Φύλο και ιστορία

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση


Ανδρονίκη Διαλέτη


Η ιστορία των γυναικών και του φύλου έχει αναπτυχθεί σε στενή συνάρτηση με τη φεμινιστική θεωρία και πολιτική. Η ιστορία των γυναικών έχει ως στόχο να αναδείξει τις γυναίκες ως ιστορικά υποκείμενα διερευνώντας τη γυναικεία ταυτότητα, εμπειρία και δράση, συχνά στο πλαίσιο των πατριαρχικών δομών εξουσίας. Η ιστορία του φύλου επικεντρώνεται στις σχέσεις μεταξύ των φύλων και εντός του κάθε φύλου και εξετάζει την ιστορικότητα της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας και τις έμφυλες νοηματοδοτήσεις και αναπαραστάσεις που επενδύουν ευρύτερες κοινωνικές σχέσεις και ιεραρχίες. Ενώ η ιστορία των γυναικών αποτέλεσε άμεσο παράγωγο του κινήματος για τη γυναικεία απελευθέρωση, η ιστορία του φύλου, αν και εξακολούθησε να συνδιαλέγεται με τη φεμινιστική θεωρία και πολιτική, εδραιώθηκε κυρίως στο πλαίσιο παραγωγής θεσμοθετημένης ακαδημαϊκής γνώσης. Εντούτοις, τα όρια μεταξύ της ιστορίας των γυναικών και της ιστορίας του φύλου δεν είναι πάντα ευδιάκριτα.

H ιστορία των γυναικών

Από τα μέσα του 19ου αιώνα, η ιστορία των γυναικών ανέδειξε τις γυναίκες ως ιστορικά υποκείμενα και ως υποκείμενα της ιστορικής γραφής αμφισβητώντας την ηγεμονικότητα της ανδροκεντρικής ιστορίας. Οι πρώτες γυναίκες ιστορικοί σχετίζονταν με το πρώτο κύμα του κινήματος για τη γυναικεία απελευθέρωση και σπάνια κατείχαν ακαδημαϊκές θέσεις˙ ως αποτέλεσμα, τα έργα τους θεωρούνταν επιστημονικά ανεπαρκή από την ανδρική ακαδημαϊκή κοινότητα (Smith 2000). Οι πρώτες ιστορίες γυναικών είχαν γενικό χαρακτήρα, ενώ στις αρχές του 20ού αιώνα εμφανίζονται οι πρώτες εξειδικευμένες μελέτες, κυρίως στο πεδίο της ιστορίας της εργασίας και της εκβιομηχάνισης (Clark 1919, Pinchbeck 1930). Από τη δεκαετία του 1960, σε άμεση συνάρτηση με το δεύτερο κύμα του κινήματος για τη γυναικεία απελευθέρωση, η ιστορία των γυναικών διευρύνεται με νέες θεματικές, όπως η οικογένεια, η σεξουαλικότητα, και η αναπαραγωγή, και με νέα εννοιολογικά εργαλεία όπως η «πατριαρχία» και η «γυναικεία κουλτούρα». Παράλληλα, η ιστορία των γυναικών αποκτά σταδιακά ακαδημαϊκή κατοχύρωση, αρχικά στις ΗΠΑ και στη συνέχεια σε χώρες της βορειοδυτικής Ευρώπης. Στην αμερικάνικη ιστοριογραφία, υπό την επίδραση της ανθρωπολογίας, κυριάρχησε η θεωρία των «χωριστών σφαιρών», με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα το έργο της Carroll Smith-Rosenberg (1975). Στη Βρετανία, στην παράδοση του σοσιαλιστικού φεμινισμού, εμφανίζονται οι πρώτες αξιόλογες προσπάθειες διερεύνησης των συναρθρώσεων φύλου και τάξης, πατριαρχίας και καπιταλισμού (Alberti 2002 : 50-57). Στη Γαλλία, η έντονη επιρροή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας, της εθνολογίας και της ιστορίας των νοοτροπιών έστρεψε το ενδιαφέρον σε ζητήματα σχετικά με τη σεξουαλικότητα, το σώμα και την αναπαραγωγή (Dauphin, Farge κ.α. 1989). Από τη δεκαετία του 1970 κυκλοφορούν τα πρώτα επιστημονικά περιοδικά: Feminist Studies και Signs στις ΗΠΑ, Women’s Studies International Quarterly στη Βρετανία, Pénélope στη Γαλλία, Memoria στην Ιταλία και Σκούπα και Δίνη στην Ελλάδα, και ιδρύονται οι πρώτες διεθνείς εταιρίες για την ιστορία των γυναικών (Berkshire Conference, International Federation for Research in Women’s History (IFRWH)).

