Φύλο και φυσικές επιστήμες

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Φύλο και φυσικές επιστήμες

Συγγραφέας:Μαρία Ρεντετζή
Βιβλιογραφία
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Σχόλια Επιμελήτριας

Μαρία Ρεντετζή


Από τη δεκαετία του 1970 και μετά ένα από τα κεντρικά ερωτήματα που τίθενται στα πλαίσια των γυναικείων σπουδών και των σπουδών φύλου είναι το εξής: με ποιους τρόπους σχετίζεται η επιστήμη με το φύλο; Η απάντηση δίνεται κυρίως μέσα από τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις: α) την ανάλυση της έννοιας του φύλου και την ανάδειξη της ιστορικότητάς του, β) την αναθεώρηση της έννοιας της επιστημονικής μεθόδου και γ) την έμφαση στην επιστημονική πρακτική. Σ’ ό,τι αφορά επιστήμες οι οποίες μελετούν άμεσα το έμφυλο σώμα όπως για παράδειγμα η βιολογία, η γενετική, η επιστήμη των πρωτευόντων (primatology) και η ιατρική, έχουν υπάρξει πολύ επιτυχημένες και πειστικές μελέτες που αναδεικνύουν την επίδραση του φύλου στην επιστήμη (ενδεικτικά: Keller 1995, Spanier 1995, Martin 1992). Ωστόσο, σ’ ό,τι αφορά στις φυσικές επιστήμες (physical sciences) οι αντίστοιχες μελέτες είναι περιορισμένες και με έμφαση στην υπο-αντιπροσώπευση των γυναικών στον ακαδημαϊκό χώρο. Γενικότερα οι μελέτες αυτές αφορούν είτε α) την κοινωνική οργάνωση και την κουλτούρα των φυσικών επιστημών είτε, πολύ πιο σπάνια, β) το ίδιο το περιεχόμενο και τη μεθοδολογία τους.


Στατιστικές μελέτες

Η συζήτηση που αφορά στην υπο-αντιπροσώπευση των γυναικών στο χώρο των φυσικών επιστημών είναι πράγματι εκτεταμένη (ενδεικτικά Rosser 1995, Nair and Majetich 1995, Arianrhod 1992). Σε πρόσφατη αναφορά για τη θέση των γυναικών στις φυσικές επιστήμες του Αμερικανικού Ινστιτούτου Φυσικής (American Institute of Physics) οι Rachel Ivie και Kim Nies Ray (2005) διαπιστώνουν, ωστόσο, ότι τα ποσοστά των γυναικών σ’ αυτούς τους τομείς έχουν αυξητική πορεία. Ενώ, για παράδειγμα, το 1966 το ποσοστό των γυναικών με πτυχίο φυσικής στα Αμερικανικά πανεπιστήμια ήταν μόλις 5% το 2001 αυξήθηκε στο 22%. Αντίστοιχα, τα ποσοστά που αφορούν στις γυναίκες με πτυχίο χημείας αυξήθηκαν από 18% το 1966 σε 49% το 2001 (Fiore, 2007). Μελέτες της Αμερικανικής Κοινότητας των Φυσικών (American Physical Society) και του Εθνικού Ιδρύματος Επιστήμης (National Science Foundation) επιβεβαιώνουν την αυξημένη παρουσία των γυναικών στο χώρο των φυσικών επιστημών, σημειώνοντας, ωστόσο, ότι τα νούμερα αυτά εξακολουθούν να είναι πολύ μικρότερα από τα επιθυμητά και από τα αντίστοιχα ποσοστά στις ανθρωπιστικές επιστήμες, ακόμη και τις επιστήμες της ζωής (Fiore 2007, Rosser 1995, NSF 08-301. Για αντίστοιχες μελέτες που αφορούν στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης βλ. European Commission, Women in Science, 2005). Ειδικά για την Ελλάδα τα ποσοστά των γυναικών με πτυχίο φυσικής για το ακαδημαϊκό έτος 2003-04 ανέρχονταν στο 34,3% του συνόλου ενώ το ποσοστό των μελών ΔΕΠ στα τμήματα φυσικής των έξι μεγαλύτερων πανεπιστημίων της χώρας ήταν μόλις 15,5% για το ίδιο ακαδημαϊκό έτος. Η ίδια έρευνα απέδειξε ότι όλοι οι πρόεδροι των τμημάτων φυσικής ήταν άνδρες και το ίδιο ίσχυε για τους υπεύθυνους των μεταπτυχιακών προγραμμάτων των αντίστοιχων τμημάτων (Βοσνιάδου, Βαΐου, 2004).

