδοκίες που έχουμε από ένα άτομο επιδρούν στη συμπεριφορά του και τη διαπλάθουν ανάλογα ( Αρσέλ, 2008: σελ. 34-35). Η Φεμινιστική ψυχολογία είναι η ψυχολογική θεωρία και πράξη που λαμβάνει υπόψη της τους πολιτικούς στόχους του φεμινιστικού κινήματος και έχει τις ρίζες της στη δουλειά και στο έργο των φεμινιστριών κυρίως επιστημόνων (Αθανασιάδου, 2003). Η Weisstein (1993) αναφέρει πώς η επιστήμη της ψυχολογίας παρουσιάζει τις γυναίκες ως …ασυγκρότητες, συναισθηματικά ασταθείς, με μειωμένη την αίσθηση της συνείδησης ή του υπερεγώ, πιο αδύναμες, στραμμένες στη φροντίδα, μάλλον παρά στην παραγωγικότητα, διαισθητικές μάλλον, παρά ευφυείς και εφόσον είναι ομαλές στη συμπεριφορά τους, αφοσιωμένες στο σπίτι και στην οικογένεια. Με λίγα λόγια, η λίστα καταλήγει σε ένα τυπικό στερεότυπο κατωτερότητας, που ταιριάζει μόνο σε μια μειοψηφία (Weisstein, 1993 p.207 ). Η Wilkinson (1997) θεωρεί ότι η παραδοσιακή ψυχολογία αναπαρήγαγε τις διαφορές ανάμεσα στα φύλα, τον καταμερισμό της εργασίας και την ανισότητα εις βάρος των γυναικών εξυπηρετώντας κατά αυτό τον τρόπο τον πατριαρχικό έλεγχο των γυναικών, ενώ, παράλληλα, αγνοεί την επίδραση των κοινωνικών δομών και των κοινωνικών καταπιέσεων, καθώς καθιστά το ίδιο το άτομο υπεύθυνο για τα όποια προβλήματα του παρουσιάζονται. Η φεμινιστική ψυχολογία, αντίθετα, δίνει έμφαση στη διαμόρφωση της καθημερινότητας και της αντίληψης των ανθρώπων στοχεύοντας στην κοινωνική αλλαγή, η οποία οριοθετείται από τον τερματισμό της κοινωνικής και πολιτικής καταπίεσης των γυναικών (Wilkinson, 1997). Η Wilkinson (1997) ισχυρίζεται ότι η φεμινιστική ψυχολογία αμφισβητεί τις κλασσικές ψυχολογικές θεωρίες με τρεις διαφορετικούς τρόπους:1) Ασκεί κριτική στη μεθοδολογία της ψυχολογικής επιστήμης, η οποία, συνήθως, είτε αποκλείει είτε διαστρεβλώνει τη γυναικεία εμπειρία[10], 2) επισημαίνει ότι το πρόβλημα δεν είναι οι γυναίκες, αλλά η καταπίεση που αυτές υφίστανται[11] 3) στρέφει το ενδιαφέρον στις γυναίκες, αναδεικνύει τις διαφορές με τους άνδρες αλλά τις αξιολογεί θετικά[12]. Θέματα κεντρικής σημασίας για τη φεμινιστική ψυχολογία αποτελούν, ανάμεσα σε άλλα, η κοινωνικοποίηση ανδρών και γυναικών, η διαμόρφωση των ταυτοτήτων φύλου, οι αντιλήψεις για τις σχέσεις των φύλων και οι ψυχολογικές επιπτώσεις των κοινωνικών δομών που υποθάλπουν τις πατριαρχικές σχέσεις (Αθανασιάδου, 2003). Δύο όμως θέματα έχουν θεμελιώδη σημασία:

1) Οι γυναίκες πρέπει να μελετώνται ξεχωριστά και όχι πάντα σε σύγκριση με τους άνδρες και

2) η ανάγκη κοινωνικών αλλαγών: Δηλαδή, αλλαγή της θέσης των γυναικών στην κοινωνία. Η φεμινιστική ψυχολογία, λοιπόν, είναι βαθύτατα πολιτική (Wilkinson, 1997).

