Φύλο και βιολογία

Από Fylopedia
Αναθεώρηση ως προς 12:00, 19 Ιουνίου 2009 από τον Fylopedia (Συζήτηση | συνεισφορές)
(διαφορά) ← Παλαιότερη αναθεώρηση | Τελευταία αναθεώρηση (διαφορά) | Νεότερη αναθεώρηση → (διαφορά)
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Φύλο και βιολογία

Συγγραφέας:Ζωή Παπαδοπούλου Νταϊφώτη
Βιβλιογραφία
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Σχόλια Επιμελήτριας

Ζωή Παπαδοπούλου Νταϊφώτη

Ιστορικά η ερευνητική κοινότητα θεωρούσε ότι δεν υπήρχαν διαφορές μεταξύ των φύλων, πέρα από τις διαφορές στο αναπαραγωγικό τους σύστημα. Στο επιστημονικό στερέωμα του 18ου και 19ου αιώνα, η φυσική υπόσταση του φύλου εντοπίστηκε κυρίως στην ανάδειξη της ανατομικά και φυσιολογικά θεμελιωμένης διαφορετικότητας του έμφυλου σώματος, η οποία ταυτίστηκε με το βιολογικό ρόλο των ανδρών και των γυναικών. Πολλές από αυτές τις προσεγγίσεις οδήγησαν σε λανθασμένα αποτελέσματα, κοινωνικές διακρίσεις και ισχυρά κινήματα αμφισβήτησης. Στο παρελθόν δόθηκε μεγάλη έμφαση στη μελέτη των διαφορών ή των ομοιοτήτων μεταξύ ανδρών και γυναικών σε κοινωνικό επίπεδο που επηρεάζουν τη συμπεριφορά, τον τρόπο ζωής και την υγεία. Ωστόσο δεν δόθηκε η δέουσα προσοχή στη μελέτη των πιθανών διαφορών σε κυτταρικό και μοριακό επίπεδο λειτουργίας του οργανισμού. Παρόλο που ανατομικά είναι φανερό γιατί οι άνδρες αναπτύσσουν καρκίνο του προστάτη και οι γυναίκες καρκίνο των ωοθηκών δεν είναι καθόλου φανερό γιατί στις γυναίκες επανέρχεται ευκολότερα από τους άνδρες η λεκτική ικανότητα μετά από εγκεφαλικό επεισόδιο ή γιατί οι γυναίκες παρουσιάζουν σοβαρότερες ανεπιθύμητες ενέργειες μετά από χορήγηση μερικών φαρμάκων όπως είναι οι [αναστολείς διαύλων ασβεστίου] (φάρμακα για παθήσεις του καρδιαγγειακού).

Οι πρόσφατες ανακαλύψεις της Βιολογίας έδειξαν ότι πολλές φυσιολογικές αλλά και παθολογικές λειτουργίες επηρεάζονται άμεσα ή έμμεσα από βιολογικές διαφορές που συνδέονται με το φύλο. Η μελέτη των βιολογικών διαφορών των δύο φύλων δεν αποκλείει άλλους εξίσου σημαντικούς παράγοντες, αφού σήμερα η ερευνητική κοινότητα πιστεύει ότι η ασθένεια είναι αποτέλεσμα πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών παραγόντων.