Κοινωνική οργάνωση και κουλτούρα της φυσικής

Η αντίδραση του γνωστού φυσικού Ernest Rutherford όταν για πρώτη φορά συνάντησε τη Lise Meitner το 1908 στο Βερολίνο είναι ενδεικτική της κουλτούρας της φυσικής της εποχής του. «Ω! Νόμιζα ότι ήσασταν άνδρας» της είπε γεμάτος έκπληξη. Μολονότι η Meitner ήταν ήδη πολύ γνωστή από τις δημοσιεύσεις της, ο Rutherford θεώρησε ότι επρόκειτο για άνδρα επιστήμονα (Sime, 1996). Ιστορικές μελέτες αυτής της έμφυλης κουλτούρας και της κοινωνικής οργάνωσης της φυσικής έχουν υπάρξει και αρκετές αλλά και πολύ αξιόλογες. Οι πρώτες φεμινιστικές μελέτες προσπάθησαν να αναδείξουν την ύπαρξη σημαντικών, ηρωικών γυναικών στο χώρο της φυσικής αλλά και της χημείας. Εξαιρετικά περιληπτικές, αγιογραφικού τύπου βιογραφίες τόσο της Marie Curie—γυναίκας υπόδειγμα στο χώρο της επιστήμης για γενιές γυναικών— όσο και της Lise Meitner έκαναν την εμφάνισή τους στις δεκαετίας του 1980 και 1990 (ενδεικτικά Pasachoff 1999, Sime 1996, Pflaum 1989). Συλλογικές βιογραφίες συνέβαλλαν στην ανάκτηση σημαντικού αριθμού ξεχασμένων γυναικών ακόμη και σε πολύ πρόσφατες περιόδους της ιστορίας της φυσικής, όπως για παράδειγμα τη συμμετοχή των γυναικών στο πρόγραμμα σχεδιασμού και παραγωγής της ατομικής βόμβας στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου (Howes and Herzenberg 1999). Πρόσφατα, η έκδοση ενός βιογραφικού λεξικού των γυναικών στο χώρο της φυσικής συμπληρώνει την εικόνα της ενεργής συμμετοχής τους σ’ έναν επιστημονικό χώρο στενά συνδεδεμένο με την έννοια της ανδρικότητας (Byers and Williams, 2006). Οι βιογραφικές μελέτες ανέδειξαν το ενδιαφέρον γεγονός ότι η φυσική δεν αποτελεί ένα ομοιόμορφο χώρο σ’ ότι αφορά την έμφυλη κουλτούρα της. Η διαφορετική κοινωνική οργάνωση και πειραματική κουλτούρα των διάφορων υποκλάδων της φυσικής είχε ως αποτέλεσμα την διευκόλυνση της συμμετοχής των γυναικών σε κάποιους από αυτούς. Μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις: την κρυσταλλογραφία, την έρευνα στη ραδιενέργεια και την ατομική φυσική και τέλος την αστρονομία. Ένα επιπλέον χαρακτηριστικό αυτών των κλάδων αποτελεί το γεγονός ότι, κυρίως σ’ ότι αφορά την κρυσταλλογραφία και την έρευνα στη ραδιενέργεια, οργανώθηκαν στα όρια μεταξύ φυσικής και χημείας, ως καινούργιοι διεπιστημονικοί κλάδοι. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να προσελκύσουν ένα μεγάλο αριθμό γυναικών, κάποιες από τις οποίες κατάφεραν να διακριθούν κατακτώντας ακόμη και το βραβείο Νόμπελ (ενδεικτικά Rentetzi 2007, Rayner-Canham and Rayner Canham 1997, Pycior 1997, Julian 1990). Ειδικά σ’ ό,τι αφορά την αστρονομία, η παρουσία πολλών γυναικών ήδη από τον 16ο και 17ο αιώνα συνδέεται με την τεχνική και συντεχνιακή φύση του κλάδου τους πρώτους αιώνες της σύγχρονης επιστήμης (Schiebinger, 1989). Αργότερα ο κλάδος της αστρονομίας εξακολουθεί να φιλοξενεί έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό γυναικών, οι οποίες όμως εργάζονται ως βοηθοί αλλά και ως ανθρώπινες υπολογιστικές μηχανές στα μεγάλα αμερικανικά αστεροσκοπεία του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα (Ogilvie 2000, Kidwell 1989). Επίσης, γίνεται φανερό ότι ιστορικά οι γυναίκες αποκτούν πιο εύκολα πρόσβαση σ’ εκείνους τους κλάδους των φυσικών επιστημών και τα εργαστήρια τα οποία ελέγχονται από άνδρες υποστηρικτές του δικαιώματος των γυναικών στην ανώτατη εκπαίδευση. Ένα σύνολο μελετών υπογραμμίζουν τη σημασία του ρόλου των διευθυντών εργαστηρίων, ινστιτούτων, και ερευνητικών σχολών και όσων επιβλέπουν την ερευνητική δουλειά των γυναικών. Ενδεικτικές εδώ είναι οι μελέτες των Paula Gould για την περίπτωση του εργαστηρίου φυσικής του Cavendish και Mary Creese για την περίπτωση του εργαστηρίου βιοχημείας του Gowland Hopkins και (Gould 1997, Greese 1991). Τέλος εθνογραφικές και ανθρωπολογικές μελέτες σύγχρονων ερευνητικών εργαστηρίων αναδεικνύουν ότι η κουλτούρα της φυσικής παραμένει στην πλειοψηφία των περιπτώσεων που εξετάζονται ανδρική και οι γυναίκες βρίσκονται στο περιθώριο της έρευνας (Traweek, 1997).