Η κοινωνική κατασκευή της ταυτότητας φύλου

Οι νέες προσεγγίσεις στο χώρο της φεμινιστικής ψυχολογίας σε σχέση με την ταυτότητα του φύλου προκύπτουν από τις επιρροές του μεταστρουκτουραλισμού και της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας (Αθανασιάδου, 2003). Η προσέγγιση αυτή προτείνει ότι το φύλο δεν αποτελεί φυσική αλλά κοινωνική κατηγορία ενώ οι διαφορές ανάμεσα στα φύλα είναι κοινωνικά κατασκευασμένες. Τα ερωτήματα εστιάζονται κυρίως στους τρόπους με τους οποίους κατασκευάζεται η έννοια του φύλου και στις συνέπειες που έχει στη ζωή των γυναικών (Hare- Mustin & Marecek, 1990). Στο πλαίσιο αυτό οι ερευνητές/ τριες εξετάζουν τη ζωή και τις εμπειρίες γυναικών και ανδρών ως κατασκευές κοινωνικό-πολιτισμικές και ιστορικές και συνεπώς μεταβλητές και ασταθείς. Σύμφωνα με την κοινωνιοκατασκευαστική προσέγγιση, το φύλο δεν είναι ένα έμφυτο χαρακτηριστικό των ατόμων, αλλά μια δυναμική κοινωνική κατασκευή η οποία καθορίζει τις κοινωνικές αλληλεπιδράσεις (Bohan, 1993). Η προσέγγιση αυτή δεν αρνείται τις βιολογικές διαφορές ανάμεσα σε άνδρες και γυναίκες, αλλά το γεγονός ότι οι διαφορές αυτές έχουν μια, μοναδική και σταθερή σημασία σε όλους τους πολιτισμούς, τις ιστορικές περιόδους και τις κοινωνικές τάξεις. Μελετά κάθε άνθρωπο ξεχωριστά, ενδιαφέρεται για τις διαφορές μέσα στις ίδιες φυλικές ομάδες και τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι με ποικίλες κοινωνικές ταυτότητες διαφέρουν μεταξύ τους, έτσι ώστε να μην αντιμετωπίζονται οι κατηγορίες του φύλου ή άλλες κοινωνικές κατηγορίες ούτε ως παγκόσμιες ούτε ως καθολικές (Αθανασιάδου, 2003).


Gilligan, Carol

Η Gilligan (1993) αντέδρασε στις καθιερωμένες ψυχολογικές θεωρίες, οι οποίες περιέγραψαν την ηθική εξέλιξη των γυναικών ως ελλειμματική ή κατώτερη σε σχέση με αυτή των ανδρών. Εναντιώθηκε στον καθηγητή της, Lawrence Kohlberg, ο οποίος περιέγραψε την εξέλιξη της ηθικής κρίσης από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή, σε έξι στάδια, τα οποία βασίστηκαν αποκλειστικά στη διαχρονική μελέτη 84 αγοριών, υποστηρίζοντας ότι άνδρες και γυναίκες αναπτύσσουν διαφορετικές αντιλήψεις για την ηθική, κάθε μια από τις οποίες είναι ισότιμα συμπαγής, ολοκληρωμένη και έγκυρη (Αθανασιάδου, 2003). H Gilligan διαπίστωσε (1993) ότι τα χαρακτηριστικά τα οποία παραδοσιακά ορίζουν τη «γυναικεία καλοσύνη» (π.χ. η φροντίδα, η ευαισθησία στις ανάγκες των άλλων), είναι και αυτά που κατηγοριοποιούν τις γυναίκες ως ανεπαρκείς στην κλίμακα και στα στάδια της ηθικής ανάπτυξης του Kohlberg. Με τον τρόπο αυτό, εισάγει στην ψυχολογική θεώρηση τη γυναικεία εξέλιξη της ηθικής σκέψης και θέτει σε νέες βάσεις τη συζήτηση για τις διαφορές των φύλων στρέφοντας το ενδιαφέρον της έρευνας στις «διαφορετικές φωνές» των γυναικών (Αθανασιάδου, 2003).