Από την ιστορία των γυναικών στην ιστορία του φύλου

Από τη δεκαετία του 1980, το πνεύμα αλληλεγγύης και η ιδέα ενός κοινού γυναικείου παρελθόντος αμφισβητούνται από εκπροσώπους του μαύρου φεμινισμού και του φεμινισμού του τρίτου κόσμου. Στις ιστορικές σπουδές, η κριτική απέναντι στην ηγεμονικότητα του λευκού βιώματος εκφράζεται με έργα που αναδεικνύουν το έγχρωμο γυναικείο υποκείμενο εισάγοντας τη φυλή ως βασική κατηγορία ανάλυσης δίπλα στο φύλο και την τάξη (Jones 1985). Η οικουμενικότητα της κατηγορίας «γυναίκα» υπονομεύεται παράλληλα από τη λεσβιακή ιστορία η οποία αμφισβητεί το ετεροκανονικό μοντέλο που διέπνεε την κυρίαρχη φεμινιστική ιστοριογραφία (Morgan 2006: 19-26). Η φυλή, η τάξη και η σεξουαλικότητα ως κατηγορίες διαφοράς μεταξύ των γυναικών κατέστησαν επιτακτική την ανάγκη εύρεσης πιο επεξεργασμένων ερμηνευτικών πλαισίων. Συχνά, άλλωστε, η κριτική επισήμανε ότι η ιστορία των γυναικών, παρά τη συμβολή της στην ανάδειξη του γυναικείου υποκειμένου, δεν είχε προσφέρει νέα επιστημολογικά παραδείγματα που να οδηγούν σε ριζικό μετασχηματισμό της κυρίαρχης ιστοριογραφίας. Έτσι, το ενδιαφέρον σταδιακά μετατοπίζεται από τη γυναικεία εμπειρία στην έμφυλη διαφορά. Η εδραίωση του φύλου ως κατηγορίας ιστορικής ανάλυσης συμπίπτει εν πολλοίς με τη γλωσσική στροφή. Έργο σταθμό αποτελεί η μελέτη της Joan Scott στο American Historical Review το 1986. Από μια μεταδομιστική οπτική, η Scott μεταθέτει το ιστορικό ενδιαφέρον από τη γυναικεία εμπειρία στην πολιτισμική κατασκευή της έμφυλης διαφοράς, η οποία, λειτουργώντας ως μεταφορά, συγκροτεί, νοηματοδοτεί, και νομιμοποιεί ευρύτερες σχέσεις εξουσίας (Scott 1997). Από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 η ιστορία του φύλου γνωρίζει ιδιαίτερη άνθηση. Πολλές μελέτες εξετάζουν την έμφυλη διαφορά στη διαπλοκή της με άλλους αναλυτικούς άξονες, όπως η τάξη, η φυλή, η εθνότητα και η σεξουαλικότητα, ενώ το αντικείμενο διευρύνεται θεματικά είτε με την εμφάνιση νέων ερευνητικών πεδίων, όπως οι ανδρικές σπουδές και η ιστορία του σώματος και της σεξουαλικότητας, είτε σε συνομιλία με άλλα πεδία, όπως η ιστορία της αποικιοκρατίας. Από το τέλος της δεκαετίας του 1980 νέα εξειδικευμένα περιοδικά που γεφυρώνουν την ιστορία των γυναικών και του φύλου έρχονται στο φως: Gender and History και Journal of Women’s History στις ΗΠΑ, Women’s History Review στη Βρετανία και Clio στη Γαλλία. Σύμφωνα με τις εκδότριες του Gender and History, στόχος του περιοδικού ήταν να εξεταστούν «τόσο οι γυναίκες και η θηλυκότητα όσο οι άνδρες και η αρρενωπότητα και να ενθαρρυνθούν ποικίλες προσεγγίσεις που θα αντιλαμβάνονταν το φύλο όχι μόνο ως ένα σύνολο βιωμένων σχέσεων αλλά και ως ένα συμβολικό σύστημα» (The Editors 1989: 1-2).

