Φύλο και γλώσσα

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Θ.-Σ. Παυλίδου


Δεν είναι λίγοι οι επιστημονικοί κλάδοι που έχουν να πουν σημαντικά πράγματα για τη γλώσσα, ωστόσο είναι προνόμιο της γλωσσολογίας να την έχει ως κατεξοχήν αντικείμενό της. Το φύλο, αντίθετα, δεν θα μπορούσε να διεκδικήσει αυτονόητα μια θέση στον χώρο της σύγχρονης γλωσσολογίας γενικά, αν και δεν ήταν εντελώς άγνωστο σε ορισμένες προσεγγίσεις της γλώσσας. Ήδη από την αρχαιότητα η συζήτηση του ‘γραμματικού γένους’ [grammatical gender], δηλαδή της μορφολογικής τάξης (π.χ. ‘θηλυκό’, ‘αρσενικό’, ‘ουδέτερο’), στην οποία ανήκει ένα ουσιαστικό, επίθετο ή άλλο μέρος του λόγου, παραπέμπει και στο φύλο (‘φυσικό γένος’) ως εξωγλωσσική, βιολογικά προσδιοριζόμενη, κατηγορία (sex=βιολογικό φύλο). Εξάλλου, διαλεκτολογικές και εθνογλωσσολογικές έρευνες αναφέρουν τις γυναίκες, οι μεν πρώτες ως παράγοντα διατήρησης μιας διαλέκτου (και άρα ως προτιμώμενους πληροφορητές [sic] στη συλλογή διαλεκτολογικού υλικού) οι δε δεύτερες ως πηγή γλωσσικών ποικιλιών (των λεγομένων «γυναικείων γλωσσών») που αποκλίνουν από τη νόρμα (διάβαζε ‘γλώσσα των αντρών’). Τέλος, το φύλο, όπως και άλλες κοινωνικές κατηγορίες (π.χ. η κοινωνική τάξη και η ηλικία των ομιλητών και ομιλητριών μιας γλώσσας), καταλαμβάνει σημαντική θέση στον κοινωνιογλωσσολογικό προβληματισμό της δεκαετίας του ’60: οι παραπάνω κοινωνικές κατηγορίες συνιστούν τις εξωγλωσσικές μεταβλητές από τις οποίες θεωρείται ότι εξαρτάται η διαφοροποίηση (ποικιλότητα) της γλωσσικής χρήσης και κατ’ επέκταση της ίδιας της γλώσσας (βλ. Labov 1966 και 1972). Σ’ αυτό το πλαίσιο διαπιστώνεται, για παράδειγμα, ότι οι γυναίκες τείνουν περισσότερο προς την πρότυπη γλώσσα και την υπερδιόρθωση (την υπέρμετρη προσαρμογή των γλωσσικών τύπων που χρησιμοποιούν στο γλωσσικό πρότυπο της ανώτερης κοινωνικής τάξης).