Η Θεωρία της Jean Baker Miller

Η ψυχίατρος- ψυχαναλύτρια Miller προσπάθησε να περιγράψει την ψυχολογική ταυτότητα των γυναικών χωρίς να χρησιμοποιήσει υπάρχουσες ήδη "ανδρικές" κατηγορίες. Με αυτό τον τρόπο ακολουθεί τη φεμινιστική κριτική στην παραδοσιακή ψυχολογική θεωρία καθώς αποφεύγει να χρησιμοποιήσει γενικεύσεις που προκύπτουν αποκλειστικά από την ανδρική εμπειρία. Η Miller (1986) ισχυρίστηκε ότι σε μια πατριαρχική κοινωνική οργάνωση οι γυναίκες ενθαρρύνονται να επικεντρωθούν στις ανάγκες των ανδρών, ενώ αποθαρρύνονται να ανακαλύψουν και να ικανοποιήσουν τις δικές τους ανάγκες τους. Έτσι, οι γυναίκες είτε αποφεύγουν να εξερευνήσουν και να εκφράσουν τις ανάγκες τους, είτε «μετασχηματίζουν» τις ανάγκες τους, δηλαδή δεν αναγνωρίζουν τις ανάγκες τους ως δικές τους, αλλά ως ανάγκες των άλλων, συνήθως των παιδιών και των συζύγων. Συνεπώς, οι σχέσεις εξουσίας ανάμεσα στα δύο φύλα οδηγούν στη διαστρέβλωση της γυναικείας εμπειρίας και στην έλλειψη κατάλληλης θεωρίας και ορολογίας για να ερμηνευτεί η ανάπτυξη της γυναικείας ταυτότητας. Η Miller (1986) θεώρησε ότι η γυναικεία εξέλιξη δεν είναι ίδια με αυτή των ανδρών καθώς αναπτύσσονται σε ένα πλαίσιο σχέσεων, το οποίο βασίζεται στους δεσμούς και τις σχέσεις που συνάπτουν με άλλους ανθρώπους και το οποίο αποτελεί τη θεμελιώδη οργανωτική αρχή στη ζωή των γυναικών. Η συγγραφέας ισχυρίστηκε ότι οι άνδρες στερούν τον εαυτό τους από ένα συσχετιστικό τρόπο ζωής, καθώς δεν πιστεύουν σε αυτόν, αν και ενδιαφέρονται για σχέσεις και τη δημιουργία δεσμών (Αθανασιάδου, 2003). Σύμφωνα με τη Miller (1986 στο Αθανασιάδου, 2003) οι διαφορετικές ανάγκες συσχέτισης οφείλονται σε μια κοινωνικό-πολιτισμικά διαμορφωμένη ψυχολογική διαδικασία διαφορετική για τα δύο φύλα και όχι σε εγγενή βιολογικά χαρακτηριστικά. Θεωρεί, επίσης, ότι αυτές οι ανάγκες συσχέτισης αποτελούν πηγή προβλημάτων για τις γυναίκες αφού οι μόνοι κοινωνικά αποδεκτοί τρόποι σύνδεσης με άλλους είναι οι σχέσεις δουλικότητας και υποταγής. Με βάση τις παραπάνω διαπιστώσεις, η Miller (1986 στο Αθανασιάδου, 2003) θέτει νέους στόχους για την ψυχολογική ερμηνεία της γυναικείας ταυτότητας. Οι στόχοι συνοψίζονται στα εξής: α) στην εκ νέου ανακάλυψη της γυναικείας ταυτότητας. Πρωταρχικός στόχος για τις γυναίκες αποτελεί η αναζήτηση του εαυτού τους, η αυτογνωσία, ή η "αυθεντικότητα", β) στην ανάγκη νέας ορολογίας (περιγραφή της γυναικείας ανάπτυξης μέσα από την εξέλιξη και εμπειρία των ίδιων των γυναικών) και στον επαναπροσδιορισμό των όρων της εξουσίας ή του αυτοκαθορισμού, ώστε να συμβαδίζουν με τη γυναικεία εμπειρία και γ) στην ανάγκη μιας παραγωγικής σύγκρουσης όπου και οι δύο πλευρές αλληλεπιδρώντας μεταξύ τους θέτοντας διαφορετικούς στόχους αναγκάζονται να αλλάξουν τους στόχους τους, ως αποτέλεσμα αυτής της αλληλεπίδρασης. Η παραγωγική αυτή σύγκρουση εμπεριέχει συναισθήματα αλλαγής και χαράς. Η συγγραφέας, επίσης, υπογραμμίζει την ανάγκη για νέους τρόπους αντιμετώπισης των συγκρούσεων, οι οποίοι βασίζονται στην αμοιβαία αλληλεπίδραση και ανάπτυξη και όχι στην άσκηση εξουσίας και ελέγχου (Αθανασιάδου, 2003).


