Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φύλο και φυλετικές πολιτικές"

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Φύλο και Φυλή: Μια «διττή επικινδυνότητα»)
 
(3 ενδιάμεσες αναθεωρήσεις από τον ίδιο χρήστη δεν εμφανίζεται)
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
  
 
Σύμφωνα με την ανάλυση της Giovanna Covi, η Αγγλική λέξη “race” καταγράφεται για πρώτη φορά στην Αγγλική γλώσσα ως ετυμολογικό παράγωγο της Ιταλικής λέξης razza (ράτσα). Σε αντίθεση με την Ελληνική απόδοση «φυλή», η λέξη «ράτσα» πιο εύκολα και απρόσκοπτα από επιστημολογικές και ανθρωπολογικές ωραιοποιήσεις ανακαλεί τη σχέση της με την ιστορία της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού, ο οποίος λειτούργησε ως η ιδεολογική βάση και το αναπόφευκτο παράγωγο της αποικιοκρατίας. Φιλοσοφικά κείμενα των Immanuel Kant και Friedrich Hegel αλλά και πολιτικά κείμενα όπως του Thomas Jefferson αποδεικνύουν πως η ιστορία του ρατσισμού σε όλες τις ιστορικές και πολιτισμικές εκφάνσεις του την περίοδο της νεωτερικότητας δεν είναι συνυφασμένη μόνο με πρακτικές και όργανα δουλείας αλλά, όπως πολύ σωστά παρατηρεί και η Covi, με μια σειρά λεξιλογικών μηχανισμών (βλ. «Νέγρος-α») και λόγων, οι οποίοι ενίσχυσαν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τους θεσμούς του ρατσισμού και της αποικιοκρατίας. Γι αυτό το λόγο, σε αυτό το λήμμα χρησιμοποιείται συστηματικά και ενσυνείδητα η διπλή απόδοση της Αγγλικής λέξης “race” ως «ράτσα/ φυλή».
 
Σύμφωνα με την ανάλυση της Giovanna Covi, η Αγγλική λέξη “race” καταγράφεται για πρώτη φορά στην Αγγλική γλώσσα ως ετυμολογικό παράγωγο της Ιταλικής λέξης razza (ράτσα). Σε αντίθεση με την Ελληνική απόδοση «φυλή», η λέξη «ράτσα» πιο εύκολα και απρόσκοπτα από επιστημολογικές και ανθρωπολογικές ωραιοποιήσεις ανακαλεί τη σχέση της με την ιστορία της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού, ο οποίος λειτούργησε ως η ιδεολογική βάση και το αναπόφευκτο παράγωγο της αποικιοκρατίας. Φιλοσοφικά κείμενα των Immanuel Kant και Friedrich Hegel αλλά και πολιτικά κείμενα όπως του Thomas Jefferson αποδεικνύουν πως η ιστορία του ρατσισμού σε όλες τις ιστορικές και πολιτισμικές εκφάνσεις του την περίοδο της νεωτερικότητας δεν είναι συνυφασμένη μόνο με πρακτικές και όργανα δουλείας αλλά, όπως πολύ σωστά παρατηρεί και η Covi, με μια σειρά λεξιλογικών μηχανισμών (βλ. «Νέγρος-α») και λόγων, οι οποίοι ενίσχυσαν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τους θεσμούς του ρατσισμού και της αποικιοκρατίας. Γι αυτό το λόγο, σε αυτό το λήμμα χρησιμοποιείται συστηματικά και ενσυνείδητα η διπλή απόδοση της Αγγλικής λέξης “race” ως «ράτσα/ φυλή».
Τη δεκαετία του 60, τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όσο και στην Ευρώπη και άλλου, συμβάλλουν σημαντικά στην ανάδειξη του προβλήματος και της ιστορίας του ρατσισμού, της ιδεολογίας, των θεσμών και των ιδρυμάτων του. Τα κείμενα των Frantz Fanon, W.E.B Du Bois αλλά και μεταγενέστερων θεωρητικών, όπως των Edward Said, Homi Bhabha, bell hooks, Joan Anim-Addo και άλλων, αναλύουν το φαινόμενο της πολιτισμικής ιεραρχίας ή ηγεμονίας της Δύσης, αυτό που ο Said ονομάζει «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό» [cultural imperialism] του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος στηρίχτηκε στη διαμόρφωση και περιχάραξη των φυλετικών πολιτικών για να στηρίξει ιδεολογικά την ηγεμονία του. Η έννοια της «ράτσας/ φυλής» αναλύεται ως ένα κοινωνικό και πολιτικό κατασκεύασμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να οριστούν κάποια κοινωνικά σύνολα και ταυτότητες ως κατώτερες (βλ. το λήμμα Φύλο και Πολιτικές Ταυτότητας. Η ανάγνωση όμως αυτής της έννοιας ως ένα άλλο κατασκεύασμα δεν αρκεί μιας και εμπλέκει ζητήματα όχι μόνο φυλετικά, ιστορικά, πολιτισμικά και ταξικά αλλά και καίρια ζητήματα που αφορούν στις πολιτικές φύλου.  
+
Τη δεκαετία του 60, τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όσο και στην Ευρώπη και άλλου, συμβάλλουν σημαντικά στην ανάδειξη του προβλήματος και της ιστορίας του ρατσισμού, της ιδεολογίας, των θεσμών και των ιδρυμάτων του. Τα κείμενα των Frantz Fanon, W.E.B Du Bois αλλά και μεταγενέστερων θεωρητικών, όπως των Edward Said, Homi Bhabha, bell hooks, Joan Anim-Addo και άλλων, αναλύουν το φαινόμενο της πολιτισμικής ιεραρχίας ή ηγεμονίας της Δύσης, αυτό που ο Said ονομάζει «[[πολιτισμικός ιμπεριαλισμός|πολιτισμικό ιμπεριαλισμό]]» [cultural imperialism] του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος στηρίχτηκε στη διαμόρφωση και περιχάραξη των φυλετικών πολιτικών για να στηρίξει ιδεολογικά την ηγεμονία του. Η έννοια της «ράτσας/ φυλής» αναλύεται ως ένα κοινωνικό και πολιτικό κατασκεύασμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να οριστούν κάποια κοινωνικά σύνολα και ταυτότητες ως κατώτερες (βλ. το λήμμα Φύλο και Πολιτικές Ταυτότητας. Η ανάγνωση όμως αυτής της έννοιας ως ένα άλλο κατασκεύασμα δεν αρκεί μιας και εμπλέκει ζητήματα όχι μόνο φυλετικά, ιστορικά, πολιτισμικά και ταξικά αλλά και καίρια ζητήματα που αφορούν στις πολιτικές φύλου.  
  