Ωστόσο, το φύλο από τη σκοπιά της αντρικής κυριαρχίας εισάγεται στη γλωσσολογία –όπως και σε άλλους επιστημονικούς χώρους– μόνο μετά την εμφάνιση του νεοφεμινιστικού κινήματος στα τέλη της δεκαετίας του ’60. Κατά τη δεκαετία του ’70, την εποχή δηλαδή που το κίνημα των γυναικών εδραιώνεται και αρχίζουν να αναπτύσσονται οι Γυναικείες Σπουδές (αργότερα: Σπουδές Φύλου)[1], ξεκινά και η ερευνητική δραστηριότητα σε θέματα γλώσσας και φύλου από μια φεμινιστική οπτική γωνία στο πλαίσιο της γλωσσολογίας. Το φύλο εκλαμβάνεται πλέον ως συνάρτηση κοινωνικοπολιτισμικών παραγόντων κάτω από συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες, γεγονός που αντικατοπτρίζεται στη σταδιακή επικράτηση του όρου ‘gender’ - κοινωνικό φύλο έναντι του ‘sex’ - βιολογικό φύλο. Μεγάλο μέρος των πρώτων ερευνών εστιάζεται στο ερώτημα αν σε μια αντροκρατική κοινωνία η γλώσσα και η γλωσσική διεπίδραση φέρουν το στίγμα των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα, αν υπάρχει δηλαδή ένας γλωσσικός σεξισμός [linguistic sexism], και προσκομίζουν μαρτυρίες για την ανισότιμη αντιμετώπιση των γυναικών στον χώρο των γλωσσικών αναπαραστάσεων και του συμβολικού[2]. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λεγόμενη γενικευτική χρήση του αρσενικού γένους [generic he], η χρήση δηλαδή του αρσενικού για να αναφερθούμε και σε γυναίκες• π.χ. λέγοντας οι Έλληνες εννοούμε τους Έλληνες και τις Ελληνίδες, καθιστώντας περιττή τη ρητή αναφορά –με το θηλυκό γένος– στις γυναίκες. Πολύ συχνά όμως μαζί με το θηλυκό γένος εξαφανίζεται και το γυναικείο φύλο αποκαλύπτοντας ένα αμιγώς αντρικό σύμπαν του λόγου[3]. Η ευρέως συζητημένη –για διαφορετικούς λόγους– ρήση εκπροσώπου της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας Οι Έλληνες τρία πράγματα δεν δανείζουν: το αυτοκίνητο, τη σημαία και τη γυναίκα τους δεν αφήνει αμφιβολίες για το φύλο ‘των Ελλήνων’ στην Ελλάδα του 21ου αιώνα: η φράση και τη γυναίκα τους προερχόμενη από τον συγκεκριμένο ομιλητή ακυρώνει κάθε πιθανότητα να συμπεριλαμβάνονται και γυναίκες στη φράση οι Έλληνες. Επιπλέον, το γεγονός ότι «το αρσενικό είναι γενικά το ισχυρότερο προσωπικό γένος» (Τριανταφυλλίδης 1978: 216) έχει ως συνέπεια να ακυρώνεται η θεωρητική συμμετρία αρσενικού και θηλυκού γένους και να προκύπτει το θηλυκό ως αντιγραμματικό σε ορισμένες περιπτώσεις (σημειώνονται με τον αστερίσκο *). Λέμε, για παράδειγμα, Ο Γιάννης και η Μαρία ήταν πολύ ευτυχισμένοι, όχι όμως *Ο Γιάννης και η Μαρία ήταν πολύ ευτυχισμένες. Επίσης, στην ερώτηση Έδωσες τα βιβλία στις φοιτήτριες που τα ζήτησαν; μπορούμε να απαντήσουμε με την πρόταση Θα τους τα δώσω αύριο, αλλά όχι με την *Θα τις τα δώσω αύριο.

Και από άλλες απόψεις, όμως, το αρσενικό αποδεικνύεται ισχυρό στην ελληνική γλώσσα. Σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα (βλ. Παυλίδου κ.ά. 2004), η οποία στηρίχθηκε στην ηλεκτρονική ανάλυση και επεξεργασία όλων των ουσιαστικών που περιέχει το Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998), τα θηλυκά ουσιαστικά είναι σχεδόν διπλάσια των αρσενικών. Ωστόσο, η αναλογία αυτή αντιστρέφεται αν περιοριστούμε σε όσα ουσιαστικά δηλώνουν πρόσωπο• υπάρχουν, με άλλα λόγια, δύο φορές περισσότερα αρσενικά ουσιαστικά για τη δήλωση προσώπου από ό,τι θηλυκά. Όπως όμως απέδειξε η παραπάνω έρευνα, το γραμματικό γένος (θηλυκό, αρσενικό) εναρμονίζεται σχεδόν απόλυτα με το φύλο (γυναίκα, άντρας). Συνεπώς, το ελληνικό λεξιλόγιο –σε επίπεδο ουσιαστικών– αντροκρατείται με την έννοια ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα ουσιαστικά που δηλώνουν άντρες παρά γυναίκες.

Βέβαια η ποσοτική κυριαρχία του αντρικού φύλου δεν συνεπάγεται αυτόματα και μια πιο θετική στάση απέναντί του ή μια ευμενέστερη προβολή του σε σχέση με το γυναικείο. Διάφορες ενδείξεις όμως μαρτυρούν και μια ποιοτικά διαφορετική μεταχείριση των φύλων και στο λεξιλόγιο της ελληνικής γλώσσας. Για παράδειγμα, το ποσοστό των θηλυκών ουσιαστικών που αναφέρονται σε μια γυναίκα αξιολογώντας την εξωτερική εμφάνισή της (ή χαρακτηριστικά που συνδέονται με τη σεξουαλικότητα), π.χ. φάλαινα, μανούλι, είναι συγκριτικά πολύ μεγαλύτερο από το αντίστοιχο για άντρες, π.χ. στραβούλιακας, μπουλούκος, (βλ. Παυλίδου κ.ά. 2004). Άλλωστε η διάκριση των γυναικών σε κυρίες και δεσποινίδες (όχι όμως κυρίων και άλλων μη έγγαμων αντρών) στο ελληνικό λεξιλόγιο, πάγιες εκφράσεις όπως η χήρα του Μιχαηλίδη (όχι όμως ο χήρος της Μιχαηλίδου) κ.ά. δείχνουν ότι η γυναίκα δεν αντιμετωπίζεται ισότιμα με τον άντρα αλλά σε εξάρτηση από αυτόν.