Chodorow, Nancy

Η θεωρία της Chodorow αναφέρεται στην αναπαραγωγή του φαινομένου της μητρότητας, ως αποκλειστική ενασχόληση και ευθύνη των γυναικών. Μελετά, δηλαδή, τον τρόπο με τον οποίο αναπαράγεται ο κοινωνικός ρόλος της μητρότητας, ο οποίος, σύμφωνα με την ίδια και άλλους συγγραφείς διαιωνίζει τον καταμερισμό της εργασίας και την ανισότητα ανάμεσα στα φύλα (Αθανασιάδου, 2003). Η Chodorow (1978) θεώρησε ότι η μητρότητα δεν αποτελεί ένα σύνολο συμπεριφορών που μπορούν απλά να διδαχθούν ή να επιβληθούν στα κορίτσια, ούτε έχει να κάνει με συνειδητές επιλογές, αλλά κυρίως με την ασυνείδητη επιθυμία μιας γυναίκας να γίνει μητέρα. Χρησιμοποίησε την ψυχαναλυτική θεωρία για να εξηγήσει το φαινόμενο της "κοινωνικής μητρότητας". Ισχυρίστηκε ότι η επιθυμία των γυναικών να γίνουν μητέρες οφείλεται στο γεγονός ότι όλες οι γυναίκες ανατράφηκαν αποκλειστικά από γυναίκες- μητέρες και επομένως ως ενήλικες, επιθυμούν να αναβιώσουν αυτή την έντονη και αποκλειστική σχέση μέσα από τα δικά τους παιδιά. Ωστόσο, επειδή η ανατροφή των παιδιών μόνο από γυναίκες αναπαράγει τη φυλική ανισότητα, η Chodorow (1978) προτείνει την ισότιμη γονεϊκότητα[13] και από τα δύο φύλα (Αθανασιάδου, 2003 σελ. 57). Οι θεωρίες των Gilligan, Miller, και Chodorow και η προσέγγιση της κοινωνικής κατασκευής της ταυτότητας φύλου είναι αντιπροσωπευτικές της φεμινιστικής ψυχολογικής προσέγγισης για την ανάπτυξη της γυναικείας ταυτότητας. Η σημασία τους έγκειται στο γεγονός ότι έστρεψαν για πρώτη φορά το ενδιαφέρον της έρευνας στις ίδιες τις γυναίκες και σε πλευρές της γυναικείας εμπειρίας που είχαν συστηματικά αγνοηθεί. Ωστόσο, δέχθηκαν και αυτές έντονη κριτική. Όσον αφορά στη θεωρία της Miller, η ίδια ανέφερε, σε πρόλογο νέας έκδοσης του βιβλίου της, ότι δεν ενσωμάτωσε στην ερμηνεία της παράγοντες όπως η κοινωνική τάξη, η εθνικότητα ή ο σεξουαλικός προσανατολισμός, οι οποίοι έχουν σημαντικές συνέπειες στις ζωές των γυναικών (Αθανασιάδου, 2003). Η θεωρία της Gilligan ακόμα και σήμερα διχάζει καθώς αμφισβητήθηκε, για παράδειγμα, το γεγονός ότι όλες οι γυναίκες έχουν τις ίδιες φωνές και ότι όλες αισθάνονται ανίσχυρες ή ενεργούν με τον ίδιο τρόπο κάτω από διαφορετικές συνθήκες (Tavris, 1994). Παράλληλα η θεωρία αγνοεί την επιρροή των διαφορετικών κοινωνικό-πολιτισμικών πλαισίων, οι οποίοι αποτελούν τη βάση της γυναικείας καταπίεσης, στην ανάπτυξη της έμφυλης ταυτότητας (Αθανασιάδου, 2003). Τέλος, η κριτική εστίασε στο γεγονός ότι στη θεωρία της η Chodorow αναφέρθηκε σε ένα μόνο είδος οικογενειακής οργάνωσης, στη λευκή πυρηνική οικογένεια της μεσαίας αστικής τάξης, την οποία εσφαλμένα θεώρησε αντιπροσωπευτική για όλα τα είδη οικογενειών (Tong,1995 στο Αθανασιάδου, 2003).