Οι ραγδαίες εξελίξεις στον τομέα της Mοριακής Bιολογίας έδειξαν ότι πολλές από τις διαφορές στο επίπεδο της υγείας και της ασθένειας μεταξύ των δύο φύλων μπορεί να συνδέονται με τον φυλετικό γονότυπο (γενετική σύσταση ενός ατόμου) (ΧΧ για τα θήλεα και ΧΥ για τα άρρενα άτομα). Σήμερα γνωρίζουμε ότι κάθε κύτταρό μας φέρει συνολικά 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων (22 ζεύγη αυτοσωμικά-χρωμοσώματα και 1 ζεύγος φυλετικών χρωμοσωμάτων). Ο καθορισμός του φύλου βασίζεται στην παρουσία ή απουσία του Υ φυλετικού χρωμοσώματος στο οποίο πρόσφατα βρέθηκε ένα καταλυτικό αρρενοκαθοριστικό γονίδιο, το [SRY]. Έτσι, ο καρυότυπος (η ταξινόμηση των χρωμοσωμάτων ενός ατόμου σύμφωνα με το μέγεθος και το σχήμα τους) ενός φυσιολογικού θήλεος ατόμου είναι 46,ΧΧ και ενός φυσιολογικού άρρενος ατόμου 46,ΧΥ. Χωρίς το Υ χρωμόσωμα το άτομο αναπτύσσεται σε θηλυκό, παρουσία του Υ αναπτύσσεται σε αρσενικό. Ενώ τα 22 ζεύγη αυτοσωμικών χρωμοσωμάτων είναι μορφολογικά όμοια στα αρσενικά και στα θηλυκά άτομα, τα κύτταρα των θηλυκών ατόμων περιέχουν δύο χρωμοσώματα Χ (γονότυπος ΧΧ), ενώ τα κύτταρα των αρσενικών ατόμων ένα Χ και ένα μικρότερο Υ χρωμόσωμα (γονότυπος ΧΥ). Κατά τη γαμετογένεση (αλληλουχία γεγονότων που οδηγούν στην παραγωγή των σπερματοζωαρίων στους άρρενες και των ωαρίων στα θήλεα), ακολουθείται μια διαδικασία κατά την οποία αρχέγονα κύτταρα που φέρουν 23 ζέυγη χρωμοσωμάτων «διασπώνται» και δίδουν γένεση σε θυγατρικά κύτταρα που φέρουν το μισό αριθμό χρωμοσωμάτων (γαμέτες), ούτως ώστε όταν ενωθεί ένα ωάριο με ένα σπερματοζωάριο το κύτταρο που δημιουργείται (ζυγωτό) να φέρει και πάλι 23 ζεύγη χρωμοσωμάτων για να «αρχίσει η ζωή». Δεδομένου ότι τα χρωμοσώματα είναι κομμάτια DNA τυλιγμένα σαν κουβάρι γύρω από πρωτεΐνες και ότι το DNA αποτελεί το γενετικό υλικό του ανθρώπου που περιέχει όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τις λειτουργίες του οργανισμού σε ειδικές μονάδες που ονομάζονται γονίδια, μπορούμε να θεωρήσουμε τα χρωμοσώματα ως "τόμους" και τα γονίδια ως "σελίδες" του "βιβλίου της ζωής".

Ιδιαίτερα σημαντική είναι η ανακάλυψη ότι τα γονίδια των φυλετικών χρωμοσωμάτων μπορεί να εκφράζονται με διαφορετικό τρόπο στους άνδρες και στις γυναίκες εξαιτίας πολλών διαφορετικών παραγόντων (λόγω της παρουσίας ενός ή 2 αντιγράφων του γονιδίου, λόγω διαφορετικών γεγονότων κατά τη μείωση, λόγω πιθανής αδρανοποίησης του Χ χρωμοσώματος κ.λπ.). Η μείωση, είδος κυτταρικής διαίρεσης, είναι ένας μηχανισμός που αυξάνει τη γενετική ποικιλομορφία, αντίθετα από τη μίτωση, που με την εξαίρεση των μεταλλάξεων παράγει κύτταρα με την ίδια σύσταση γενετικού υλικού. Η κληρονομικότητα είτε του αρσενικού γονότυπου είτε του θηλυκού μπορεί να επηρεαστεί περαιτέρω από την πηγή (μητρική ή πατρική) του Χ χρωμοσώματος. Ειδικότερα το χρωμόσωμα Χ φαίνεται να συνδέεται όχι μόνο με τη σεξουαλική διαφοροποίηση αλλά και με πολλές ασθένειες. Πρόσφατα οι επιστήμονες αναγνώρισαν το γονιδιακό περιεχόμενο του χρωμοσώματος Χ και εντόπισαν ένα μεγάλο αριθμό γονιδίων που είναι υπεύθυνα για την έκλυση νοσημάτων. Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι γυναίκες έχουν 2 χρωμοσώματα Χ ενώ οι άνδρες 1. To χρωμόσωμα X είναι πολύ μεγαλύτερο και περιέχει πολύ περισσότερα γονίδια από το χρωμόσωμα Υ. Επειδή στις γυναίκες μόνο 1 από τα 2 Χ χρωμοσώματα είναι ενεργό στην ολότητά του, στην ουσία γυναίκες και άνδρες έχουν μόνο 1 πλήρως ενεργό χρωμόσωμα Χ. Οι επιστήμονες που ανακάλυψαν τον γενετικό κώδικα του χρωμοσώματος Χ διαπίστωσαν ότι τα γονίδια που φέρει σχετίζονται με περισσότερες από 300 ασθένειες. Το χρωμόσωμα Χ φέρει 1100 γονίδια που αντιπροσωπεύουν περίπου το 5% του συνόλου των γονιδίων που υπάρχουν στον άνθρωπο, ενώ το χρωμόσωμα Υ φέρει περίπου 100 γονίδια, που δεν υπάρχουν στο χρωμόσωμα Χ. Φαίνεται ότι στους άνδρες τα γονίδια του χρωμοσώματος Υ φέρουν τον γενετικό κώδικα για τη σύνθεση πρωτεϊνών που δημιουργούν τα ανδρικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένων των ανδρικών γεννητικών οργάνων και την ικανότητα παραγωγής σπέρματος.