  
===Φύλο και Φυλή: Μια «διττή επικινδυνότητα»===
+
===Φύλο και Φυλή: Μια «[[διττή επικινδυνότητα]]»===
  
Η σύγκλιση του φύλου και της «ράτσας/ φυλής» φτάνει στο απόγειό της τη δεκαετία του 60. Η εμπλοκή των δύο εννοιών αποκαλύπτεται σε πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές που προήγαγαν τόσο το σεξισμό όσο και στο ρατσισμό και απασχόλησε τις πρώτες φεμινίστριες του 19ου αιώνα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Όπως αναφέρει και η Deborah K. King στο κείμενό της “Multiple Jeopardy, Multiple Consciousness: The Context of Black Feminist Ideology” [«Πολλαπλή Επικινδυνότητα, Πολλαπλή Συνείδηση: Το Πλαίσιο της Μαύρης Φεμινιστικής Ιδεολογίας», το 1860 η Elizabeth Cady Stanton παρατήρησε ότι η προκατάληψη που βασίζεται στο χρώμα του δέρματος δεν είναι διαφορετική από εκείνη που βασίζεται στο φύλο του σώματος. Φεμινίστριες θεωρητικοί όπως οι Simone De Beauvoir, Kate Millett, Mary Daly και άλλες έχουν παρατηρήσει ότι τόσο οι οικονομικές, νομικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές διακρίσεις ενάντια στις γυναίκες και στους μαύρους, όσο και γενικότερα η ιδεολογία της άρχουσας φυλής και φύλου σύμφωνα με την οποία οι μαύροι και οι γυναίκες είναι κατώτερα όντα που επιδεικνύουν μια σωρεία αντίστοιχων χαρακτηριστικών, όπως ανωριμότητα, πονηρία, και άκρατο συναισθηματισμό, θέτουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και οι μαύροι σε συγκλίνοντες άξονες. Αυτό τον άξονα του φύλου και της φυλής ονομάζει η King «διττή επικινδυνότητα» [double jeopardy], για να περιγράψει τις διττές διακρίσεις που οφείλονται στο ρατσισμό και τον σεξισμό και υποβιβάζουν και καταπιέζουν κυρίως τις μαύρες γυναίκες, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουν την καταπίεση τόσο των λευκών όσο και των μαύρων ανδρών.  
+
Η σύγκλιση του φύλου και της «ράτσας/ φυλής» φτάνει στο απόγειό της τη δεκαετία του 60. Η εμπλοκή των δύο εννοιών αποκαλύπτεται σε πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές που προήγαγαν τόσο το σεξισμό όσο και στο ρατσισμό και απασχόλησε τις πρώτες φεμινίστριες του 19ου αιώνα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Όπως αναφέρει και η Deborah K. King στο κείμενό της “Multiple Jeopardy, Multiple Consciousness: The Context of Black Feminist Ideology” [«Πολλαπλή Επικινδυνότητα, Πολλαπλή Συνείδηση: Το Πλαίσιο της Μαύρης Φεμινιστικής Ιδεολογίας», το 1860 η Elizabeth Cady Stanton παρατήρησε ότι η προκατάληψη που βασίζεται στο χρώμα του δέρματος δεν είναι διαφορετική από εκείνη που βασίζεται στο φύλο του σώματος. Φεμινίστριες θεωρητικοί όπως οι Simone De Beauvoir, Kate Millett, Mary Daly και άλλες έχουν παρατηρήσει ότι τόσο οι οικονομικές, νομικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές διακρίσεις ενάντια στις γυναίκες και στους μαύρους, όσο και γενικότερα η ιδεολογία της άρχουσας φυλής και φύλου σύμφωνα με την οποία οι μαύροι και οι γυναίκες είναι κατώτερα όντα που επιδεικνύουν μια σωρεία αντίστοιχων χαρακτηριστικών, όπως ανωριμότητα, πονηρία, και άκρατο συναισθηματισμό, θέτουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και οι μαύροι σε συγκλίνοντες άξονες. Αυτό τον άξονα του φύλου και της φυλής ονομάζει η King «[[διττή επικινδυνότητα]]» [double jeopardy], για να περιγράψει τις διττές διακρίσεις που οφείλονται στο ρατσισμό και τον σεξισμό και υποβιβάζουν και καταπιέζουν κυρίως τις μαύρες γυναίκες, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουν την καταπίεση τόσο των λευκών όσο και των μαύρων ανδρών.  
 
Ο παράγοντας της «ράτσας/ φυλής» είναι μια ακόμα θεσμοθετημένη απάρνηση της ετερότητας, η οποία είναι απόλυτα αναγκαία στην οικονομία του κέρδους. Σύμφωνα με την Audre Lorde, αυτή η οικονομία του κέρδους χρειάζεται τα περιθωριακά της στοιχεία ως ένα είδος πλεονάσματος, που χρειάζεται αυτή που αυτοπροσδιορίζεται ως η κυρίαρχη τάξη και φυλή για κατάχρηση και εκμετάλλευση. Όπως και η ίδια λέει στο “Age, Race, Class, and Sex: Women Redefining Difference” [«Γενιά, Φυλή, Τάξη, και Φύλο: Οι Γυναίκες και η Αναδόμηση της Ετερότητας»]: «Ως μέλη μιας τέτοιας οικονομίας, όλοι έχουμε προγραμματιστεί να αντιδρούμε στις ανθρώπινες διαφορές μεταξύ μας με φόβο και μίσος και να χειριζόμαστε αυτή τη διαφορετικότητα με τρεις τρόπους: με αδιαφορία, και όταν αυτό δεν είναι δυνατό, με μιμητισμό της κρατούσας ιδεολογίας ή και με μίσος και όρεξη για καταστροφή αυτού που εμείς νομίζουμε ως κατώτερο» (285). Αυτή η εμμονή μας στη μη αναγνώριση και αποδοχή των διαφορών που μας ξεχωρίζουν αποτελεί για τη Lorde έναν από τους παράγοντες που συμβάλλει στην επικράτηση του ρατσισμού, ο οποίος βασίζεται στο δόγμα ότι υπάρχουν φυλές/ράτσες που είναι κατώτερες από άλλες για να λειτουργούν ως αντικείμενα ηγεμονίας εκείνων που είναι ανώτερες.  
 
Ο παράγοντας της «ράτσας/ φυλής» είναι μια ακόμα θεσμοθετημένη απάρνηση της ετερότητας, η οποία είναι απόλυτα αναγκαία στην οικονομία του κέρδους. Σύμφωνα με την Audre Lorde, αυτή η οικονομία του κέρδους χρειάζεται τα περιθωριακά της στοιχεία ως ένα είδος πλεονάσματος, που χρειάζεται αυτή που αυτοπροσδιορίζεται ως η κυρίαρχη τάξη και φυλή για κατάχρηση και εκμετάλλευση. Όπως και η ίδια λέει στο “Age, Race, Class, and Sex: Women Redefining Difference” [«Γενιά, Φυλή, Τάξη, και Φύλο: Οι Γυναίκες και η Αναδόμηση της Ετερότητας»]: «Ως μέλη μιας τέτοιας οικονομίας, όλοι έχουμε προγραμματιστεί να αντιδρούμε στις ανθρώπινες διαφορές μεταξύ μας με φόβο και μίσος και να χειριζόμαστε αυτή τη διαφορετικότητα με τρεις τρόπους: με αδιαφορία, και όταν αυτό δεν είναι δυνατό, με μιμητισμό της κρατούσας ιδεολογίας ή και με μίσος και όρεξη για καταστροφή αυτού που εμείς νομίζουμε ως κατώτερο» (285). Αυτή η εμμονή μας στη μη αναγνώριση και αποδοχή των διαφορών που μας ξεχωρίζουν αποτελεί για τη Lorde έναν από τους παράγοντες που συμβάλλει στην επικράτηση του ρατσισμού, ο οποίος βασίζεται στο δόγμα ότι υπάρχουν φυλές/ράτσες που είναι κατώτερες από άλλες για να λειτουργούν ως αντικείμενα ηγεμονίας εκείνων που είναι ανώτερες.  
 