Επιστημονική μέθοδος και περιεχόμενο

Ιστορικά, η πρώτη συσχέτιση των όρων φύλο [gender] και επιστήμη γίνεται το 1978 από την Αμερικανίδα φεμινίστρια Evelyn Fox Keller. Η συσχέτιση αυτή διεύρυνε το φάσμα της κοινωνιολογικής κριτικής των επιστημών, θέτοντας ένα βασικό ερώτημα: κατά πόσο το φύλο επηρεάζει το τεχνικό περιεχόμενο της επιστημονικής γνώσης; Η Keller είναι και η πρώτη που προσπαθεί να απαντήσει το ερώτημα αυτό για την περίπτωση της φυσικής. Στο κλασσικό πια βιβλίο της Reflections on Gender and Science δίνει έμφαση στην επιστημονική γλώσσα και επιχειρεί να μελετήσει την υποτιθέμενη ουδετερότητά της (1985). Αμφισβητώντας το γεγονός ότι τα επιστημονικά δεδομένα είναι αξιακά ουδέτερα, υπονομεύει ταυτόχρονα και τον ισχυρισμό ότι οι επιστήμονες συλλέγουν δεδομένα παρατηρώντας τη φύση και κατόπιν αναδεικνύουν τις υπάρχουσες κανονικότητες. Σύμφωνα με την Keller, η παρατήρηση είναι φορτισμένη από τη θεωρία και τον τρόπο που οι επιστήμονες ερμηνεύουν και περιγράφουν λεκτικά τα δεδομένα τους. Επομένως ο φυσικός νόμος δεν μπορεί παρά να περιγράψει και να εκφράσει εκείνες τις κανονικότητες που το υπάρχον επιστημονικό λεξιλόγιο επιτρέπει κάθε φορά. Η έμφαση στη γλώσσα και ο σημαντικός ρόλος που η Κeller της αποδίδει, της επιτρέπει να μελετήσει το ρόλο των μεταφορών στη συγκρότηση της επιστήμης. Ωστόσο, η προσέγγιση αυτή αποδεικνύεται περισσότερο επιτυχής στην περίπτωση της βιολογίας παρά της φυσικής (1992). Το 1986 η Sandra Harding επανέρχεται στην περίπτωση της φυσικής και αναρωτιέται εάν οι φεμινιστικές μελέτες οφείλουν να «δείξουν ότι οι νόμοι του Νεύτωνα και του Αϊνστάιν είναι σεξιστικοί ώστε να προσφέρουν ένα πειστικό επιχείρημα για την έμφυλη φύση της επιστήμης» (1986, 41). Η απάντησή της στρέφεται στην υπονόμευση της θετικιστικής άποψης ότι η φυσική αποτελεί την παραδειγματική επιστήμη ακόμη και για την περίπτωση των κοινωνικών επιστημών. Αυτό που προσπαθεί να αποδείξει είναι ότι οι συνθήκες επιστημονικής εξήγησης στη φυσική δεν μπορούν να αποτελέσουν παράδειγμα για άλλες επιστήμες. Αν αυτό είναι πράγματι έτσι, τότε, καταλήγει η Harding, οι φεμινίστριες δεν οφείλουν να αποδείξουν με ποιο τρόπο οι νευτώνειοι νόμοι είτε η θεωρία της σχετικότητας του Αϊνστάιν είναι ανδροκεντρικές και αξιακά φορτισμένες. Όπως υποστηρίζει, «μια κριτική και αναστοχαστική κοινωνική επιστήμη θα έπρεπε να αποτελεί το μοντέλο για όλες τις επιστήμες, και αν υπάρχουν ειδικές απαιτήσεις για επαρκείς εξηγήσεις στη φυσική τότε αυτές είναι απλώς ειδικές» (1986, 41). Μια πιο πρόσφατη μελέτη, αυτή της Elizabeth Potter, επιχειρεί την άμεση συσχέτιση φύλου και φυσικής. Στο βιβλίο της