Τα παραπάνω δεν συνιστούν ιδιαιτερότητα της ελληνικής γλώσσας[4] (και κοινωνίας), όπως προκύπτει και από το πρόσφατο τρίτομο έργο των Hellinger & Bussman (2001-2003): δεδομένα από 30 γλώσσες αποκαλύπτουν πεδία αναπαραστάσεων όπου η γυναικεία παρουσία δεν βαραίνει το ίδιο με την αντρική, η γυναίκα ορίζεται από την οπτική γωνία του άντρα και σε σχέση μ’ αυτόν, οι γυναικείες ιδιότητες και δραστηριότητες προβάλλονται ως κατώτερες των αντρικών κ.ά. Πρέπει να τονιστεί ότι μελέτες αυτού του είδους δεν παρέχουν απλώς πληροφορίες για τυπολογικά διαφορετικές γλώσσες (π.χ. γλώσσες με ή χωρίς γραμματικό γένος), στοιχειοθετώντας με τον τρόπο αυτό έναν ουσιαστικό αντίποδα στην αγγλοκεντρική προσήλωση των πρώιμων ερευνών• αποτελούν ταυτόχρονα προϋπόθεση για την αναζήτηση καθολικών χαρακτηριστικών στον τρόπο με τον οποίο οι γλώσσες κατοπτρίζουν την πραγματικότητα, και ειδικότερα τις σχέσεις εξουσίας και την κοινωνική ανισότητα. Οι τυπολογικές διαφοροποιήσεις των γλωσσών εμφανίζουν ενδιαφέρον και από τη σκοπιά της λεγόμενης γλωσσικής σχετικότητας, τον προβληματισμό δηλαδή αν και σε ποιο βαθμό οι δυνατότητες που παρέχει μια γλώσσα στις ομιλήτριες και στους ομιλητές της για την περιγραφή τής πραγματικότητας επηρεάζει την πρόσληψή τους αυτής της πραγματικότητας. Ειδικότερα, σε σχέση με το φύλο, ερευνητικά δεδομένα[5] ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του ’80 δείχνουν ότι η ύπαρξη γραμματικού γένους ενδέχεται να επηρεάζει π.χ. την αντίληψη αντικειμένων/ζώων ως αρσενικών ή θηλυκών ανάλογα με το γραμματικό γένος που έχουν οι αντίστοιχες λέξεις για τη δήλωσή τους.

Μια άλλη ομάδα ερευνών (βλ. π.χ. Maltz & Borker 1982, Fishman 1983, West & Zimmerman 1983, Tannen 1994) εξετάζει τη συμπεριφορά γυναικών και αντρών στη γλωσσική επικοινωνία, ειδικότερα στον τρόπο με τον οποίο τα δύο φύλα χρησιμοποιούν τη γλώσσα, συμμετέχουν στην οργάνωση της συνομιλίας, αναπτύσσουν επικοινωνιακές στρατηγικές, εκφράζουν στάσεις και συναισθήματα απέναντι στα άτομα με τα οποία συνομιλούν κ.ά. Εντοπίζονται ποικίλες διαφορές στη γλωσσική συμπεριφορά αντρών και γυναικών, και συχνά γίνεται λόγος για ένα χαρακτηριστικό ‘γυναικείο’ ύφος, σε αντιδιαστολή προς το ‘αντρικό’. Τις περισσότερες φορές η ερμηνεία αυτής της διαφοροποίησης αναζητείται στην ιεραρχική θέση των φύλων στην κοινωνία και στις νόρμες που διέπουν την κοινωνικοποίηση και τη συμπεριφορά τους. Ωστόσο, μια συνολική αποτίμηση των επιμέρους μελετών αποφέρει ότι οι διαφορές αυτές είναι συχνά απόρροια της περίστασης της επικοινωνίας, του ευρύτερου κοινωνικού, θεσμικού και πολιτισμικού πλαισίου, της σχέσης ανάμεσα στα συνομιλούντα άτομα κτλ.[6] Ο συνυπολογισμός των παραπάνω παραγόντων οδηγεί βέβαια σε μια επαρκέστερη περιγραφή της διαφοροποίησης και επιτρέπει τη διαπίστωση ορισμένων τάσεων στη γυναικεία/αντρική γλωσσική συμπεριφορά, π.χ. τον εντονότερο προσανατολισμό των γυναικών στις διαπροσωπικές λειτουργίες της γλώσσας, τη μεγαλύτερη προθυμία τους για συνεργασιμότητα, αλληλεγγύη κτλ. (βλ. Holmes 1993). Ωστόσο, δεν αλλάζει τον πυρήνα των προτεινόμενων ερμηνειών, οι οποίες εκλαμβάνουν το φύλο ως κοινωνικά κατασκευασμένο μεν, αλλά ανεξάρτητο από τη γλώσσα και δεδομένο, και το επικαλούνται για να εξηγήσουν τις όποιες διαφορές στη γλωσσική συμπεριφορά αντρών/γυναικών. Ήδη όμως από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 η άποψη αυτή σταδιακά αμφισβητείται.