Για τη Lorde και άλλες φεμινίστριες, ο ρατσισμός λειτουργεί όπως και ο σεξισμός, ο οποίος επίσης βασίζεται στην ιδεολογία της εγγενούς και επομένως «φυσικής ανωτερότητας» του ενός φύλου εις βάρος του άλλου. Αυτές οι δύο ιδεολογίες έχουν παράγει μια σειρά από «μυθικές νόρμες», όπως «λευκός, Χριστιανός, αρσενικός, ετερόφυλος, οικονομικά ισχυρός» (285), οι οποίες συνδράμουν σε μια «ιστορική αμνησία» που ενισχύει τους θεσμούς της πατριαρχικής και ρατσιστικής ιδεολογίας (286). Για τη Lorde, την Angela Davis και άλλες φεμινίστριες, οι μαύρες γυναίκες είναι διπλά θύματα, τόσο της πατριαρχίας—λευκής και μαύρης—όσο και του ρατσισμού. Ειδικά οι μαύρες φεμινίστριες αποτελούν ένα πραγματικό φόβο και κίνδυνο ακόμα και για τον πατριαρχικό ρόλο των μαύρων ανδρών στην μαύρη κοινότητα, αφού, όπως λέει και η Lorde, δεν εξαρτώνται από τους άνδρες για τον αυτό-καθορισμό τους, προκαλώντας έτσι ριζικές αλλαγές σε ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική δομή.  
 
Για τη Lorde και άλλες φεμινίστριες, ο ρατσισμός λειτουργεί όπως και ο σεξισμός, ο οποίος επίσης βασίζεται στην ιδεολογία της εγγενούς και επομένως «φυσικής ανωτερότητας» του ενός φύλου εις βάρος του άλλου. Αυτές οι δύο ιδεολογίες έχουν παράγει μια σειρά από «μυθικές νόρμες», όπως «λευκός, Χριστιανός, αρσενικός, ετερόφυλος, οικονομικά ισχυρός» (285), οι οποίες συνδράμουν σε μια «ιστορική αμνησία» που ενισχύει τους θεσμούς της πατριαρχικής και ρατσιστικής ιδεολογίας (286). Για τη Lorde, την Angela Davis και άλλες φεμινίστριες, οι μαύρες γυναίκες είναι διπλά θύματα, τόσο της πατριαρχίας—λευκής και μαύρης—όσο και του ρατσισμού. Ειδικά οι μαύρες φεμινίστριες αποτελούν ένα πραγματικό φόβο και κίνδυνο ακόμα και για τον πατριαρχικό ρόλο των μαύρων ανδρών στην μαύρη κοινότητα, αφού, όπως λέει και η Lorde, δεν εξαρτώνται από τους άνδρες για τον αυτό-καθορισμό τους, προκαλώντας έτσι ριζικές αλλαγές σε ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική δομή.  
 
Για την Angela Davis, η κατηγορία της «ράτσας/ φυλής» είναι βεβαρημένη με αντιφάσεις και διαποτισμένη από ρατσιστικές ιδεολογίες. Παρά το γεγονός ότι η αντίληψη ότι ο ανθρώπινος πληθυσμός μπορεί να ταξινομηθεί με βάση φυλετικά χαρακτηριστικά έχει απαξιωθεί και η κατηγορία της «ράτσας/ φυλής» έχει επιστημονικά αποδομηθεί, δεν είναι δυνατό να αναλυθούν ρατσιστικές δομές προκειμένου να αλλαχθούν πολιτικοί, κοινωνικοί και ταξικοί θεσμοί χωρίς την κριτική ανάλυση και επιστημολογική κατανόηση της λειτουργίας της έννοιας «ράτσα/ φυλή». Η Davis πιστεύει ότι η έννοια αυτή είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη πολιτισμικών νορμών που ορίζονται από οικονομικούς, ταξικούς και πολιτικούς παράγοντες.   
 
Για την Angela Davis, η κατηγορία της «ράτσας/ φυλής» είναι βεβαρημένη με αντιφάσεις και διαποτισμένη από ρατσιστικές ιδεολογίες. Παρά το γεγονός ότι η αντίληψη ότι ο ανθρώπινος πληθυσμός μπορεί να ταξινομηθεί με βάση φυλετικά χαρακτηριστικά έχει απαξιωθεί και η κατηγορία της «ράτσας/ φυλής» έχει επιστημονικά αποδομηθεί, δεν είναι δυνατό να αναλυθούν ρατσιστικές δομές προκειμένου να αλλαχθούν πολιτικοί, κοινωνικοί και ταξικοί θεσμοί χωρίς την κριτική ανάλυση και επιστημολογική κατανόηση της λειτουργίας της έννοιας «ράτσα/ φυλή». Η Davis πιστεύει ότι η έννοια αυτή είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη πολιτισμικών νορμών που ορίζονται από οικονομικούς, ταξικούς και πολιτικούς παράγοντες.   
 
Η σύγκληση των παραγόντων φύλου και «ράτσας/ φυλής» απορρίπτει τη συμβατική προσέγγιση της Αφρο-Αμερικανικής ιστορίας που θέτει την εμπειρία του μαύρου άντρα σαν τη νόρμα και έτσι εξαλείφει την ιστορία της μαύρης γυναικείας αντίστασης στη δουλεία ( Davis, “Reflections on the Black Woman's Role in the Community of Slaves” [«Σκέψεις για το Ρόλο της Μαύρης Γυναίκας στην Κοινωνία των Δούλων»]). Η Davis ισχυρίζεται ότι μέσα από την ανάλυση του φύλου και της «ράτσας/ φυλής», οι οποίες είναι υλιστικές κατηγορίες, τόσο ο πατριαρχικός λόγος όσο και οι ρατσιστικές του εκφάνσεις μπορούν καλύτερα να αναλυθούν και να αποδομηθούν, και η ιστορία της υποδουλωμένης γυναίκας να γραφεί όχι ως μια υποσημείωση αλλά ως ένα κεφάλαιο της Αμερικανικής ιστορίας. Όπως σημειώνει και η Davis, με εξαίρεση τις μορφές των Harriet Tubman, Sojourner Truth, και Rosa Parks, η ιστορία των μαύρων γυναικών της περιόδου της υποδούλωσης των μαύρων στην Αμερικανική ήπειρο παραμένει αποσπασματική και κρυμμένη στα ερείπια μιας ιστορίας που αναμένει ακόμα να γραφεί, κάτι το οποίο άρχισε να γίνεται με μια σειρά συγγραφέων όπως οι γνωστές συγγραφείς, Alice Walker, Toni Morrison, αλλά και άλλες λιγότερο γνωστές, όπως οι Angelina Grimke, Alice Dunbar-Nelson, Lorraine Hansberry.  
 