Η ιστορία του ανδρισμού

H ιστορία του ανδρισμού αποτελεί μέρος της μετατόπισης του ενδιαφέροντος από τις γυναίκες στο φύλο˙ σε αντίθεση, ωστόσο, με τις συμβατικές μορφές ιστορίας, όπου το ανδρικό φύλο εμφανίζεται ως οικουμενική και φυσική κατηγορία, η νέα ανδρική ιστορία εξετάζει τους άνδρες ως έμφυλα υποκείμενα και την αρρενωπότητα ως κοινωνική και πολιτισμική κατασκευή. Η ιστορία του ανδρισμού επέτρεψε την έμφυλη επανεξέταση πεδίων από τα οποία οι γυναίκες απουσίαζαν (όπως ο στρατός) και ανέδειξε το φύλο ως ρυθμιστική αρχή των σχέσεων όχι μόνο μεταξύ ανδρών και γυναικών αλλά και μεταξύ των ίδιων των ανδρών. Η θεωρία περί ηγεμονικής και υποτελών μορφών αρρενωπότητας της κοινωνιολόγου R.W. Connell (1995) βρήκε συχνά ενδιαφέρουσες εφαρμογές στις ιστορικές μελέτες (Tosh 2004). Αν και ενίοτε έχει εκφραστεί ο προβληματισμός ότι η ιστορία του ανδρισμού μπορεί να αποτελέσει τον «δούρειο ίππο» για την επαναφορά μιας ανδροκεντρικής ιστορίας, εγκυρότερη είναι η άποψη ότι η μελέτη της αρρενωπότητας μπορεί να συμβάλει κριτικά στη βαθύτερη κατανόηση των όρων της γυναικείας υποτέλειας. Η ιστορία του σώματος και της σεξουαλικότητας Το ενδιαφέρον για την ιστορία του σώματος και της σεξουαλικότητας έχει την αφετηρία του τόσο στις θεωρητικές επεξεργασίες και κοινωνικές διεκδικήσεις του φεμινιστικού κινήματος όσο και στην επίδραση της ανθρωπολογίας και την ανάπτυξη των queer studies. Η ανάδειξη του σώματος ως πεδίου εγγραφής της εξουσίας (Foucault 2008) και πιο πρόσφατα η αμφισβήτηση οποιασδήποτε προλογοθετικής σωματικής πραγματικότητας (Butler 2008) συνέβαλαν σημαντικά στη διεύρυνση του ενδιαφέροντος για την πολιτισμική κατασκευή του σώματος και της σεξουαλικότητας. Οι ιστορικοί έχουν εξετάσει το έμφυλο σώμα τόσο ως λογοθετικό παράγωγο και φορέα συμβολικού νοήματος όσο και ως βιωμένη εμπειρία. Η αναπαράσταση του φυσικού σώματος στη διαπλοκή του με το πολιτικό και το κοινωνικό σώμα έχει, επίσης, αποτελέσει αντικείμενο μελέτης (Canning 2000, Rose 2010: 17-35). Η εξέταση της συγκρότησης του έμφυλου σώματος στο πλαίσιο της ιστορίας της επιστήμης έχει αναδείξει τη στενή διαπλοκή μεταξύ έμφυλου και επιστημονικού λόγου (Laquer 2003).