  1. .«Αβάσιμες πεποιθήσεις για τις έμφυλες διαφορές»: Στα στοιχεία που συγκέντρωσαν, δεν αληθεύει ότι τα κορίτσια είναι πιο κοινωνικά από τα αγόρια, ότι τα κορίτσια είναι πιο εύπιστα από τα αγόρια, ότι τα κορίτσια διαθέτουν χαμηλότερη αυτοεκτίμηση, ότι τα κορίτσια είναι καλύτερα στην αποστήθιση και τα αγόρια σε υψηλότερου επιπέδου γνωστική επεξεργασία, ότι τα αγόρια είναι πιο αναλυτικά, ότι τα κορίτσια επηρεάζονται περισσότερο από την κληρονομικότητα και τα αγόρια από το περιβάλλον, ότι τα κορίτσια στερούνται κινήτρων επίτευξης στόχων, ή ότι τα κορίτσια είναι ακουστικοί τύποι και τα αγόρια οπτικοί. Όλες αυτές οι πεποιθήσεις αποδείχτηκαν μύθοι.
  2. Στερεότυπα φύλου: Σύμφωνα με την Lips (1988) τα στερεότυπα φύλου αποτελούν ευρύτατα διαδεδομένες κοινωνικές αντιλήψεις, οι οποίες αποδίδουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά- θετικά ή αρνητικά- σε ομάδες ατόμων, με γνώμονα πάντα το φύλο τους. Τα στερεότυπα δεν αφορούν φυσικά μόνο το φύλο, αλλά υπάρχουν στερεότυπα που λειτουργούν με βάση την εθνικότητα, την ηλικία, τη θρησκεία, το ύψος, το βάρος, την κοινωνική τάξη και οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό το οποίο μπορεί να διαιρέσει τους ανθρώπους σε ομάδες. Μια συνέπεια των αντιθετικών στερεοτύπων του φύλου είναι η αίσθηση που επικρατεί ότι οι άνδρες και οι γυναίκες θα πρέπει να διαχωρίζονται και να διακρίνονται αυστηρά σε διάφορα κοινωνικά πλαίσια π.χ. στο σχολείο, στην εκκλησία, στην εργασία κοκ.
  3. Ταυτότητα φύλου: αναφέρεται στην αυτοαντίληψη του ατόμου για το φύλο του, και αξιολογείται ως η ικανότητα του παιδιού να κατηγοριοποιεί τον εαυτό του ως αγόρι ή ως κορίτσι.
  4. Φαλλικό στάδιο: Η ψυχοσεξουαλική θεωρία ανάπτυξης του Freud περιλαμβάνει πέντε στάδια- το στοματικό (0- 18 μηνών), το πρωκτικό (18- 36 μηνών), το Φαλλικό (3- 6 ετών), το Λανθάνων (6- εφηβεία) και το Γενετήσιο (εφηβεία - ).
  5. Υπερεγώ: αποτελείται από δύο υποθετικά τμήματα: το καθαυτό υπερεγώ ή συνείδηση, που αποτελεί τον κριτικό έλεγχο του ατόμου και το ιδεώδες του εγώ, που περιλαμβάνει τις ηθικές, θρησκευτικές, κοσμοθεωριακές και λοιπές αξίες του ατόμου, τα ιδεώδη, τα ιδανικά και τις φιλοδοξίες του (Μάνος, 1997).
  6. Τα κορίτσια, αποκτώντας τη θηλυκή ταυτότητα, αναπτύσσουν αισθήματα κατωτερότητας και μαζοχισμού, περιφρόνηση προς άλλες γυναίκες, τάση για ζήλια, επιθυμία να αποκτήσουν παιδί, εμμονή στη σεξουαλική γοητεία και αδύνατο υπερεγώ. Αντίθετα τα αγόρια αποκτούν ένα ισχυρό υπερεγώ αλλά και συναισθήματα περιφρόνησης ή φόβου προς τις γυναίκες. Το «άγχος του ευνουχισμού» και ο «φθόνος του πέους» αντίστοιχα είναι που κάνουν τους άνδρες επιθετικούς, καταπιεστικούς και προσανατολισμένους στην επιτυχία, ενώ τις γυναίκες παθητικές, ευαίσθητες, εξαρτημένες και αδύνατες (Lips, 1988).
  7. Ρόλος του φύλου: Αναφέρεται σε συμπεριφορές, ενδιαφέροντα και καθήκοντα τα οποία είναι καθορισμένα από την κοινωνία ως κατάλληλα για τις γυναίκες και τους άνδρες σε ένα δεδομένο πολιτισμικό πλαίσιο και σε μια δεδομένη χρονική στιγμή (Turner, 1998).
  8. Σχήμα φύλου (Gender schema): Τα σχήματα είναι γνωστικές δομές οι οποίες, ανάμεσα σε άλλα, διευκολύνουν την ερμηνεία και την εξαγωγή συναγωγών για ποικίλα κοινωνικά ερεθίσματα (Fiske & Taylor, 1991; Krahé, 1989). Οι γνωστικές δομές, οι οποίες αφορούν την επεξεργασία σχετικών με το φύλο πληροφοριών αναφέρονται ως σχήματα φύλου (Bem, 1981a).
  9. Πρότυπα φύλου: τα κοινωνικά διατυπωμένα ή υπονοούμενα πλαίσια αναφοράς, συναισθημάτων και σκέψεων, τα οποία μια κοινωνία ανάγει σε «φυσιολογικά» και θετικά ιδεώδη για την εξέλιξη των ικανοτήτων των θηλυκών και αρσενικών μελών της. Τα πρότυπα εμπεριέχουν τις αντιλήψεις της δεδομένης κοινωνίας όσον αφορά τα χαρακτηριστικά που ανταποκρίνονται γενικά σε αυτό που θεωρείται υποδειγματικός άνδρας και υποδειγματική γυναίκα στην ολότητα τους (Αρσέλ, 2008: σελ. 26). Τα πρότυπα φύλου εκφράζονται σε όλες τις ιεραρχικές κοινωνίες σε ένα διπολικό σύστημα αρρενωπότητας και θηλυκότητας, όπου ο αρσενικός πόλος ορίζεται σε αντίθεση από το θηλυκό και το αντίθετο. Το διπολικό σύστημα επικεντρώνεται και επιμένει στις διαφορές και το διαχωρισμό μεταξύ των φύλων και όχι στις ομοιότητες. Το πρόβλημα από τη φεμινιστική σκοπιά δεν είναι πια ότι υπάρχουν διαφορές, αλλά ότι χρησιμοποιούνται ιδεολογικά ως βάση για τη διατήρηση κοινωνικής ανισότητας ανάμεσα στα φύλα (Αρσέλ, 2008: σελ. 28).
  10. Η κριτική της μεθοδολογίας της παραδοσιακής ψυχολογίας εστιάζει σε ερευνητικά λάθη, όπως η χρήση μόνο ανδρικών δειγμάτων και η αξιολόγηση των γυναικών σε σχέση με τους άνδρες και τις ανδρικές συμπεριφορές. Επισημαίνονται, δηλαδή επιστημονικά λάθη ερευνών που αφορούν τα δύο φύλα και τα οποία ενισχύουν κάθε είδους προκατάληψη. Επομένως, οι φεμινιστικές ψυχολογικές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν, οπωσδήποτε, στο δείγμα της έρευνας τους γυναίκες(Wilkinson, 1997).
  11. Σύμφωνα με τη δεύτερη αυτή κριτική, η κατωτερότητα και η ενισχύει την ανάπτυξη χαρακτηριστικών και γνωρισμάτων καταστροφικών για τις ίδιες. Έτσι, ακόμα και όταν οι εξωτερικοί παράγοντες εκλείπουν, οι γυναίκες εξακολουθούν να καταπιέζουν μόνες τους τον εαυτό τους. Στην περίπτωση αυτή, η φεμινιστική ψυχολογία εστιάζει στις ίδιες τις γυναίκες και στο γυναικείο λόγο, χωρίς να κάνει απαραίτητα συγκρίσεις με τους άνδρες (Wilkinson, 1997).
  12. Η τρίτη κριτική αναδεικνύει τη διαφορετική «φωνή» των γυναικών. Με άλλα λόγια, οι φεμινίστριες κατανοούν ότι οι γυναίκες διαφέρουν από τους άνδρες, αλλά ενθαρρύνουν και αξιολογούν ως θετικές και ωφέλιμες τις διαφορές αυτές. Στην περίπτωση αυτή, οι φεμινίστριες συμφωνούν ότι η παραδοσιακή ψυχολογία έχει αναπτυχθεί σύμφωνα με τον «ανδρικό λόγο», ο οποίος ενώ έχει περιγράψει τον κόσμο από τη δική του ανδρική οπτική, εν τούτοις προσπαθεί να τον επικυρώσει ως απόλυτη και αντικειμενική αλήθεια (Wilkinson, 1997).
  13. Ισότιμη γονεϊκότητα: Η Chodorow (1978 στο Αθανασιάδου, 2003) πρότεινε την αναδιοργάνωση της γονεϊκής φροντίδας, ώστε αυτή να μοιράζεται ισότιμα ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες για τους παρακάτω λόγους α) τα παιδιά μεγαλώνουν καλύτερα σε περιβάλλοντα, όπου η αγάπη δεν προέρχεται αποκλειστικά από ένα άτομο, δηλαδή τη μητέρα, β) τα παιδιά μπορούν να εξαρτώνται από ανθρώπους και των δύο φύλων και να εγκαθιδρύουν μια αίσθηση του εαυτού σε σχέση τόσο με τη μητέρα όσο και με τον πατέρα, γ) η προσωπική σχέση ή η ταύτιση και με τους δύο γονείς βοηθά το παιδί να επιλέξει δραστηριότητες και ρόλους που επιθυμεί, χωρίς να αισθάνεται ότι απειλείται η ταυτότητα του φύλου του.