Για να γίνει σαφέστερος ο σχετικός προβληματισμός, ας δούμε ένα παράδειγμα από τα ελληνικά. Όπως έχει επανειλημμένα διαπιστωθεί (βλ. π.χ. Swann 1992, Altani 1992), στο πλαίσιο της σχολικής τάξης τα κορίτσια μιλούν λιγότερο από τα αγόρια. Επιπλέον έχει παρατηρηθεί (βλ. Παυλίδου 1999 και 2000) ότι α) στη διεπίδρασή τους με την καθηγήτρια ή τον καθηγητή τα κορίτσια αναπτύσσουν σε μικρότερο βαθμό γλωσσικές πρωτοβουλίες σε σχέση με τα αγόρια και β) οι γλωσσικές πρωτοβουλίες των κοριτσιών εστιάζονται συχνότερα στη διαχείριση ζητημάτων της τάξης ή της διεπίδρασης και όχι τόσο στο περιεχόμενο του μαθήματος ή της τρέχουσας συζήτησης όπως συμβαίνει με τις γλωσσικές πρωτοβουλίες των αγοριών. Στην προκειμένη περίπτωση έχουμε την ίδια περίσταση της επικοινωνίας, το ίδιο θεσμικό και πολιτισμικό πλαίσιο κτλ., αλλά το τι κάνουν τα παιδιά μέσα στην τάξη δεν μπορεί να αναλυθεί πλήρως αν δεν ληφθούν υπόψη οι ιδιαιτερότητες της διεπίδρασης ανάμεσα σε μαθητές/τριες και διδάσκοντες/ουσες. Στο απόσπασμα (1), λόγου χάρη, η παρατεταμένη διαφωνία του Νάκη με την καθηγήτρια (Κ) δεν είναι μόνο αποτέλεσμα της δικής του επιμονής αλλά και της ανοχής της Κ, η οποία θα μπορούσε να είχε ασκήσει τη θεσμική της εξουσία πολύ νωρίτερα (όπως κάνει στη σειρά 27) για να βάλει τέλος στη συζήτηση (βλ. Pavlidou 2003):
(1) Από μάθημα αρχαίων σε μετάφραση σε γυμνάσιο της Β. Ελλάδας κατά το οποίο συζητείται η ραψωδία Χ της Ιλιάδας• στο συγκεκριμένο απόσπασμα ο μαθητής ‘Νάκης’ προσπαθεί να δικαιολογήσει, σε αντίθεση με την καθηγήτρια, τη σκληρότητα του Αχιλλέα όταν αυτός σκοτώνει τον Έκτορα.[7]