Gender and Boyle’s Law of Gases (2001) η Potter εξετάζει το νόμο των αερίων του Robert Boyle (1662) στο ιστορικό του πλαίσιο. Υποστηρίζει ότι ο νόμος αυτός δεν στηρίχθηκε μόνο στα πειραματικά δεδομένα αλλά επηρεάσθηκε από την πολιτική κατάσταση και τις θρησκευτικές διενέξεις της εποχής του. Ιδιαίτερα, ισχυρίζεται η Potter, ο Boyle επέλεξε να βασίσει το νόμο του σε μηχανιστικές αρχές κι όχι υλοζωιστικές (hylozoic) εξαιτίας των πολιτικών συμπαραδηλώσεών που έφεραν οι τελευταίες και του συσχετισμού τους με ριζοσπαστικές απόψεις για τη θέση των γυναικών αλλά και την πολιτική κατάσταση γενικότερα. Τέλος σε μια λιγότερο εμβριθή μελέτη με δημοσιογραφικό χαρακτήρα, η Margaret Wertheim (1995) υποστηρίζει ότι οι ιδεολογίες του φύλου έχουν επηρεάσει τον τρόπο με τον οποίο οι σύγχρονοι φυσικοί υψηλών ενεργειών αντιλαμβάνονται την επιστήμη τους. Συνδέοντας τη φυσική τους με μια θρησκευτικού τύπου πρακτική αναδεικνύουν τους εαυτούς τους σε ένα είδος ιερατικής κάστας από την οποία οι γυναίκες αποκλείονται εξαιτίας των παραδοσιακών δυτικών απόψεων για τη συμμετοχή των γυναικών στο θρησκευτικό χώρο. Παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των μελετητών, ο κύριος ισχυρισμός ότι είναι δυνατό να αναγνωρίσει κανείς έμφυλες προϋποθέσεις στο τεχνικό περιεχόμενο των φυσικών επιστημών παραμένει αναπάντητος (Rolin 2000, Schiebinger 1999)


Εσωτερικές συνδέσεις

Φύλο και μαθηματικά

Φύλο και επιστημολογία


Βιβλιογραφικές αναφορές

Arianrhod, R. (1992). “Physics and mathematics, reality and language: dilemmas for feminists” στο C. Kramarae and D. Spender (επιμ). The Knowledge Explosion: Generations of Feminist Scholarship New York: Teachers College Press

Bleier, R. (1983). Science and Gender. Elmsford, New York: Pergamon

Byers N. and Williams G. (2006) Out of the Shadows: Contributions of Twentieth Century Women in Physics Cambridge: Cambridge University Press.

Creese, M. (1991). “British women of the nineteenth and early twentieth centuries who contributed to research in the chemical sciences” British Journal for the History of Science, 24: 275-305.

European Commission, (2005) Women in Science: Excellence and Innovation-Gender Equality in Science, Science in Society, http://ec.europa.eu/research/science-society/pdf/documents_women_sec_en.pdf

Fausto-Sterling, A. (1985). Myths of Gender. New York: Basic Books

Fehrs, M. and Czujko, R. (1992). “Women in physics: reversing the exclusion”. Physics Today, 45(8): 33-40

Fiore, C. (2007) “Gender equity: strengthening the physics enterprise in universities and national laboratories” CSWP Gazettte, 26(2): 1-2,6,10.