Η ιστορία της αποικιοκρατίας

Τις τελευταίες δεκαετίες το φύλο έχει αποτελέσει γόνιμο αναλυτικό εργαλείο για την εξέταση των αποικιακών σχέσεων αναδεικνύοντας τρόπους μέσω των οποίων ο εμφυλοποιημένος αποικιακός λόγος παρήγαγε και νομιμοποίησε σχέσεις εξουσίας στο εκάστοτε αποικιακό πλαίσιο. Οι προσεγγίσεις αυτές απορρέουν από την κριτική που ασκήθηκε απέναντι στο δυτικοκεντρισμό του λευκού φεμινισμού, ενώ έντονη υπήρξε η επιρροή μεταδομιστικών θεωριών (Mohanty 2003). Το φύλο εξετάζεται κυρίως ως μεταφορά για τη συγκρότηση και νομιμοποίηση των σχέσεων εξουσίας μεταξύ αποικιοκρατών και αποικιοκρατούμενων, ενώ συναρθρώνεται με τη φυλή και την τάξη. Ως ενδεικτικό παράδειγμα θα μπορούσε να αναφερθεί η γνωστή μελέτη της Mrinalini Sinha (1995) για τη συγκρότηση της αρρενωπότητας στην αποικιοκρατούμενη Βεγγάλη.

Κριτική απέναντι στη μεταδομιστική θεώρηση του φύλου

Η ιδιαίτερη απήχηση που είχε η μεταδομιστική θεώρηση του φύλου αντιμετωπίστηκε συχνά επικριτικά. H Judith Bennett (1997, 2006) έχει υποστηρίξει ότι η μετατόπιση από την ιστορία των γυναικών στην ιστορία του φύλου σηματοδοτεί τη σταδιακή αποπολιτικοποίηση του πεδίου προκειμένου να επιτευχθεί η αποδοχή του από το ακαδημαϊκό κατεστημένο. Εξίσου επικριτική εναντίον της γλωσσικής στροφής στη φεμινιστική θεωρία υπήρξε η Joan Hoff (1994), σύμφωνα με την οποία η έμφαση στις αναπαραστάσεις και την αστάθεια των ταυτοτήτων υπονομεύει οποιαδήποτε μορφή συλλογικής ταυτότητας και δράσης εκ μέρους των γυναικών καθώς τις υποβαθμίζει σε κατηγορία κενή περιεχομένου. Στη θέση ότι η μετατόπιση από την ιστορία των γυναικών στην ιστορία του φύλου αποτελεί μια «ανδροκινούμενη στρατηγική ενσωμάτωσης» με στόχο την αποδυνάμωση των φεμινιστικών διεκδικήσεων (Corfield 1997), συχνή υπήρξε η απάντηση ότι η πολιτική αιχμηρότητα τόσο της ιστορίας των γυναικών όσο και της ιστορία του φύλου εξαρτάται από το θεωρητικό και αναλυτικό πλαίσιο που υιοθετείται κάθε φορά (Purvis, Weatherill 1999). Οι θεωρητικές διαμάχες για τη σχέση μεταξύ ιστορίας, φεμινισμού και μεταδομισμού εντάσσονται στους ευρύτερους «θεωρητικούς πολέμους» της δεκαετίας του 1990 σχετικά με την επίδραση της γλωσσικής στροφής στη συγγραφή της ιστορίας (Duggan 1998).