1 Κ [...] αλλά θέλει να έχει το χειρότερο θάνατο. (1΄΄) E:://
2 Νάκης //Πόλεμος είναι κυρία, δεν είναι:
3 Κ Oρίστε.
4 Νάκης Πόλεμος είναι, δεν είναι
5 Ρίτα Kαι σε ένα πόλεμο [(δεν );]
6 Κ [A, μια στιγμή.] O πόλεμος, εντάξει:
7 Τόλης Έχει και τα όρια του.
8 Κ Έχει και τα όρια του, πραγματικά.
9 Νάκης Tι, κυρία ( ) [(εχθρός του είναι κυρία)]
10 Κ [Eδώ δηλαδή] [το παραξηλώνει.]
11 Νάκης [Πόλεμος είναι, κυρία.]
12 Κ [Oρίστε.]
13 Νάκης [O εχθρός του είναι] ( η )
14 Κ Tι; 15 Μίνα [Aφού είναι βάρβαρος,] κυρία.
16 Νάκης [(Eχθρός του είναι)] (την τύχη του θα έβλεπε.)
17 ; [H τύχη;]
18 Κ [Nαι]. Θα μπορούσε να αρκεστεί στο να τον σκοτώσει, [...]
19 η εκδίκησή του//
20 Νάκης //Nαι όμως, κυρία//
21 Κ //>Aπό κει και πέρα< δεν είναι ανάγκη να κάνει τέτοια κουβέντα
22 Νάκης Oι: Tρώες, όταν σκότωσαν τον Πάτροκλο [προσπαθούσαν]
23 Κ [Έ:τσι ήταν.]
24 Νάκης να τον πάρουν όμως, κυρία.
25 Κ Nαι. Θέλω να πω ότι/ μα και ο Έκτορας, [...].
26 Aλλά στην ίδια παγίδα πέφτει κι ο Aχιλλέας τελικά.
27 Kαι θα ’ρθει και κεινού ο θάνατος. ((απευθυνόμενη σε άλλο παιδί)) Προχώρα.
Παρά το γεγονός ότι στα δεδομένα της συγκεκριμένης έρευνας οι περισσότερες περιπτώσεις παρατεταμένης διαφωνίας (γενικότερα: μη συναινετικότητας) προέρχονται από αγόρια, το φύλο μόνο έμμεσα θα μπορούσε να αποτελέσει ερμηνευτικό έρεισμα, π.χ. μέσω των διαφορετικών στάσεων που η καθηγήτρια ενδέχεται να έχει απέναντι σε αγόρια και κορίτσια, και της συνακόλουθης διαφοροποιημένης αντιμετώπισής τους. Επιπλέον, σπάνια μια συμπεριφορά χαρακτηρίζει αποκλειστικά μόνο τα αγόρια ή μόνο τα κορίτσια. Για παράδειγμα, η παρατεταμένη μη συναινετικότητα και ο προσανατολισμός προς το περιεχόμενο του μαθήματος, με μια συγκριτικά μεγάλη συχνότητα, δεν αποτελούν ίδιον των αγοριών στο πλαίσιο της διδακτικής διαδικασίας, όπως διαπιστώθηκε σε μεταγενέστερη έρευνα που έγινε σε λύκειο, σε δύο τμήματα της ίδιας τάξης και με τον ίδιο καθηγητή (Pavlidou 2002). Στο ένα τμήμα, που αποτελούνταν κατά 95% από κορίτσια, οι μαθήτριες εμφάνιζαν τα δύο αυτά χαρακτηριστικά στον ίδιο βαθμό με τους μαθητές του άλλου τμήματος, όπου ο αριθμός κοριτσιών-αγοριών ήταν περίπου ίδιος. Επομένως, τα ευρήματα αυτά δεν μπορούν να εξηγηθούν με μια απευθείας επίκληση του φύλου.[8]

Κατά συνέπεια, πολλές έρευνες άρχισαν να εστιάζουν την προσοχή τους στη μικρο-ανάλυση της επικοινωνίας, όχι για να εντοπίσουν διαφορές/ομοιότητες στη γλωσσική συμπεριφορά γυναικών και αντρών, αλλά για να εξετάσουν τις γλωσσικές πρακτικές συγκρότησης και διαπραγμάτευσης του φύλου. Η εξέλιξη αυτή επέφερε και μια δραστική επιστημολογική μετατόπιση• γιατί, αν οι έμφυλες ταυτότητες κατασκευάζονται και διαμορφώνονται μέσω της γλωσσικής διεπίδρασης, τότε η γλώσσα δεν είναι άμοιρη αυτών των διεργασιών, και επομένως το φύλο δεν μπορεί να θεωρείται ανεξάρτητο από τη γλώσσα και δεδομένο. Ταυτόχρονα, και κάτω από την επίδραση των εξελίξεων στον χώρο του θεωρητικού φεμινιστικού προβληματισμού, αμφισβητούνται και μια σειρά από υπόρρητες παραδοχές που συνόδευαν την έννοια του κοινωνικού φύλου, όπως η καθήλωσή του σε δύο διαζευκτικές και ομοιογενείς κατηγορίες (‘άντρας’-‘γυναίκα’), η πρωταρχικότητα του ‘βιολογικού’ φύλου έναντι του ‘κοινωνικού’ κ.ά.