Σχόλια επιμελήτριας

Το λήμμα αυτό αναπτύσσει την φεμινιστική προοπτική που αναπτύχθηκε μέσα στα πλαίσια της κοινωνικής επιστήμης της ψυχολογίας, η οποία κρίνει την ψυχαναλυτική θεωρία ως σεξιστική. Για μία διαφορετική αντίληψη, την φεμινιστική οικειοποίηση και χρήση της ψυχανάλυσης, βλ. τα λήμματα «Φύλο, σεξουαλικότητες και κινήματα» (ενότητα «Σεξουαλικότητα και ψυχαναλυτική κριτική θεωρία»), και«Φύλο, λογοτεχνία και κριτική».


Εσωτερικές συνδέσεις

Φύλο και σεξουαλικότητα


Εξωτερικές συνδέσεις

Συνέντευξη της Carol Gilligan στην Marianne Schnall. http://www.feminist.com/resources/artspeech/interviews/carolgilligan.html


Βιβλιογραφικές αναφορές

Αθανασιάδου, Χ. (2003) «Ψυχολογικές Προσεγγίσεις: Η Διαφορετική Ανάπτυξη της Ταυτότητας του Φύλου» Στο Δεληγιάννη- Κουϊμτζή, Β. Φεμινιστικές Προσεγγίσεις στην Ψυχολογία. Σημειώσεις μαθήματος, 17-60

Αρσέλ, Τ. Λ. (2008) «Φύλο και Καλή Ανθρώπινη ζωή. Πρότυπα Φύλου Αρρενωπότητας και Θηλυκότητας: Μια Κοινωνική Κατασκευή». Στο Λ.Τ. Αρσέλ, Μ. Χαρίτου- Φατούρου & Θ. Αδαμάκη (επιμ.) Καταργώντας τα Εμπόδια. Ελληνικά γράμματα, 25-56.