Η σύγκληση των παραγόντων φύλου και «ράτσας/ φυλής» απορρίπτει τη συμβατική προσέγγιση της Αφρο-Αμερικανικής ιστορίας που θέτει την εμπειρία του μαύρου άντρα σαν τη νόρμα και έτσι εξαλείφει την ιστορία της μαύρης γυναικείας αντίστασης στη δουλεία ( Davis, “Reflections on the Black Woman's Role in the Community of Slaves” [«Σκέψεις για το Ρόλο της Μαύρης Γυναίκας στην Κοινωνία των Δούλων»]). Η Davis ισχυρίζεται ότι μέσα από την ανάλυση του φύλου και της «ράτσας/ φυλής», οι οποίες είναι υλιστικές κατηγορίες, τόσο ο πατριαρχικός λόγος όσο και οι ρατσιστικές του εκφάνσεις μπορούν καλύτερα να αναλυθούν και να αποδομηθούν, και η ιστορία της υποδουλωμένης γυναίκας να γραφεί όχι ως μια υποσημείωση αλλά ως ένα κεφάλαιο της Αμερικανικής ιστορίας. Όπως σημειώνει και η Davis, με εξαίρεση τις μορφές των Harriet Tubman, Sojourner Truth, και Rosa Parks, η ιστορία των μαύρων γυναικών της περιόδου της υποδούλωσης των μαύρων στην Αμερικανική ήπειρο παραμένει αποσπασματική και κρυμμένη στα ερείπια μιας ιστορίας που αναμένει ακόμα να γραφεί, κάτι το οποίο άρχισε να γίνεται με μια σειρά συγγραφέων όπως οι γνωστές συγγραφείς, Alice Walker, Toni Morrison, αλλά και άλλες λιγότερο γνωστές, όπως οι Angelina Grimke, Alice Dunbar-Nelson, Lorraine Hansberry.  
Όμως, ο διπλός άξονας του ρατσισμού και του σεξισμού δεν επαρκεί για την αναγνώριση ταξικών και πολιτισμικών διαφορών ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες, και ιδιαίτερα στην πληθωρική παραγωγή φεμινιστικών λόγων και ιδεολογιών τόσο σε δυτικο-κρατούμενους πολιτισμούς όσο και σε μετααποικιακούς πολιτισμούς. Για ένα ευρύ φάσμα φεμινιστικών λόγων, η κατηγορία της ράτσας δεν επαρκεί από μόνη της για να εξαλείψει τις πολιτικές και τακτικές διακρίσεων ενάντια στο γυναικείο φύλο και να οδηγήσει την καταπίεση των γυναικών του Τρίτου κόσμου στο τέλος. Ο όρος της Alice Walker «γυνίστρια» [womanis], κατά ανάλογο του «φεμινίστρια», αντιπροσωπεύει την ανάγκη της Walker να δηλώσει ότι η μάχη των μαύρων γυναικών ως φεμινίστριες είναι συσχετιζόμενη με τους αγώνες των διαφόρων γυναικών στις εντόπιες κοινωνίες τους ενάντια στο ρατσισμό και την οικονομική εκμετάλλευση.  
+
Όμως, ο διπλός άξονας του ρατσισμού και του σεξισμού δεν επαρκεί για την αναγνώριση ταξικών και πολιτισμικών διαφορών ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες, και ιδιαίτερα στην πληθωρική παραγωγή φεμινιστικών λόγων και ιδεολογιών τόσο σε δυτικο-κρατούμενους πολιτισμούς όσο και σε μετααποικιακούς πολιτισμούς. Για ένα ευρύ φάσμα φεμινιστικών λόγων, η κατηγορία της ράτσας δεν επαρκεί από μόνη της για να εξαλείψει τις πολιτικές και τακτικές διακρίσεων ενάντια στο γυναικείο φύλο και να οδηγήσει την καταπίεση των γυναικών του Τρίτου κόσμου στο τέλος. Ο όρος της Alice Walker «[[γυνίστρια]]» [womanish], κατά ανάλογο του «φεμινίστρια», αντιπροσωπεύει την ανάγκη της Walker να δηλώσει ότι η μάχη των μαύρων γυναικών ως φεμινίστριες είναι συσχετιζόμενη με τους αγώνες των διαφόρων γυναικών στις εντόπιες κοινωνίες τους ενάντια στο ρατσισμό και την οικονομική εκμετάλλευση.  
 
Στην πρωτοποριακή μελέτη της “Under Western Eyes: Feminist Scholarship and Colonial Discourses” [«Υπό το Βλέμμα της Δύσης: Ο Φεμινιστικός Ερευνητικός Λόγος και οι Αποικιοκρατικοί Λόγοι»], η Chandra Talpade Mohanty θέτει το ζήτημα της «διττής επικινδυνότητας» και παρουσιάζει ένα τετραπλό άξονα που δεν αφορά μόνο στη σύγκλιση του φύλου και της «ράτσας/ φυλής» ή και της ταξικής ταυτότητας αλλά και στο καίριο ζήτημα των ιστορικών και πολιτισμικών διαφορών. Μέσα από τη σύνθετη διάσταση αυτών των διαφορών, η Mohanty αποδομεί τον τρόπο με τον οποίο ο Δυτικός Φεμινισμός, στις πολλαπλές εκφάνσεις του, κατασκευάζει μια συγκεκριμένη εικόνα του Φεμινισμού του Τρίτου Κόσμου και, κατά συνέπεια, πλάθει τη Γυναίκα του Τρίτου Κόσμου μέσα από ένα πλέγμα λόγων που είναι πολιτισμικά και ιστορικά κατά βάση υπό την επήρεια δυτικών ιδεολογιών και προτύπων. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Mohanty εξηγεί πως η Γυναίκα του Τρίτου Κόσμου κατασκευάζεται ως μια άλλη «μυθική νόρμα» από το ίδιο το πλέγμα των φεμινιστικών λόγων που στοχεύουν στο να είναι απελευθερωτικοί και λυτρωτικοί για όλες τις καταπιεσμένες γυναίκες. Δίνοντας έμφαση στους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους επέδρασε η αποικιοκρατία τόσο πολιτικά και οικονομικά όσο και πολιτισμικά και επιστημολογικά, η Mohanty εξηγεί ότι ο φεμινιστικός λόγος πρέπει να αυτο-αποδομηθεί κι αυτός ως ένα προϊόν που επηρεάστηκε από την πολιτισμική παραγωγή της αποικιοκρατίας και των ηγεμονικών της λόγων. Αντί λοιπόν για τη σύγκλιση των δύο αξόνων του φύλου και της φυλής/ ράτσας, η Mohanty προτείνει τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη γυναίκα ως ένα πολιτισμικό και ιδεολογικό κατασκεύασμα και τις γυναίκες ως ιστορικές οντότητες/μέλη διαφορετικών πολιτισμικών και κοινωνικών συνόλων και κολεκτίβων, δηλαδή, ως αληθινά, υλιστικά υποκείμενα διαφορετικών πολιτικών και ιστορικών συνόλων. Η αποδόμηση των διαφορών όσο και η ανάλυση των ομοιοτήτων που παρουσιάζουν τα θέματα φύλου και «ράτσας/φυλής» θα μπορέσει έτσι να οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση των αντιφάσεων που εδρεύουν στις διαφορετικές τοποθεσίες και θέσεις των γυναικών και που διαφοροποιούν τις ιδεολογικές και υλιστικές δομές που τις επηρεάζουν και τις περιορίζουν.
 