Grinstein, L, Rose, R. and Rafailovich, M. (επιμ.) (1993) Women in Chemistry and Physics, A Biobibliographic Sourcebook Greenwood Press: Westport, Connecticut,

Harding, S. (1986). The Science Question in Feminism, Ithaca. NY: Cornell University Press.

Hedrick, E. (2003) “Book review of Gender and Boyle’s Law of Gases” Isis, 94(3): 526-527

Howes, R. and Herzenberg, C. (1999). Their Day in the Sun: Women of the Manhattan Project Philadelphia: Temple University Press.

Ivie, R. and Ray, K. N. (2005) Women in Physics and Astronomy, American Institute of Physics http://www.aip.org/statistics/trends/highlite/women05/women05.htm

Julian, M. (1990) Women in Crystallography. Στο G. Kass-Simon and P. Farnes (επιμ.) Women of Science: Righting the Record. Indiana University Press: Bloomington, Indiana, 368-371.

Keller, E. F. (1978). “Gender and science” Psychoanalysis and Contemporary Thought, 1(3): 409-433.

Keller, E. F. (1985). Reflections on Gender and Science. New Haven: Yale University Press.

Keller, E. F. (1992) Secretes of Life, Secrets of Death. Essays on Language Gender and Science. New York: Routledge

Keller, E. F. (1992). Secrets of Life, Secrets of Death: Essays on Language, Gender and Science. New York: Routledge.

Keller, E. F. (1995). Refiguring Life: Metaphors of Twentieth Century Biology. New York: Columbia University Press.

Kidwell, P. (1989). “Cecilia Payne-Gaposchkin: astronomy in the family”, στο P. Abir-Am and D. Outram, (επιμ.) Uneasy Careers and Intimate Lives: Women in Science, 1789-1979, New Brunswick: Rutgers University Press, 216-238.

Lankford, J. and Slavings, R. (1990). “Gender and science: women in American astronomy, 1859-1940.” Physics Today, 43(3): 58-65

Mack, P. (1990) “Strategies and compromises: women in astronomy at Harvard College Observatory, 1870-1920” Journal for the History of Astronomy, 21: 65-76.

Martin, E. (1992). The Woman in the Body: A Cultural Analysis of Reproduction. Boston: Beacon Press

Nair, I. and Majetich, S. (1995). “Physics and engineering in the classroom” στο S. Rosser(επιμ.) Teaching the Majority: Breaking the Gender Barrier in Science, Mathematics and Engineering. New York: Teachers College Press

NSf 08-301 (2007) U.S. Doctoral Awards in Science and engineering Continue Upward Trend in 2006 http://www.nsf.org/statistics/inbrief/nsf08301

Ogilvie, M. (2000). “Obligatory amateurs: Annie Maunder (1868-1947) and British women astronomers at the dawn of professional astronomy” British Journal for the History of Science, 33:67-84.

Pasachoff, N. (1997). Marie Curie: And the Science of Radioactivity Oxford: Oxford University Press

Pflaum, R. (1989). Grand Obsession: Madame Curie and her World. New York: Doubleday.

Potter, E. (2001) Gender and Boyle’s Law of Gases. Bloomington: Indiana University Press

Pycior, H. (1997). “Marie Curie: time only for science and family.” στο M. Rayner-Canham and G. Rayner-Canham. A Devotion to their Science: Pioneer Women of Radioactivity. Philadelphia: Chemical Heritage Foundation, 31-50.

Rayner-Canham, M. and Rayner-Canham, G. (1998) Women in Chemistry: Their Changing Roles from Alchemical Times to the Mid-Twentieth Century. Washington D.C. American Chemical Society and Chemical Heritage Foundation

Rayner-Canham, M. and Rayner-Canham, G. (επιμ.). (1997). A Devotion to their Science: Pioneer Women of Radioactivity. Philadelphia: Chemical Heritage Foundation and Montreal: McGill-Queen’s University Press.

Rentetzi, M. (2007). Trafficking Materials and Gendered Experimental Practices: Radium Research in Early Twentieth Century Vienna, New York: Columbia University Press.