Καθοριστικό ρόλο έπαιξε στο πλαίσιο αυτό η έννοια της κοινότητας της πρακτικής [community of practice] ως ενδιάμεσου κρίκου ανάμεσα σε μια συγκεκριμένη διεπίδραση και σε ευρύτερα μορφώματα, όπως π.χ. η ‘κοινωνική τάξη’, η ‘κοινωνία’ κτλ. που εισήγαγαν στη μελέτη της σχέσης γλώσσας και φύλου οι P. Eckert & S. McConnell-Ginet (1992, 1998). Λέγοντας κοινότητα της πρακτικής εννοούμε μια ομάδα ατόμων (π.χ. οικογένεια, διδακτικό προσωπικό ενός σχολείου, συνέλευση γονέων στο σχολείο αυτό) τα οποία, υπό το πρίσμα ενός κοινού εγχειρήματος και στη βάση αμοιβαίας δέσμευσης/εμπλοκής, αναπτύσσουν και μοιράζονται τρόπους γλωσσικής και μη γλωσσικής δράσης, αντιλήψεις, αξίες, σχέσεις εξουσίας. Το φύλο (και γενικότερα όλες οι κοινωνικές έννοιες) αποτελεί συνάρτηση των κοινοτήτων πρακτικής στις οποίες συμμετέχει ένα άτομο, αλλά και του τρόπου συμμετοχής του σε αυτές. Μια άλλη προσέγγιση που υπήρξε επίσης καθοριστική είναι αυτή που εκλαμβάνει το φύλο ως δραστηριότητα [‘doing gender’], βλ. West & Zimmerman 1987). Με τον τρόπο αυτό έρχεται στο προσκήνιο η ενεργός συμμετοχή των ομιλητών και ομιλητριών στην κατασκευή του φύλου, αλλά και το γεγονός ότι πρόκειται για μια συνεργατική και συνενοχική διαδικασία, εφόσον αυτό συμβαίνει στο πλαίσιο της γλωσσικής διεπίδρασης που από τη φύση της έχει δυαδικό χαρακτήρα. Εξάλλου, η αντίληψη του φύλου ως δραστηριότητας ή πράξης μάς επιτρέπει να το αντιμετωπίσουμε τόσο σε σχέση με το ‘πριν’ μιας συγκεκριμένης διεπίδρασης (πρβ. τη θεσμική ανακλαστικότητα του φύλου (‘institutional reflexivity’) κατά τον Goffman 1977) όσο και με το ‘μετά’, τη δυνατότητα δηλαδή αλλαγής των κείμενων σχέσεων εξουσίας, που σε τελευταία ανάλυση αποτελεί και απώτερο ζητούμενο μιας φεμινιστικής γλωσσολογίας. Παρόμοια είναι η άποψη περί επιτελεστικότητας του φύλου [gender performativity] που εκφράζεται και στον χώρο της φεμινιστικής θεωρίας από τη φιλόσοφο Judith Butler (βλ. π.χ. Butler 1988, 1990) –χωρίς όμως να υπάρχει, έστω και στοιχειωδώς, μια ‘συνομιλία’ ανάμεσα στις δύο προσεγγίσεις. Ωστόσο, ούτε η Butler ούτε οι West & Zimmerman καταπιάνονται με το πώς ακριβώς εκτυλίσσεται η διαδικασία της επιτέλεσης ή του πράττειν του φύλου στη γλωσσική διεπίδραση. Οι ‘λεπτομέρειες’ όμως της γλωσσικής διεπίδρασης αποτελούν κλειδί όχι μόνο για την κατανόηση του φύλου, όπως επισημαίνουν έρευνες που κινούνται στο πλαίσιο της Ανάλυσης Συνομιλίας [Conversation Analysis] (βλ. π.χ. Kitzinger 2000, 2007), αλλά και για τη συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων αλλαγής μέσα από τη δική μας καθημερινή πρακτική.

Συνοψίζοντας, μπορούμε να πούμε ότι ύστερα από 30 και πλέον χρόνια έρευνας για τη σχέση γλώσσας και φύλου δεν διαθέτουμε μια συνολική θεωρία η οποία είναι σε θέση να καλύψει όλες τις όψεις της σχέσης αυτής. Ωστόσο, μια συνεκτική θεωρία για το πώς το φύλο διαπλέκεται με τη γλώσσα και τη γλωσσική διεπίδραση σε καμία περίπτωση δεν μπορεί, κατά την άποψή μου, να αποφύγει το εννοιολογικό και επιστημολογικό τρίπτυχο της κοινότητας της πρακτικής, της επιτελεστικότητας του φύλου και της Ανάλυσης Συνομιλίας. Εκτός και αν μπορεί να προσφέρει εξίσου πειστικές προτάσεις για τα ζητήματα που άνοιξαν με αυτές τις προσεγγίσεις.