Στην πρωτοποριακή μελέτη της “Under Western Eyes: Feminist Scholarship and Colonial Discourses” [«Υπό το Βλέμμα της Δύσης: Ο Φεμινιστικός Ερευνητικός Λόγος και οι Αποικιοκρατικοί Λόγοι»], η Chandra Talpade Mohanty θέτει το ζήτημα της «διττής επικινδυνότητας» και παρουσιάζει ένα τετραπλό άξονα που δεν αφορά μόνο στη σύγκλιση του φύλου και της «ράτσας/ φυλής» ή και της ταξικής ταυτότητας αλλά και στο καίριο ζήτημα των ιστορικών και πολιτισμικών διαφορών. Μέσα από τη σύνθετη διάσταση αυτών των διαφορών, η Mohanty αποδομεί τον τρόπο με τον οποίο ο Δυτικός Φεμινισμός, στις πολλαπλές εκφάνσεις του, κατασκευάζει μια συγκεκριμένη εικόνα του Φεμινισμού του Τρίτου Κόσμου και, κατά συνέπεια, πλάθει τη Γυναίκα του Τρίτου Κόσμου μέσα από ένα πλέγμα λόγων που είναι πολιτισμικά και ιστορικά κατά βάση υπό την επήρεια δυτικών ιδεολογιών και προτύπων. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Mohanty εξηγεί πως η Γυναίκα του Τρίτου Κόσμου κατασκευάζεται ως μια άλλη «μυθική νόρμα» από το ίδιο το πλέγμα των φεμινιστικών λόγων που στοχεύουν στο να είναι απελευθερωτικοί και λυτρωτικοί για όλες τις καταπιεσμένες γυναίκες. Δίνοντας έμφαση στους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους επέδρασε η αποικιοκρατία τόσο πολιτικά και οικονομικά όσο και πολιτισμικά και επιστημολογικά, η Mohanty εξηγεί ότι ο φεμινιστικός λόγος πρέπει να αυτο-αποδομηθεί κι αυτός ως ένα προϊόν που επηρεάστηκε από την πολιτισμική παραγωγή της αποικιοκρατίας και των ηγεμονικών της λόγων. Αντί λοιπόν για τη σύγκλιση των δύο αξόνων του φύλου και της φυλής/ ράτσας, η Mohanty προτείνει τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη γυναίκα ως ένα πολιτισμικό και ιδεολογικό κατασκεύασμα και τις γυναίκες ως ιστορικές οντότητες/μέλη διαφορετικών πολιτισμικών και κοινωνικών συνόλων και κολεκτίβων, δηλαδή, ως αληθινά, υλιστικά υποκείμενα διαφορετικών πολιτικών και ιστορικών συνόλων. Η αποδόμηση των διαφορών όσο και η ανάλυση των ομοιοτήτων που παρουσιάζουν τα θέματα φύλου και «ράτσας/φυλής» θα μπορέσει έτσι να οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση των αντιφάσεων που εδρεύουν στις διαφορετικές τοποθεσίες και θέσεις των γυναικών και που διαφοροποιούν τις ιδεολογικές και υλιστικές δομές που τις επηρεάζουν και τις περιορίζουν.
  
  
 
<span id="intlinks"></span>
 
<span id="intlinks"></span>
 +
 
==Εσωτερικές συνδέσεις==
 
==Εσωτερικές συνδέσεις==
  

Τελευταία αναθεώρηση της 11:39, 30 Ιουνίου 2009

Φύλο και φυλετικές πολιτικές

Συγγραφέας:Μίνα Καραβαντά
Βιβλιογραφία
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Σχόλια Επιμελήτριας

Mίνα Καραβαντά


Φυλή/Ράτσα και Φυλετικές Πολιτικές

Σύμφωνα με την ανάλυση της Giovanna Covi, η Αγγλική λέξη “race” καταγράφεται για πρώτη φορά στην Αγγλική γλώσσα ως ετυμολογικό παράγωγο της Ιταλικής λέξης razza (ράτσα). Σε αντίθεση με την Ελληνική απόδοση «φυλή», η λέξη «ράτσα» πιο εύκολα και απρόσκοπτα από επιστημολογικές και ανθρωπολογικές ωραιοποιήσεις ανακαλεί τη σχέση της με την ιστορία της αποικιοκρατίας και του ρατσισμού, ο οποίος λειτούργησε ως η ιδεολογική βάση και το αναπόφευκτο παράγωγο της αποικιοκρατίας. Φιλοσοφικά κείμενα των Immanuel Kant και Friedrich Hegel αλλά και πολιτικά κείμενα όπως του Thomas Jefferson αποδεικνύουν πως η ιστορία του ρατσισμού σε όλες τις ιστορικές και πολιτισμικές εκφάνσεις του την περίοδο της νεωτερικότητας δεν είναι συνυφασμένη μόνο με πρακτικές και όργανα δουλείας αλλά, όπως πολύ σωστά παρατηρεί και η Covi, με μια σειρά λεξιλογικών μηχανισμών (βλ. «Νέγρος-α») και λόγων, οι οποίοι ενίσχυσαν τους ιδεολογικούς μηχανισμούς και τους θεσμούς του ρατσισμού και της αποικιοκρατίας. Γι αυτό το λόγο, σε αυτό το λήμμα χρησιμοποιείται συστηματικά και ενσυνείδητα η διπλή απόδοση της Αγγλικής λέξης “race” ως «ράτσα/ φυλή». Τη δεκαετία του 60, τα κοινωνικά και πολιτικά κινήματα, τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής όσο και στην Ευρώπη και άλλου, συμβάλλουν σημαντικά στην ανάδειξη του προβλήματος και της ιστορίας του ρατσισμού, της ιδεολογίας, των θεσμών και των ιδρυμάτων του. Τα κείμενα των Frantz Fanon, W.E.B Du Bois αλλά και μεταγενέστερων θεωρητικών, όπως των Edward Said, Homi Bhabha, bell hooks, Joan Anim-Addo και άλλων, αναλύουν το φαινόμενο της πολιτισμικής ιεραρχίας ή ηγεμονίας της Δύσης, αυτό που ο Said ονομάζει «πολιτισμικό ιμπεριαλισμό» [cultural imperialism] του δυτικού πολιτισμού, ο οποίος στηρίχτηκε στη διαμόρφωση και περιχάραξη των φυλετικών πολιτικών για να στηρίξει ιδεολογικά την ηγεμονία του. Η έννοια της «ράτσας/ φυλής» αναλύεται ως ένα κοινωνικό και πολιτικό κατασκεύασμα το οποίο χρησιμοποιήθηκε προκειμένου να οριστούν κάποια κοινωνικά σύνολα και ταυτότητες ως κατώτερες (βλ. το λήμμα Φύλο και Πολιτικές Ταυτότητας. Η ανάγνωση όμως αυτής της έννοιας ως ένα άλλο κατασκεύασμα δεν αρκεί μιας και εμπλέκει ζητήματα όχι μόνο φυλετικά, ιστορικά, πολιτισμικά και ταξικά αλλά και καίρια ζητήματα που αφορούν στις πολιτικές φύλου.