Rolin, K. (1999). “Can gender ideologies influence the practice of the physical sciences?” Perspectives on Science, 7(4): 510-533.

Rosser, S. (1995) “Reaching the majority: retaining women in the pipeline” στο S. Rosser (επιμ.) Teaching the Majority: Breaking the Gender Barrier in Science, Mathematics and Engineering New York: Teachers College Press

Schiebinger, L. (1989) The Mind Has No Sex? Women in the Origins of Modern Science, Boston: Beacon Press

Schiebinger, L. (1999). Has Feminism Changed Science? Cambridge, MA: Harvard University Press.

Shearer, B. and Shearer, B. S. (επιμ.) (1997) Notable Women in the Physical Sciences: A Biographical Dictionary; Greenwood Press: Westport, Connecticut.

Sime, R. (1996). Lise Meitner: A Life in Physics. Berkeley, CA: University of California Press

Spanier, B. (1995). Im/partial Science Gender Ideology in Molecular Biology Bloomington: Indiana University Press

Traweek, S. (1988). Beamtimes and Lifetimes: The World of High Energy Physicists. Cambridge, MA: Harvard University Press.

Tuana, N. (1989). Feminism and Science. Bloomington: Indiana University Press.

Wertheim, M. (1995) Pythagoras’ Trousers: God, Physics and the Gender Wars. New York: Random House

Βοσνιάδου, Στέλλα και Βαΐου, Λυδία. (2004) «Έρευνα για τα Ποσοστά των Γυναικών στα Ελληνικά Πανεπιστήμια» Το Καποδιστριακό, Περιοδικό του Ελληνικού Καποδιστριακού Πανεπιστημίου, 15-12-2004, αρ. φύλλου 57.


Ειδική βιβλιογραφία

Bleier, R. (1983). Science and Gender. Elmsford, New York: Pergamon

Fausto-Sterling, A. (1985). Myths of Gender. New York: Basic Books

Fehrs, M. and Czujko, R. (1992). “Women in physics: reversing the exclusion”. Physics Today, 45(8): 33-40

Frechet, D. (1991). “Toward a post-phallic science” στο J. Hartman and E. Messer-Davidow (επιμ.) (En)Gendering Knowledge: Feminists in Academe Knoxville: The University of Tennessee Press

Grinstein, L, Rose, R. and Rafailovich, M. (επιμ.) (1993) Women in Chemistry and Physics, A Biobibliographic Sourcebook Greenwood Press: Westport, Connecticut.

Hedrick, E. (2003) “Book review of Gender and Boyle’s Law of Gases” Isis, 94(3): 526-527

Keller, E F. (1977), “The anomaly of a woman in physics” Working it Out. S. Ruddick and P. Daniels, (επιμ.) New York: Pantheon Books, 78-91.

Lankford, J. and Slavings, R. (1990). “Gender and science: women in American astronomy, 1859-1940.” Physics Today, 43(3): 58-65

Mack, P. (1990) “Strategies and compromises: women in astronomy at Harvard College Observatory, 1870-1920” Journal for the History of Astronomy, 21: 65-76.

Pycior, H. (1993). “Reaping the benefits of collaboration while avoiding its pitfalls; Marie Curie’s rise to scientific prominence.” Social Studies of Science, 23:301-323.

Quinn, S. (1996) Marie Curie: A Life. NY: Perseus Books.

Rayner-Canham, M. and Rayner-Canham, G. (1998) Women in Chemistry: Their Changing Roles from Alchemical Times to the Mid-Twentieth Century. Washington D.C. American Chemical Society and Chemical Heritage Foundation

Rife, P. (1999). Lise Meitner and the Dawn of the Nuclear Age. Boston, Birkhäuser

Shearer, B. and Shearer, B. S. (επιμ.) (1997) Notable Women in the Physical Sciences: A Biographical Dictionary; Greenwood Press: Westport, Connecticut.

Steinke, A. (1987). Marie Curie and the Discovery of Radium. New York: Barrons Educational Series, Inc

Stolte-Heiskanen, V. et al. (1991). Women in Science: Token Women or Gender Equality? Oxford: Berg

Sutton, G. (1996) “Book review of Pythagoras’ Trousers” Isis, 87(2): 340

Tuana, N. (1989). Feminism and Science. Bloomington: Indiana University Press.