Bandura, A. (1989). «A Social Cognitive Theory of Action». Στο J. P. Forgas & M. J. Innes (επιμ.). Recent Advances in Social Psychology: An International Perspective North Holland: Elsevier, 127-138.

Bargh, J.A., Chen, M., & Burrows, L. (1996). «Automaticity of social behavior: Direct effects of trait construct and stereotype activation on action». Journal of Personality & Social Psychology, 71 (2), 230-244.

Bem, S. L. (1974). «The measurement of psychological androgyny». Journal of Consulting and Clinical Psychology, 42, 155-162

Bem, S. L. (1981a). «Gender schema theory: A cognitive account of sex typing». Psychological Review, 88 (4), 354-364.

Bem, S. L. (1981b). «The BSRI and gender schema theory: A reply to Spence and Helmreich». Psychological Review, 88 (4), 369-371.

Bem, S. L. (1983). «Gender schema theory and its implications for child development. Raising gender aschematic children in a gender-schematic society». Journal of Women in Culture and Society, 8, 598-616.

Bem, S.L. (1994). The Lenses of Gender. New Haven, CT: Yale University Press.

Bem, S.L. (1998). «Enculturation and Self- Construction: The Gendered Personality». Στο M.B. Clinchy & J. K. Norem (Eds), The Gender and Psychology Reader. NY: New York University Press, 413-432.

Bohan, S.J. (1993). «Essentialism, constructionism and feminist psychology». Psychology of Women Quarterly 17: 5-21.

Connell, R.W. (2006). Το Κοινωνικό Φύλο. μτφρ Ε. Κοτσυφού. Επίκεντρο.

Chodorow, N. (1978). The Reproduction of Mothering: Psychoanalysis and the Sociology of Gender. Berkeley and Los Angeles: University of California Press.

Δεληγιάννη-Κουϊμτζή, Β. (1994). «Θεωρίες για τις Διαφορές των Φύλων» Στο Δεληγιάννη, Β. και Ζιώγου, Σ. (εκδ.) Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας.

Doyle, A.J. (1985). Sex and Gender: The Human Experience. Dubuque, Iowa: Wm. C. Brown Publishers.

Fiske, S. T. & Taylor, S. E. (1991). Social cognition (2nd ed.). New York: McGraw-Hill.

Gilligan, C. (1993) In a Different Voice: Psychological Theory and Women’s Development. 2nd edn. Cambridge, MA: Harvard University Press.

Halpern, D. F., & LaMay, M. L. (2000). «The smarter sex: A critical review of sex differences in intelligence». Educational Psychology Review, 12, 229-246.

Hare- Mustin, T.R. & Marecek, J. (1990). «On Making a Difference». Στο Hare- Mustin, T.R. & Marecek, J. (επιμ.) Making a Difference. Psychology and the Construction of Gender. New Haven and London: Yale University Press, 1-21.

Hargreaves, D., J. (1986) «Psychological Theories of Sex- Role Stereotyping». Στο Hargreaves, D., & Colley, A. (επιμ.) The Psychology of Sex Roles. London: Harper & Row Publications,

Krahé, B. (1989). «Sex-role orientation and memory for gender related terms: Another uncertain link». British Journal of Social Psychology, 28, 341-351.

Lippa, R. (2003), (μτφρ. Μαύρος Κ.), Κοινωνική Ψυχολογία. Αθήνα: Εκδόσεις ΕΛΛΗΝ.

Lips, M.H. (1988). Sex and Gender: An Introduction. Mountain View, CA: Mayfield Publishing Company.

Maccoby & Jacklin. (1974). The Psychology of Sex Differences. Stanford University.

Martin, C. L. (1999). «A Developmental Perspective on Gender Effects and Gender Concepts». Στο W. B. Swann, J. H. Langlois, & L. A. Gilbert (επιμ.), Sexism and Stereotypes in Modern Society. Washington, DC: APA Press, 45-74.

Μάνος, Ν. (1997) Βασικά στοιχεία Κλινικής Ψυχιατρικής. University Studio Press.

Martin, C. L., & Halverson, C. F. (1981). «A schematic processing model of sex typing and stereotyping in children». Child Development, 52, 1119-1134.

Martin, C. L. & Dinella, L. M. (2001). «Gender Development: Gender schema theory». Στο Worrell, J. (επιμ.), Encyclopedia of Women and Gender: Sex Similarities and Differences and the Impact of Society on Gender. San Diego, CA: Academic Press Vol. 1, 502-521.