Φύλο και Φυλή: Μια «διττή επικινδυνότητα»

Η σύγκλιση του φύλου και της «ράτσας/ φυλής» φτάνει στο απόγειό της τη δεκαετία του 60. Η εμπλοκή των δύο εννοιών αποκαλύπτεται σε πολιτικές και κοινωνικές πρακτικές που προήγαγαν τόσο το σεξισμό όσο και στο ρατσισμό και απασχόλησε τις πρώτες φεμινίστριες του 19ου αιώνα και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Όπως αναφέρει και η Deborah K. King στο κείμενό της “Multiple Jeopardy, Multiple Consciousness: The Context of Black Feminist Ideology” [«Πολλαπλή Επικινδυνότητα, Πολλαπλή Συνείδηση: Το Πλαίσιο της Μαύρης Φεμινιστικής Ιδεολογίας», το 1860 η Elizabeth Cady Stanton παρατήρησε ότι η προκατάληψη που βασίζεται στο χρώμα του δέρματος δεν είναι διαφορετική από εκείνη που βασίζεται στο φύλο του σώματος. Φεμινίστριες θεωρητικοί όπως οι Simone De Beauvoir, Kate Millett, Mary Daly και άλλες έχουν παρατηρήσει ότι τόσο οι οικονομικές, νομικές, εκπαιδευτικές και κοινωνικές διακρίσεις ενάντια στις γυναίκες και στους μαύρους, όσο και γενικότερα η ιδεολογία της άρχουσας φυλής και φύλου σύμφωνα με την οποία οι μαύροι και οι γυναίκες είναι κατώτερα όντα που επιδεικνύουν μια σωρεία αντίστοιχων χαρακτηριστικών, όπως ανωριμότητα, πονηρία, και άκρατο συναισθηματισμό, θέτουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες και οι μαύροι σε συγκλίνοντες άξονες. Αυτό τον άξονα του φύλου και της φυλής ονομάζει η King «διττή επικινδυνότητα» [double jeopardy], για να περιγράψει τις διττές διακρίσεις που οφείλονται στο ρατσισμό και τον σεξισμό και υποβιβάζουν και καταπιέζουν κυρίως τις μαύρες γυναίκες, οι οποίες πρέπει να αντιμετωπίσουν την καταπίεση τόσο των λευκών όσο και των μαύρων ανδρών. Ο παράγοντας της «ράτσας/ φυλής» είναι μια ακόμα θεσμοθετημένη απάρνηση της ετερότητας, η οποία είναι απόλυτα αναγκαία στην οικονομία του κέρδους. Σύμφωνα με την Audre Lorde, αυτή η οικονομία του κέρδους χρειάζεται τα περιθωριακά της στοιχεία ως ένα είδος πλεονάσματος, που χρειάζεται αυτή που αυτοπροσδιορίζεται ως η κυρίαρχη τάξη και φυλή για κατάχρηση και εκμετάλλευση. Όπως και η ίδια λέει στο “Age, Race, Class, and Sex: Women Redefining Difference” [«Γενιά, Φυλή, Τάξη, και Φύλο: Οι Γυναίκες και η Αναδόμηση της Ετερότητας»]: «Ως μέλη μιας τέτοιας οικονομίας, όλοι έχουμε προγραμματιστεί να αντιδρούμε στις ανθρώπινες διαφορές μεταξύ μας με φόβο και μίσος και να χειριζόμαστε αυτή τη διαφορετικότητα με τρεις τρόπους: με αδιαφορία, και όταν αυτό δεν είναι δυνατό, με μιμητισμό της κρατούσας ιδεολογίας ή και με μίσος και όρεξη για καταστροφή αυτού που εμείς νομίζουμε ως κατώτερο» (285). Αυτή η εμμονή μας στη μη αναγνώριση και αποδοχή των διαφορών που μας ξεχωρίζουν αποτελεί για τη Lorde έναν από τους παράγοντες που συμβάλλει στην επικράτηση του ρατσισμού, ο οποίος βασίζεται στο δόγμα ότι υπάρχουν φυλές/ράτσες που είναι κατώτερες από άλλες για να λειτουργούν ως αντικείμενα ηγεμονίας εκείνων που είναι ανώτερες. Για τη Lorde και άλλες φεμινίστριες, ο ρατσισμός λειτουργεί όπως και ο σεξισμός, ο οποίος επίσης βασίζεται στην ιδεολογία της εγγενούς και επομένως «φυσικής ανωτερότητας» του ενός φύλου εις βάρος του άλλου. Αυτές οι δύο ιδεολογίες έχουν παράγει μια σειρά από «μυθικές νόρμες», όπως «λευκός, Χριστιανός, αρσενικός, ετερόφυλος, οικονομικά ισχυρός» (285), οι οποίες συνδράμουν σε μια «ιστορική αμνησία» που ενισχύει τους θεσμούς της πατριαρχικής και ρατσιστικής ιδεολογίας (286). Για τη Lorde, την Angela Davis και άλλες φεμινίστριες, οι μαύρες γυναίκες είναι διπλά θύματα, τόσο της πατριαρχίας—λευκής και μαύρης—όσο και του ρατσισμού. Ειδικά οι μαύρες φεμινίστριες αποτελούν ένα πραγματικό φόβο και κίνδυνο ακόμα και για τον πατριαρχικό ρόλο των μαύρων ανδρών στην μαύρη κοινότητα, αφού, όπως λέει και η Lorde, δεν εξαρτώνται από τους άνδρες για τον αυτό-καθορισμό τους, προκαλώντας έτσι ριζικές αλλαγές σε ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική δομή. Για την Angela Davis, η κατηγορία της «ράτσας/ φυλής» είναι βεβαρημένη με αντιφάσεις και διαποτισμένη από ρατσιστικές ιδεολογίες. Παρά το γεγονός ότι η αντίληψη ότι ο ανθρώπινος πληθυσμός μπορεί να ταξινομηθεί με βάση φυλετικά χαρακτηριστικά έχει απαξιωθεί και η κατηγορία της «ράτσας/ φυλής» έχει επιστημονικά αποδομηθεί, δεν είναι δυνατό να αναλυθούν ρατσιστικές δομές προκειμένου να αλλαχθούν πολιτικοί, κοινωνικοί και ταξικοί θεσμοί χωρίς την κριτική ανάλυση και επιστημολογική κατανόηση της λειτουργίας της έννοιας «ράτσα/ φυλή». Η Davis πιστεύει ότι η έννοια αυτή