Ασθένειες που σήμερα γνωρίζουμε ότι σχετίζονται με το φύλο και εκφράζονται με ιδιαίτερα σοβαρή μορφή στους άνδρες περιλαμβάνουν την αιμορροφιλία, το δαλτονισμό, τον αυτισμό, τη μυϊκή δυστροφία Duchenne και άλλες. Οι γυναίκες δεν φαίνεται να είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στις συγκεκριμένες ασθένειες, ίσως γιατί παρόλο που μόνο το 1 Χ χρωμόσωμα είναι ενεργό, εάν αυτό παρουσιάσει πρόβλημα, το άλλο αντίγραφο φαίνεται να έχει τη δυνατότητα να λειτουργήσει έτσι ώστε να μην εκφραστεί η συγκεκριμένη ασθένεια στη σοβαρή μορφή της. Τα αποτελέσματα αυτά δεν σημαίνουν απαραιτήτως ότι οι γυναίκες είναι λιγότερο ευάλωτες σε όλες τις ασθένειες, αφού γνωρίζουμε ότι υπάρχουν πολλά νοσήματα όπως για παράδειγμα αυτά του ανοσοσοποιητικού συστήματος (ερυθηματώδης λύκος, πολλαπλή σκλήρυνση, ρευματοειδής αρθρίτιδα, κ.ά) και του κεντρικού νευρικού νοσήματος (κατάθλιψη, άγχος, αντιδράσεις πανικού) που παρουσιάζονται με μεγαλύτερη συχνότητα και με σοβαρότερη μορφή στις γυναίκες και παραμένει στόχος μελλοντικών ερευνών να ανακαλυφθεί εάν και αυτές συνδέονται με χρωμοσωμικές βλάβες. Οι ανακαλύψεις αυτές επιβεβαιώνουν ότι υπάρχουν πολλαπλές διαφορές στη βασική κυτταρική βιοχημεία των ανδρών και των γυναικών οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν την υγεία τους. Πολλές από αυτές τις διαφορές μπορεί να οφείλονται στο διαφορετικό ορμονικό περιβάλλον που εκτίθενται τα 2 φύλα, αλλά μπορεί να είναι και αποτέλεσμα γενετικών διαφορών. Περισσότερη έρευνα πρέπει να διεξαχθεί με στόχο να διευκρινισθούν πλήρως οι λειτουργίες των γονιδίων των Χ και Υ φυλετικών χρωμοσωμάτων, ώστε να γίνει αντιληπτό το πώς οι γενετικές διαφορές επηρεάζουν όλα τα επίπεδα της βιολογικής οργάνωσης (κύτταρο, όργανο, συστήματα οργάνων, οργανισμό), συμπεριλαμβανομένης της ευπάθειας στην ασθένεια, και να αναπτυχθούν ευαίσθητα συστήματα που θα μπορούν να διακρίνουν τις γενωμικές από τις ορμονικές επιδράσεις.

Αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο φύλων ως προς την υγεία και την ασθένεια εμφανίζονται καθ’όλη τη διάρκεια του βιολογικού κύκλου, παρόλο που η έκφρασή τους διαφοροποιείται στις διαφορετικές φάσεις της ζωής. Μερικές διαφορές οφείλονται στην ενδομήτρια ανάπτυξη η οποία προετοιμάζει τους ιστούς για την μετέπειτα ενεργοποίηση τους σε άρρενες ή θήλεις. Κατά την προγεννητική περίοδο, ο καθορισμός και η διαφοροποίηση του φύλου διενεργείται με τη βοήθεια μιας σειράς συνεχών διαδικασιών που ρυθμίζονται από γενετικούς και περιβαλλοντικούς παράγοντες. Οι ορμόνες του φύλου, με κύριες τα οιστρογόνα και την τεστοστερόνη, καθορίζουν πολλές από τις διαφορές των φύλων σε επίπεδο λειτουργίας οργάνων και συμπεριφοράς. Κατά την ήβη, μεταβολές στις ορμόνες αυτές διευκολύνουν την ανάπτυξη των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου που οδηγούν στη σεξουαλική αφύπνιση, στη διεκδίκηση και ωρίμανση του σεξουαλικού ρόλου του ατόμου. Πρόκειται για μια φάση που χαρακτηρίζεται από μεγάλες ορμονικές, βιολογικές, σωματικές και συναισθηματικές αλλαγές. Το σώμα των εφήβων αφυπνίζεται βιολογικά και σεξουαλικά και οι αλλαγές αυτές τοποθετούν το πλαίσιο των βιολογικών διαφορών που παραμένουν σε όλη τη διάρκεια της ζωής και συνεισφέρουν στην εμφάνιση και εξέλιξη πολλών νοσημάτων. Επίσης, το γήρας συνδέεται με μεγάλες μεταβολές σε όλα τα επίπεδα της λειτουργίας των οργάνων του σώματος, που διαφοροποιούνται μεταξύ των ανδρών και γυναικών, γεγονός που επίσης μπορεί να καθορίσει την έκφραση και την έκβαση της ασθένειας αλλά και την επιλογή της κατάλληλης φαρμακοθεραπείας. Γι’αυτό και οι μελέτες των διαφορών μεταξύ των 2 φύλων ως προς την υγεία και την ασθένεια πρέπει να διεξάγονται στα διαφορετικά στάδια της ζωής, αφού και αυτά φαίνεται να είναι καθοριστικά.

Αν και οι εξελίξεις στην βιολογική έρευνα είναι ραγδαίες οι γνώσεις μας παραμένουν περιορισμένες στο επίπεδο της πλήρους κατανόησης της φυλετικής διαφοροποίησης και του σεξουαλικού προγραμματισμού σε όλα τα στάδια της ζωής. Διαφορετικοί ορισμοί όπως βιολογικό φύλο [sex- φύλο των γονάδων ] και κοινωνικό φύλο [gender]- ατομική αντίληψη του φύλου που συνδέεται με συμπεριφορά και προσδοκίες των ατόμων) δείχνουν ότι η έννοια της σεξουαλικής ταυτότητας παραμένει αδιευκρίνιστη. Οι προσπάθειες της Βιολογίας να απαντήσει σε πολλές από τις ποικιλομορφίες που αφορούν την ταυτότητα του φύλου είναι ακόμα περιορισμένες. Οπωσδήποτε όμως οι νέες ανακαλύψεις της σε σχέση με το γονιδιακό περιεχόμενο των φυλετικών χρωμοσωμάτων μπορεί να διευκολύνουν την κατανόηση των βιολογικών διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών και κυρίως να οδηγήσουν στη βέλτιστη αντιμετώπιση της ασθένειας.


Εσωτερικές συνδέσεις

Φύλο και επιστήμες υγείας

Φύλο και σεξουαλικότητα


Βιβλιογραφικές αναφορές

Arnold, A. P.(2004) «Sex chromosomes and brain gender», Nature Rev. Neurosci., 5, 701–708. [άρθρο σε περιοδικό]

Ballabio Andrea, Nelson David and Rozen Steve, (2006) «Genetics of disease. The sex chromosomes and human disease», Current Opinion in Genetics & Development, 16:209–212. [άρθρο σε περιοδικό]

Blair L. Martha, (2007) «Sex-based differences in physiology: what should we teach in themedical curriculum?» Adv Physiol Educ 31: 23–25. [άρθρο σε περιοδικό]

Bocklandt Sven and Vilain Eric, (2007) «Sex Differences in Brain and Behavior: Hormones Versus Genes», Advances in Genetics, Vol. 59, 245-266 [άρθρο σε περιοδικό]