Martin, C. L. (1999). «A developmental perspective on gender effects and gender concepts». Στο W. B. Swann, J. H. Langlois, & L. A. Gilbert (Eds.), Sexism and Stereotypes in Modern Society Washington DC: APA Press, 45-74.

Rosenberg, Ρ. (1982). Beyond Separate Spheres. Intellectual Roots of Modern Feminism.Yale University Press.

Miller, J.B. (1986). Toward a New Psychology of Women,.2nd edn. Boston: Beacon Press.

Pennington, D. C., Gillen, K., & Hill, P. (1999). Social Psychology. London: Arnold.

Πολίτης, Φ. (2006) Οι Ανδρικές Ταυτότητες στο Σχολείο: Ετεροσεξουαλικότητα, Ομοφυλοφοβία και Μισογυνισμός. Επίκεντρο.

Ruble, D. N., & Martin, C. L. (1998). «Gender Development». Στο W. Damon & N. Eisenberg (επιμ.), Handbook of Child Psychology, Vol. 3: Social, emotional, and personality development. 5th ed. New York: Wiley, 933-1016.

Sayers, J. (1987). «Psychology and Gender Divisions» Στο Weiner, G & Arnot, M. (επιμ.). Gender Under Scrutiny: New Inquiries in Education. London. Hutchinson and Open University Press.

Tavris, C. (1994). «Reply to Brown and Gilligan». Feminism & Psychology 4(3): 350-352.

Turner, P.J. (1998) Βιολογικό φύλο, κοινωνικό φύλο και ταυτότητα του Εγώ. Αθήνα Ελληνικά Γράμματα.

Weisstein, N. (1993). «Psychology constructs the female». Feminism and Psychology 3, 195-210

Wilkinson, S. (1997). «Feminist Psychology». Στο Fox, D. and Prilleltensky, I. (επιμ.) Critical Psychology. An Intoduction. London: Sage Publications, 247- 264

Wyer, R. S. & Carlston, D. E. (1994). «The Cognitive Representation of Persons and Events». Στο R. S. Wyer & T. K. Srull (επιμ.). Handbook of Social Cognition: Basic processes. Vol. 1, 2nd ed.,. Hillsdale: Erlbaum, 41-98


Ειδική βιβλιογραφία

Αρσέλ. Λ.Τ., Χαρίτου- Φατούρου, Μ. & Αδαμάκη, Θ. (επιμ.) Καταργώντας τα Εμπόδια. Ελληνικά γράμματα

Brannon, L. (2002). Gender: Psychological Perspectives, 3rd edition. Allyn and Bacon.

Burman, E. (1998). Deconstructing Feminist Psychology. Sage Publications.

Chodorow, N.(1978). The Reproduction of Mothering. Psychoanalysis and the Sociology of Gender. Berkeley and Los Angeles: University of California press.

Connell, R., (2006). Το Κοινωνικό Φύλο. Επίκεντρο.

Δεληγιάννη, Β.& Ζιώγου, Σ. (1994) (επιμ.). Εκπαίδευση και Φύλο: Ιστορική Διάσταση και Σύγχρονος Προβληματισμός. Θεσσαλονίκη: Βάνιας.

Δεληγιάννη- Κουϊμτζή Β. & Σακκά Δ. (2005) (Επιμ.) Μεγαλώνοντας ως Αγόρι. Διερεύνηση της Ανάπτυξης της Ανδρικής Ταυτότητας στην Εφηβική Ηλικία. Gutenberg

Evans, M., (2004). Φύλο και Κοινωνική θεωρία. Μεταίχμιο.

Hare-M.R., & Marecek, J. (1990). Making a Difference: Psychology and the Construction of Gender. New Haven: Yale University Press.

Helgeson, V., S. (2002). The Psychology of Gender. Prentice Hall.

Lips, M.H. (1988). Sex and Gender: An Introduction. Mountain View, CA: Mayfield Publishing Company.

Miller, J. B. (1986). Toward a New Psychology of Women, (2nd ed.). Boston: Beacon.

Παπαταξιάρχης, Ε., Παραδέλλης, Θ. (1992). Ταυτότητες και Φύλο στη Σύγχρονη Ελλάδα. Ανθρωπολογικές προσεγγίσεις. Καστανιώτης.

Πολίτης, Φ. (2006). Οι Ανδρικές Ταυτότητες στο Σχολείο: Ετεροσεξουαλικότητα, Ομοφυλοφοβία και Μισογυνισμός. Επίκεντρο.

Tavris, C. (1992). The Mismeasure of Women. N. York: Touchstone/ Simon and Suster.

Turner, J. P. (1998). Βιολογικό φύλο, Κοινωνικό Φύλο και Ταυτότητα του Φύλου. Ελληνικά Γράμματα.

Unger, R & Crawford, M. (1992). Women and Gender: A Feminist Psychology. New York. McGraw- Hill.