είναι αδιάρρηκτα συνδεδεμένη με την ύπαρξη πολιτισμικών νορμών που ορίζονται από οικονομικούς, ταξικούς και πολιτικούς παράγοντες. Η σύγκληση των παραγόντων φύλου και «ράτσας/ φυλής» απορρίπτει τη συμβατική προσέγγιση της Αφρο-Αμερικανικής ιστορίας που θέτει την εμπειρία του μαύρου άντρα σαν τη νόρμα και έτσι εξαλείφει την ιστορία της μαύρης γυναικείας αντίστασης στη δουλεία ( Davis, “Reflections on the Black Woman's Role in the Community of Slaves” [«Σκέψεις για το Ρόλο της Μαύρης Γυναίκας στην Κοινωνία των Δούλων»]). Η Davis ισχυρίζεται ότι μέσα από την ανάλυση του φύλου και της «ράτσας/ φυλής», οι οποίες είναι υλιστικές κατηγορίες, τόσο ο πατριαρχικός λόγος όσο και οι ρατσιστικές του εκφάνσεις μπορούν καλύτερα να αναλυθούν και να αποδομηθούν, και η ιστορία της υποδουλωμένης γυναίκας να γραφεί όχι ως μια υποσημείωση αλλά ως ένα κεφάλαιο της Αμερικανικής ιστορίας. Όπως σημειώνει και η Davis, με εξαίρεση τις μορφές των Harriet Tubman, Sojourner Truth, και Rosa Parks, η ιστορία των μαύρων γυναικών της περιόδου της υποδούλωσης των μαύρων στην Αμερικανική ήπειρο παραμένει αποσπασματική και κρυμμένη στα ερείπια μιας ιστορίας που αναμένει ακόμα να γραφεί, κάτι το οποίο άρχισε να γίνεται με μια σειρά συγγραφέων όπως οι γνωστές συγγραφείς, Alice Walker, Toni Morrison, αλλά και άλλες λιγότερο γνωστές, όπως οι Angelina Grimke, Alice Dunbar-Nelson, Lorraine Hansberry. Όμως, ο διπλός άξονας του ρατσισμού και του σεξισμού δεν επαρκεί για την αναγνώριση ταξικών και πολιτισμικών διαφορών ανάμεσα στις ίδιες τις γυναίκες, και ιδιαίτερα στην πληθωρική παραγωγή φεμινιστικών λόγων και ιδεολογιών τόσο σε δυτικο-κρατούμενους πολιτισμούς όσο και σε μετααποικιακούς πολιτισμούς. Για ένα ευρύ φάσμα φεμινιστικών λόγων, η κατηγορία της ράτσας δεν επαρκεί από μόνη της για να εξαλείψει τις πολιτικές και τακτικές διακρίσεων ενάντια στο γυναικείο φύλο και να οδηγήσει την καταπίεση των γυναικών του Τρίτου κόσμου στο τέλος. Ο όρος της Alice Walker «γυνίστρια» [womanish], κατά ανάλογο του «φεμινίστρια», αντιπροσωπεύει την ανάγκη της Walker να δηλώσει ότι η μάχη των μαύρων γυναικών ως φεμινίστριες είναι συσχετιζόμενη με τους αγώνες των διαφόρων γυναικών στις εντόπιες κοινωνίες τους ενάντια στο ρατσισμό και την οικονομική εκμετάλλευση. Στην πρωτοποριακή μελέτη της “Under Western Eyes: Feminist Scholarship and Colonial Discourses” [«Υπό το Βλέμμα της Δύσης: Ο Φεμινιστικός Ερευνητικός Λόγος και οι Αποικιοκρατικοί Λόγοι»], η Chandra Talpade Mohanty θέτει το ζήτημα της «διττής επικινδυνότητας» και παρουσιάζει ένα τετραπλό άξονα που δεν αφορά μόνο στη σύγκλιση του φύλου και της «ράτσας/ φυλής» ή και της ταξικής ταυτότητας αλλά και στο καίριο ζήτημα των ιστορικών και πολιτισμικών διαφορών. Μέσα από τη σύνθετη διάσταση αυτών των διαφορών, η Mohanty αποδομεί τον τρόπο με τον οποίο ο Δυτικός Φεμινισμός, στις πολλαπλές εκφάνσεις του, κατασκευάζει μια συγκεκριμένη εικόνα του Φεμινισμού του Τρίτου Κόσμου και, κατά συνέπεια, πλάθει τη Γυναίκα του Τρίτου Κόσμου μέσα από ένα πλέγμα λόγων που είναι πολιτισμικά και ιστορικά κατά βάση υπό την επήρεια δυτικών ιδεολογιών και προτύπων. Κατά αυτόν τον τρόπο, η Mohanty εξηγεί πως η Γυναίκα του Τρίτου Κόσμου κατασκευάζεται ως μια άλλη «μυθική νόρμα» από το ίδιο το πλέγμα των φεμινιστικών λόγων που στοχεύουν στο να είναι απελευθερωτικοί και λυτρωτικοί για όλες τις καταπιεσμένες γυναίκες. Δίνοντας έμφαση στους πολλαπλούς τρόπους με τους οποίους επέδρασε η αποικιοκρατία τόσο πολιτικά και οικονομικά όσο και πολιτισμικά και επιστημολογικά, η Mohanty εξηγεί ότι ο φεμινιστικός λόγος πρέπει να αυτο-αποδομηθεί κι αυτός ως ένα προϊόν που επηρεάστηκε από την πολιτισμική παραγωγή της αποικιοκρατίας και των ηγεμονικών της λόγων. Αντί λοιπόν για τη σύγκλιση των δύο αξόνων του φύλου και της φυλής/ ράτσας, η Mohanty προτείνει τη διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη γυναίκα ως ένα πολιτισμικό και ιδεολογικό κατασκεύασμα και τις γυναίκες ως ιστορικές οντότητες/μέλη διαφορετικών πολιτισμικών και κοινωνικών συνόλων και κολεκτίβων, δηλαδή, ως αληθινά, υλιστικά υποκείμενα διαφορετικών πολιτικών και ιστορικών συνόλων. Η αποδόμηση των διαφορών όσο και η ανάλυση των ομοιοτήτων που παρουσιάζουν τα θέματα φύλου και «ράτσας/φυλής» θα μπορέσει έτσι να οδηγήσει στη βαθύτερη κατανόηση των αντιφάσεων που εδρεύουν στις διαφορετικές τοποθεσίες και θέσεις των γυναικών και που διαφοροποιούν τις ιδεολογικές και υλιστικές δομές που τις επηρεάζουν και τις περιορίζουν.