Η ιστορία των γυναικών και του φύλου σήμερα

Tο φύλο αποτελεί σήμερα αναγνωρισμένο εργαλείο ανάλυσης στη διεθνή ιστοριογραφία. Οι ποικίλες θεωρητικές διαμάχες γύρω από την ιστορία των γυναικών και του φύλου και τη σχέση τους με τη φεμινιστική θεωρία και πολιτική έχουν οδηγήσει σε μια θεωρητική και μεθοδολογική ποικιλομορφία. Η θέση της ιστορίας των γυναικών και του φύλου στις εθνικές ιστοριογραφίες και η σχετική θεσμική κατοχύρωση διαφέρει, ασφαλώς, από χώρα σε χώρα. Ο αγγλοαμερικάνικος όρος gender δεν τυχαίνει της ίδιας αποδοχής σε όλα τα γλωσσικά περιβάλλοντα (Βαρίκα 2009), ούτε τα όρια μεταξύ της ιστορίας των γυναικών και της ιστορίας του φύλου είναι εξίσου διακριτά στις ιστοριογραφικές παραδόσεις κάθε χώρας (Riot-Sarcey 2000, Canning 1993, Mantini, 2000). Στην Ελλάδα η ιστορία των γυναικών και του φύλου υπήρξε θεσμικά ανύπαρκτη έως πρόσφατα (Αβδελά 2010, Παυλίδου 2006). Στη Ρωσία και την Ανατολική Ευρώπη το πεδίο έχει αναπτυχθεί τα τελευταία χρόνια με το ενδιαφέρον, ωστόσο, να στρέφεται κυρίως στην ιστορία των γυναικών. Μια αντίστοιχη μετατόπιση από τη πολιτισμική κατασκευή του φύλου στη βιωμένη εμπειρία παρατηρείται σήμερα σε νεότερες γενιές ιστορικών στις ΗΠΑ και τη Δυτική Ευρώπη, εξέλιξη η οποία έχει αποδοθεί στην πρόσφατη «στροφή στο κοινωνικό» (Downs 2010:187). Νέες ενδιαφέρουσες κριτικές έχουν, τέλος, διατυπωθεί ως προς την αναλυτική αξία του φύλου. Όπως έχει υποστηρίξει η Jeanne Boydston (2008), το φύλο ως αναλυτική κατηγορία, ενώ μπορεί να εφαρμοστεί με επιτυχία στην αγγλοαμερικάνικη νεότερη ιστορία, εμφανίζεται συχνά άκαμπτο και προβληματικό σε διαφορετικά γεωγραφικά και χρονολογικά συμφραζόμενα. Μια επιπλέον κριτική υπογραμμίζει ότι το φύλο τείνει να χάσει την κριτική του αιχμηρότητα, καθώς συχνά χρησιμοποιείται ως περιγραφική παρά ως αναλυτική κατηγορία (Αβδελά 2006). Τέλος, ορατό είναι πλέον το δίλημμα εάν η ιστορία του φύλου ως διακριτού πεδίου συμβάλλει στην εδραίωση του αντικειμένου ή εάν λειτουργεί ανασταλτικά ως προς τη γόνιμη ενσωμάτωση του φύλου στην ευρύτερη ιστοριογραφία.

Βιβλιογραφικές αναφορές

Αβδελά, Ε. (2006). «Το φύλο στην ιστοριογραφία. Ένα δυο πράγματα που ξέρω γι’ αυτό». Σύγχρονα Θέματα 94: 38-42.

Αβδελά, Ε. (2010). «Η ιστορία του φύλου στην Ελλάδα: Από τη διαταραχή στην ενσωμάτωση;». Στο Β. Καντσά, Β. Μουτάφη, Ε. Παπαταξιάρχης, επιμ. Φύλο και κοινωνικές επιστήμες στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 89-119.

Alberti, J. (2002). Gender and the Historian. London: Pearson Education.

Βαρίκα, Ε. (2009). Για μια πολιτική γραμματική του φύλου. Αθήνα: Πλεθρον.

Bennett, J. (2006). History Matters. Patriarchy and the Challenge of Feminism. Manchester: Manchester University Press.

Bennett, J. (1997). «Φεμινισμός και ιστορία». Στο Ε. Αβδελά, Α. Ψαρρά, επιμ. Σιωπηρές ιστορίες: γυναίκες και φύλο στην ιστορική αφήγηση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 371-411.

Boydston, J. (2008). “Gender as a question of historical analysis”. Gender and History 20: 558-83.

Butler, J. (2008). Σώματα με σημασία: οριοθετήσεις του «φύλου» στο λόγο. Αθήνα: Εκκρεμές.

Canning, K. (1993). “German particularities in women’s history/gender history”. Journal of Women’s History 5: 102-14.

Canning, K. (2000). “The body as method? Reflections on the place of the body in gender history”. Στο L. Davidoff, K. McClelland, E. Varikas, επιμ. Gender & History: Retrospect and Prospect. Oxford: Blackwell, 81-96.

Clark, A. (1919). The Working Life of Women in the Seventeenth Century. London: Routledge.

Connell, R.W. (1995). Masculinities. Berkeley: University of California Press.

Corfield, P. (1997). “History and the challenge of gender history”. Rethinking History 1: 241-58.

Dauphin, C., A. Farge κ.α. (1989). “Women’s culture and women’s power: an attempt at historiography”. Journal of Women’s History 1: 63-88.