  1. Βλ. Παυλίδου 2006α.
  2. Στις κλασικές μελέτες της πρώτης περιόδου συγκαταλέγονται το βιβλίο της Robin Lakoff (Lakoff 1975) και ο συλλογικός τόμος που επιμελήθηκαν οι Barrie Thorne και Nancy Henley (Thorne & Henley 1975). Βλ. και Παυλίδου 1984, 2006.
  3. Βλ. και Παυλίδου 1985, Μακρή-Τσιλιπάκου 1989.
  4. Μια κάποια ‘ιδιαιτερότητα’ της ελληνικής έγκειται ενδεχομένως στο γεγονός ότι το γραμματικό γένος είναι πολύ πιο βαθιά ριζωμένο στο συγκεκριμένο γλωσσικό σύστημα σε σχέση με άλλες γλώσσες που έχουν μελετηθεί, και από αυτή την άποψη είναι πολύ πιο δύσκολο να εφαρμοστούν μηχανιστικές λύσεις για τη μη σεξιστική χρήση της ελληνικής από ό,τι σε γλώσσες όπως π.χ. η αγγλική ή διάφορες σκανδιναβικές γλώσσες (βλ. και Παυλίδου 2006).
  5. Βλ. Mills 1986, Τοπσακάλ 1995, Boroditsky, Schmidt & Phillips 2003.
  6. Αντίστοιχα στον χώρο της φεμινιστικής θεωρίας γίνεται λόγος για την ‘τομικότητα’ ( intersectionality) του φύλου με άλλες διαστάσεις της ταυτότητας, όπως η ηλικία, η κοινωνική τάξη, η φυλετική καταγωγή κ.ά.
  7. Για τα σύμβολα της απομαγνητοφώνησης βλ. Παυλίδου 2006β.
  8. Για μια γενικότερη συζήτηση των ζητημάτων αυτών βλ. Ochs 1992.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Altani, C. (1992). Gender Construction in Classroom Interaction: Primary Schools in Greece. Unpublished PhD thesis, University of Lancaster.

Boroditsky, L., Schmidt, L. A. & Phillips, W. (2003). «Sex, syntax, and semantics». Στο Gentner, D. & Goldin-Meadow, S. (επιμ.), Language in the Mind: Advances in the Study of Language and Thought. Cambridge, MA: The MIT Press, 61-79.

Butler, J. (1988). «Performative acts and gender constitution: An essay in phenomenology and feminist theory». Theatre Journal 49: 519-531.

Butler, J. (1990). Gender trouble: Feminism and the subversion of identiy. New York/London: Routledge.

Eckert, P. & McConnell-Ginet, S. (1992). «Think practically and look locally: Language and gender as community-based practice». Annual Review of Anthropology 21: 461-490.

Eckert, P. & McConnell-Ginet, S. (1998). «Communities of practice: Where language, gender, and power all live». Στο Coates J. (επιμ.), Language and Gender: A Ρeader, 484-494. Oxford: Blackwell.

Fishman, P. (1983). «Interaction: The work women do». Στο B. Thorne, C. Kramarae & N. Henley (επιμ.), Language, Gender and Society. Rowley, MA: Newbury Ηouse, 89-101.

Goffman, Ε. (1977). «Τhe arrangement of the sexes». Theory & Society 4: 301-331.

Hellinger, M. & Bussmann, H. (επιμ.) (2001-2003). Gender across Languages. 3 τόμοι. Amsterdam: John Benjamins.

Holmes, J. (1993). «Women’s talk: The question of sociolinguistic universals». Australian Journal of Communication 20: 125-149.

Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998). Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Μ. Τριανταφυλλίδη).

Kitzinger, C. (2000). «Doing feminist Conversation Analysis». Feminism & Psychology 10: 163-193.

Kitzinger, C. (2007). «Is ‘woman’ always relevantly gendered?». Gender and Language 1: 39-49.

Lakoff, R. (1975). Language and Woman’s Place. New York: Harper & Row.

Labov, W. (1966). The Social Stratification of English in New York City. Washington, DC: Center for Applied Linguistics.

Labov, W. (1972). Sociolinguistic Patterns. Philadelphia: University of Pennsylvania Press.

Μακρή-Τσιλιπάκου, Μ. (1989). The gender of άνθρωπος: An exercise in false generics. Proceedings of the 3d Symposium on the Description and/or Comparison of English and Greek. Aristotle University of Thessaloniki. School of English, Department of Theoretical and Applied Linguistics, 61-83. Thessaloniki: Unbiversity Studio Press.

Maltz, D. & Borker, R. (1982). A cultural approach to male/female miscommunication». Στο Gumperz, J. J. (επιμ.), Language and Social Identity. Cambridge: Cambridge University Press, 195-216.

Mills, A. (1986). The Acquisition of Gender: A Study of English and German. Berlin, Springer-Verlag.

Ochs, E. (1992). «Indexing gender». Στο Duranti, A. & Goodwin, C. (επιμ.), Rethinking Context: Language as an Interactive Phenomenon. Cambridge: Cambridge University Press, 335-358.

Παυλίδου, Θ.-Σ. (1985). «Παρατηρήσεις στα θηλυκά επαγγελματικά». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 5: 201-217.