Fausto-Sterling Anne, Daniel D. Federman, Barbara Ann Gilchrest, Melvin M. Grumbach, Shriki Kumanyika,Judith H. LaRosa, Michael D. Lockshin, Jill Panetta, Carmen Sapienza, Sally E. Shaywitz, John G. Vandenbergh, Huntington F. Willard, (2001), «Exploring the Biological Contributions to Human Health: Does SexMatter? Committee on Understanding the biology of sex and gender differences» National Academy of Sciences. http://www. nap.edu/ catalog/ 10028. html [άρθρο στο διαδίκτυο]

Gurwitz, J., (2005) «The age/gender interface in geriatric pharmacotherapy»., J. Women Health 14, 68–72. [άρθρο σε περιοδικό]

Koopman P.,(2001) «The genetics and biology of vertebrate sex determination», Cell; 105:843-7. [άρθρο σε περιοδικό]

McElreavey Ken and Fellous Marc, (1997) «Sex determining gene», Trends in Endocrinology and Metabolism, Vol.8, No. 9,342-346. [άρθρο σε περιοδικό]

Mustanski BS, Chivers ML, Bailey JM, (2002) « A critical review of recent biological research on human sexual orientation», Annu Rev Sex Res.13:89-140. [άρθρο σε περιοδικό]

Ordovas Μ. Jose, (2007) «Gender, a Significant Factor in the Cross Talk Between Genes, Environment, and Health», Gender Medicine,VoL. 4, Suppl. B, 111-122. [άρθρο σε περιοδικό]

Ross MT, Grafham DV, Coffey AJ, (2005) «The X factor, The DNA sequence of the X chromosome», Nature, 434, 325-337. [άρθρο σε περιοδικό]

Rossouw JE., (2002) «Hormones, genetic factors, and gender differences in Cardiovascular disease», Cardiovasc Res., 53:550-557. [άρθρο σε περιοδικό]

Savolainen Vincent & Lehmann Laurent, (2007) « Evolutionary biology: genetics and bisexuality», Nature, 445, 158 – 159. [άρθρο σε περιοδικό]

Schwartz, JB (2007) «The Current State of Knowledge on Age, Sex,and Their Interactions on Clinical Pharmacology», Clinical Pharmacology & Therapeutics, Vol. 82, Number 1, 87-96. [άρθρο σε περιοδικό]

Stotland L. Nada, (2001) «Gender-Based Biology», Am J Psychiatry, 158:2, 161-162. [άρθρο σε περιοδικό]

Tilghman SM., (1999) «The sins of the fathers and mothers: genomic imprinting in mammalian development», Cell, 96:185-93. [άρθρο σε περιοδικό]


Ειδική βιβλιογραφία

Ellis Lee, Hershberger Scott , Field Evelyn , Wersinger Scott, Pellis Sergio, Geary David, Palmer Craig , Hoyenga Katherine , Hetsroni Amir , Karadi Kazmer (2008) «Sex Differences Summarizing More than a Century of Scientific Research» by Psychology Press ISBN: 978-0-8058-5959-1. [αυτοτελές έργο]

Geary C. David (1998) «Male, Female: The Evolution of Human Sex Differences» by American Psychological Association, ISBN: 1-555798-527-8. [αυτοτελές έργο]

Ortner B. Sherry and Whitehead H., (1981) Sexual Meanings: The Cultural Construction of Gender and Sexuality. Cambridge University Press.[αυτοτελές έργο]

Willard HF. (2001) «The sex chromosomes and X chromosome inactivation». In: Scriver CR, Beaudet AL, Sly WS, Valle D, eds. The metabolic and molecular bases of inherited disease. 8th ed. New York: McGraw-Hill, 1191-211.[άρθρο σε συλλογικό τόμο]

Αθανασίου Αθηνά «Γυναίκες και Φύλα: Ανθρωπολογικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις Η Μελέτη του Φύλου ως Αναλυτικού Εργαλείου στο Χώρο τηςΥγείας». Εκπόνηση μελέτης-έργο ΕΠΕΑΕΚ «ΠΜΣ-Γυναίκες και Φύλα: Ανθρωπολογικές και ιστορικές προσεγγίσεις». Πανεπιστήμιο Αιγαίου, Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας. http://www.aegean.gr/Social-Anthropology/ msc/ activity/msc-woman-gender-gr-activity-research-athanasiou.pdf [αυτοτελές έργο στο διαδίκτυο]