Downs, L. (2010). Writing Gender History. London: Bloomsbury Academic.

Duggan, L. (1998). “The theory wars, or, who’s afraid of Judith Butler”. Journal of Women’s History 10: 9-20.

Editorial. (1989). “Why gender and history”. Gender and History 1: 1-6.

Foucault, M. (2008). Ιστορία της σεξουαλικότητας (3 τ.). Αθήνα: εκδόσεις Ράππα.

Hoff, J. (1994). “Gender as a postmodern category of paralysis”. Women’s History Review 3: 149-68.

Jones, J. (1985). Labor of Love, Labor of Sorrow: Black Women, Work and the Family from Slavery to the Present. New York: Basic Books.

Laqueur, T. (2003). Κατασκευάζοντας το φύλο: σώμα και κοινωνικό φύλο από τους αρχαίους Έλληνες έως τον Φρόιντ. Αθήνα: Εκδόσεις Πολύτροπον.

Mantini, S. (2000). “Women’s history in Italy: cultural itineraries and new proposals in current historiographical trends”. Journal of Women’s History 12: 170-98.

Mohanty, C. (2003). Feminism without borders: decolonizing theory, practicing solidarity. Durham N.C.: Duke University Press. Morgan, S. (επιμ.). (2006). The Feminist History Reader. London: Routledge.

Παυλίδου, Θ. (επιμ.). (2006). Σπουδές φύλου: τάσεις/εντάσεις στην Ελλάδα και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Ζήτη.

Pinchbeck, I. (1930). Women Workers and the Industrial Revolution, 1750-1850. London: Routledge.

Purvis J., A. Weatherill. (1999). “Playing the gender history game: a reply to Penelope Corfield”. Rethinking History 3: 333-8.

Riot-Sarcey, M. (2000). “The difficulties of gender in France: reflections on a concept”. Στο Davidoff, McClelland, Varikas (επιμ.). Gender & History, 71-80.

Rose, S. (2010). What is Gender History?. Cambridge: Polity Press.

Scott, J. (1997). «Το φύλο: μια χρήσιμη κατηγορία της ιστορικής ανάλυσης». Στο Αβδελά, Ψαρρά (επιμ.). Σιωπηρές ιστορίες, 285-327.

Sinha, M. (1995). Colonial masculinity: the “manly Englishman” and the “effeminate Bengali” in the late nineteenth century. Manchester: Manchester University Press.

Smith-Rosenberg, C. (1975). “The female world of love and ritual”. Signs 1: 1-30.

Smith, B. (2000). The Gender of History: Men, Women, and the Historical Practice. Cambridge Mass.: Harvard University Press.

Tosh, J. (2004). “Hegemonic masculinity and the history of gender”. Στο S. Dudink, K. Hagemann, J. Tosh (επιμ.). Masculinities in Politics and War: Gendering Modern History. Manchester: Manchester University Press, 41-58.

Ειδική βιβλιογραφία

Hanks, M., T., Meade (επιμ.). A Companion to Gender History. Oxford: Blackwell.

Offen, K., R. Roach Pierson, J. Rendall (επιμ.). (1991). Writing Women’s History: International Perspectives. Basingstoke: Macmillan.

Παπαταξιάρχης, Ε. (1997). «Το φύλο στην ανθρωπολογία (και την ιστοριογραφία): ορισμένες γνωστικές και μεθοδολογικές προεκτάσεις». Μνήμων 19: 201-210.

Scott, J. (επιμ.). (1996). Feminism and History. Oxford: Oxford University Press.

Φουρναράκη, Ε. (1997). «Το σύγχρονο εγχείρημα της ιστορίας των γυναικών: πτυχές μιας μετατόπισης προς μια ιστορία της σχέσης των φύλων». Μνήμων 19: 186-99.

Χαντζαρούλα, Π. (2006). «Ιστορία του φύλου και η αλλαγή του ιστοριογραφικού παραδείγματος». Σύγχρονα Θέματα 94: 43-9.

Χαντζαρούλα, Π. (2010). “Gender history and the transformation of the politics of historical knowledge”. Historein: A Review of the Past and Other Stories 10: 48-70.