Παυλίδου, Θ.-Σ. (1984). «Γλώσσα-Γλωσσολογία-Σεξισμός». Σύγχρονα Θέματα 21: 69-79.

Παυλίδου, Θ.-Σ. (1999). «Η γλωσσική πρωτοβουλία στη σχολική διεπίδραση». Ελληνική Γλωσσολογία ’97. Πρακτικά του Γ΄ Διεθνούς Γλωσσολογικού Συνεδρίου για την Ελληνική Γλώσσα. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 648-656.

Παυλίδου, Θ.-Σ. (2000). «Mεταξύ ευγένειας και αγένειας: αγόρια και κορίτσια στη σχολική διεπίδραση». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 20: 437-448.

Pavlidou, Th.-S. (2002). «Patterns of opposition in classroom interaction: Girls and boys in a Greek high school». Talk at the 2nd International Gender and Language Conference (IGALA2), Lancaster.

Pavlidou, Th.-S. (2003). «Patterns of participation in classroom interaction: Girls’ and boys’ non-compliance in a Greek high school». Linguistics and Education 14: 123-141.

Παυλίδου, Θ.-Σ. (2006). «Γλώσσα-γένος-φύλο: Προβλήματα, αναζητήσεις και ελληνική γλώσσα». Στο Θ.-Σ. Παυλίδου (επιμ.), Γλώσσα-Γένος-Φύλο, [2η Έκδοση]. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα Τριανταφυλλίδη), 15-64.

Παυλίδου, Θ.-Σ. 2006α. «Σπουδές Φύλου στα ελληνικά Α.Ε.Ι.: αποτίμηση και προοπτικές». Στο Θ.-Σ. Παυλίδου (επιμ.) Σπουδές Φύλου: Τάσεις/Εντάσεις στην Ελλάδα και σε άλλες Ευρωπαϊκές Χώρες. Θεσσαλονίκη: Ζήτης, 2006, 13-26.

Παυλίδου, Θ.-Σ., Α. Αλβανούδη & Ε. Καραφώτη (2004). «Γραμματικό γένος και σημασιακό περιεχόμενο: Προκαταρκτικές παρατηρήσεις για τη λεξιλογική αναπαράσταση των φύλων». Μελέτες για την Ελληνική Γλώσσα 24: 543-553.

Swann, J. (1992). Girls, Βoys and Language. Oxford: Blackwell.

Tannen, D. (1994). Gender and Discourse. New York: Oxford University Press.

Thorne, B. & N. Henley (eds), (1975). Language and Sex: Difference and Dominance. Rowley, MA: Newbury house.

Τοπσακάλ, Μ. (1995). Η Επίδραση του Γραμματικού Γένους στην Αντίληψη του Φύλου στην Ελληνική: Σύγκριση με Αντίστοιχες Επιδράσεις στη Γερμανική και Αγγλική. Αδημοσίευτη Μεταπτυχιακή Εργασία, Τομέας Γλωσσολογίας, ΑΠΘ.

Tριανταφυλλίδης, M. (1978 [1941]). Νεοελληνική Γραμματική (της Δημοτικής). Ανατύπωση της έκδοσης του ΟΕΣΒ (1941) με διορθώσεις. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών, Α.Π.Θ.

West, C. & Zimmerman D., (1983). «Small insults: A study of interruptions in cross-sex Conversations between unacquainted persons». Στο B. Thorne, C. Kramarae & N. Henley (επιμ.), Language, Gender and Society. Rowley, MA: Newbury Ηouse, 103-117.

West, C. & Zimmerman D., (1987). «Doing gender». Gender & Society 1: 124-151.


Ειδική βιβλιογραφία

Cameron, D. (1985). Feminism and Linguistic Theory. London: Macmillan.

Coates, J. (επιμ.) (1998). Language and Gender: A Reader. Oxford: Blackwell.

Hall, Κ. & Bucholtz, M. (επιμ.) (1995). Gender Articulated: Language and the Socially Constructed Self. New York/London: Routledge.

Eckert, P. & McConnell-Ginet, S. (2003). Gender and Language. Cambridge: Cambridge University Press.

Hellinger, M. & Bussmann, H. (επιμ.) (2001-2003). Gender across Languages. 3 τόμοι. Amsterdam: John Benjamins.

Holmes, J. & Meyerhoff, M. (επιμ.) (2003). Handbook of Language and Gender. Oxford: Blackwell.

Παυλίδου, Θ.-Σ. (επιμ.) (2006β). Γλώσσα-Γένος-Φύλο, 2η έκδ. [1η έκδ.: 2002]. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών (Ίδρυμα M. Τριανταφυλλίδη).