Εσωτερικές συνδέσεις

Φύλο και πολιτικές ταυτότητας


Εξωτερικές συνδέσεις

Katherine Lavender (επιμ.), «Images of the colonial family» http://www.library.csi.cuny.edu/dept/history/lavender/colfam.html

“Third Person, First Person: Slave Voices From The Special Collections Library”Broadside Collection, Special Collections Library, Duke UniversityAπό έκθεση αρχειακού υλικού για την ιστορία της δουλείας στην Αμερική. Επιμέλεια έκθεσης Alex Byrd, Marion Hirsch, and Janie Morris http://scriptorium.lib.duke.edu/slavery/

Denise Thomson (1994)Feminism and Racism: What is at Stake? users.spin.net.au/~deniset/brefpap/gracism/dwsconfdeak.pdf

“Glossary of key terms in the work of Gayatri Chakravorty Spivak”. http://www.english.emory.edu/Bahri/Glossary.html


Βιβλιογραφικές αναφορές

Anim-Addo, Joan. Touching the Body. History, Language & African Caribbean Women's Writing. London: Mango Publishing, 2007.

Covi, Giovanna. “Teaching 'America' and Bringing Home Gender and Race”. Eds.

Clare Hemmings & Ann Kaloski. TravellingConcepts.net. UK: Raw Nerve Books, 2005. http//:www.travellingconcepts.net

Davis, Angela. “Reflections on the Black Woman's Role in the Community of Slaves.” Ed. Beverly Guy-Sheftall. Words of Fire. An Anthology of African-American Feminist Thought. New York: The New Press, 1995. 200-219.

Essed, Philomena. Understanding Everyday Racism: An Interdisciplinary Theory. California: Sage Publications, 1991.

Eze, Chukwudi Emmanuel. Race and the Enlightenment Reader. Cambridge, MA: Blackwell Publishers, 1997.

Fanon, Frantz. Toward the African Revolution. Trans. Haakon Chevalier. New York: Grove Press, 1967.

Hooks, Bell. killing rage. Ending Racism. New York: Henry Holt and Company, 1995.

King, Deborah K. “Multiple Jeopardy, Multiple Consciousness: The Context of Black Feminist Ideology.” Ed. Beverly Guy-Sheftall. Words of Fire. An Anthology of African-American Feminist Thought. New York: The New Press, 1995. 294-319

Lorde, Audre. “Age, Race, Class, and Sex: Women Redefining Difference” Ed. Beverly Guy-Sheftall. Words of Fire. An Anthology of African-American Feminist Thought. New York: The New Press, 1995. 284-293

Mohanty, Chandra Talpade. “Under Western Eyes: Feminist Scholarship and Colonial Discourses.” Ed. Chandra Talpade Mohanty, Ann Russo & Lourdes Torres. Third World Women and the Politics of Feminism. Bloomington and Indianapolis: Indiana University Press, 1991. 51-81.

Said, Edward. Culture and Imperialism. New York: Vintage Books, 1994.


Ειδική βιβλιογραφία

Anim-Addo, Joan. Sugar, Spices, and Human Cargo. London: London Borough of Greenwich, 1996.

Touching the Body. History, Language and African Caribbean Women's Writing. London: Mango Publishing, 2007.

Appiah, Anthony and Amy Gutmann. Color Conscious: The Political Morality of Race. Princeton: Princeton University Press, 1996.

Asante, Molefi K. The Afrocentric Idea. Philadelphia: Temple University Press, 1998.

Brown, Heloise et all. White? Women. Critical Perspectives on Race and Gender. York: Center for Women's Studies, Raw Nerve Books, 1999.

Bryan, Beverley et all. The Heart of the Race: Black Women's Lives in Britain. London: Virago, 1985.

Bush, Barbara. Slave Women in Caribbean Society: 1650-1838. Bloomington & Indianapolis: Indiana University Press, 1990.

Carby, Hazel V. Reconstructing Womanhood: The Emergence of the Afro-American Woman Novelist. Oxford & New York: Oxford University Press, 1987.

Césaire, Aimé. Discourse on Colonialism. trans. John Pinkham. London & New York: Monthly Review Press, 1972.

Collins, Patricia Hill. Black Feminist Thought: Knowledge, Consciousness and the Politics of Empowerment. New York: Routledge, 1991.

Fanon, Frantz. Black Skins, White Masks. Charles Markmann, trans. New York: Grove Press, 1968.

Ferguson, Moira. Colonialism and Gender Relations from Mary Wollstonecraft to Jamaica Kincaid: East Caribbean Connections. New York: Columbia University Press, 1993.

Gaines, Kevin K. Uplifting the Race: Black Leadership, Politics, and Culture in the Twentieth Century. Chapel Hill: University of North Carolina Press, 1996.

Collins, Patricia Hill. Black Feminist Thought: Knowledge, Consciousness and the Politics of Empowerment. London & New York: Routledge, 1991.

Gilroy, Paul. There Ain't No Black in the Union Jack: the Cultural Politics of Race and Nation. London: Hutchinson, 1987.

The Black Atlantic: Modernity and Double Consciousness. Cambridge: Harvard University Press, 1993.

Against Race: Imagining Political Culture Beyond the Color Line. Cambridge: Harvard University Press, 2000.

Hooks, Bell. Ain't I a Woman? Black Women and Feminism. Boston: South End Press, 1981.

Yearning: Race, Gender and Cultural Politics. London: Turnaround, 1991.

—Black Looks: Race and Representation. Boston: South End Press, 1992.

Jackson, John L. Jr. Harlemworld: Doing Race and Class in Contemporary Black America. Chicago: Chicago University Press, 2001.

McClaurin, Irma (ed.). Black Feminist Anthropology. New Brunswick: Rutgers University Press, 2001.

Mills, Charles. Blackness Visible: Essays on Philosophy and Race. Ithaca: Cornell University Press, 1998.

Moraga, Cherrie & Gloria Anzaldua. This Bridge Called my Back: Writings by Radical Women of Color. Watertown, MA: Persephone Press, 1981.

Prakash, Gyan. 2000. “The impossibility of subaltern history.” Nepantla: Views from the South 1.2: 287-94.

Radhakrishnan, R. 1992. “Nationalism, gender, and the narrative of identity.” In Nationalisms and Sexualities, edited by A. Parker, M. Russo, D. Sommer, and P. Yager. New York: Routledge.

Spivak, Gayatri Chakraborty. A Critique of Postcolonial Reason. Cambridge: Harvard University Press, 1999.

Trinh, Minh-ha. Woman, Native, Other: Writing Postcoloniality and Feminism. Bloomington: Indiana University Press, 1989.