Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φύλο και σεξουαλικότητα"
(→Σχόλια Επιμελήτριας) |
|||
Γραμμή 23: | Γραμμή 23: | ||
<span id="comments"></span> | <span id="comments"></span> | ||
− | == | + | ==Υποσημείωση== |
1. Τα παρακάτω κριτήρια χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν το φύλο του υποκειμένου: <br> | 1. Τα παρακάτω κριτήρια χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν το φύλο του υποκειμένου: <br> | ||
Γραμμή 38: | Γραμμή 38: | ||
<span id="intlinks"></span> | <span id="intlinks"></span> | ||
+ | |||
==Εσωτερικές συνδέσεις== | ==Εσωτερικές συνδέσεις== | ||
Αναθεώρηση της 12:20, 2 Ιουλίου 2009
Φύλο και σεξουαλικότητα
Συγγραφέας: | Χριστίνα Ντόκου |
Βιβλιογραφία | |
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι | |
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι | |
Σχόλια Επιμελήτριας |
Παραδοσιακά, φύλο και σεξουαλικότητα θεωρούνταν ευθέως ανάλογα, εφόσον το βιολογικό φύλο ενός ατόμου θεωρείτο πως όριζε και την σεξουαλική του φύση ή ρόλο (σύμφωνα πάντα με το ετεροφυλοφυλικό, μη-αιμομικτικό μοντέλο, με τους ομοφυλόφιλους απλώς να θεωρούνται «αντεστραμμένοι» [inverts]). Σύμφωνα με τις συγγραφείς του Gender Studies: Terms and Debates:
...η ιεραρχία που δίνει το προνόμιο στον άνδρα σε δυϊστικά συστήματα ταυτότητας του φύλου, ορίζει εξίσου τη δομή για το πως λειτουργεί η σεξουαλικότητα στη Δυτική κοινωνία. Η γυναικεία σεξουαλικότητα στιγματίζεται ως φυσικά μαζοχιστική, ναρκισσιστική και παθητική• η ανδρική σεξουαλικότητα κωδικοποιείται ως φυσικά επιθετική, σαδιστική και ενεργή. Παραδοσιακές ιδέες περί γυναικείας σεξουαλικότητας την καθιστούν πρακτικά συνώνυμη με την αναπαραγωγική της λειτουργία. Η μητρότητα θεωρείται ως η φυσική έκφραση της γυναικείας σεξουαλικότητας. (Cranny-Francis et al. 2003: 7)
Η συστηματική μελέτη του φύλου και της σεξουαλικότητας, όμως, που ξεκίνησε ουσιαστικά από το 1880 με μελετητές της εξελικτικής θεωρίας ως προς τη σεξουαλικότητα, εμπλουτίστηκε τη δεκαετία 1920 με τις μελέτες ανθρωπολόγων όπως ο Bronislaw Malinowski (1927, 1929) και η Margaret Mead (1935) για τις κοινωνικές επιδράσεις στη σεξουαλικότητα, και ήρθε καταλυτικά στο προσκήνιο τη δεκαετία του 1960 (Nye 2004: 11-13), έδειξε μια απείρως πιο πολύπλοκη και ρευστή σχέση από αυτή του παραδοσιακού διμορφισμού (άρρεν/θήλυ, ετερο/ομο-φυλόφυλο). Mέσω των θεωριών του Jacques Lacan περί σύνθετης δόμησης του ανθρώπινου υποκειμένου και της εισαγωγής το 1948 της Κλίμακας Κίνσεϊ [Kinsey scale] του Αμερικανού σεξολόγου Alfred Kinsey για τη μέτρηση της σεξουαλικής συμπεριφοράς, διαπιστώθηκε πως η σεξουαλικότητα [sexuality]—δηλαδή η σταθερή συναισθηματική και σεξουαλική έλξη προς άλλα άτομα, λειτουργεί ανεξάρτητα από το βιολογικό σώμα του υποκειμένου• ο τρόπος που αντιλαμβάνεται το υποκείμενο την εσωτερική γενετήσια ταυτότητά του [sexual identity]• οι ορμές, φαντασιώσεις και έλξεις που αποτελούν τον προσανατολισμό [sexual orientation] του• και ο τρόπος που εκδηλώνει αυτή την ταυτότητα και τις ορμές με τη σωματική συμπεριφορά του [sexual behavior]—δεν χωρίζεται σε δύο διακριτούς αντιθετικούς πόλους με βάση το βιολογικό φύλο (άντρας-γυναίκα), αλλά καλύπτει μια ευρεία γκάμα θέσεων σε μια μεγάλη κλίμακα (συμπεριλαμβανομένης και της ασεξουαλικότητας), στην οποία μάλιστα τα άτομα που χαρακτηρίζονται ως αποκλειστικά ετεροφυλόφυλα ή αποκλειστικά ομοφυλόφυλα (αρσενικά ή θηλυκά) δεν είναι η πλειοψηφία (Kinsey 1948, 1953)! Φεμινίστριες του δεύτερου κύματος και επιστήμονες από το χώρο της σεξολογίας εισήγαγαν περαιτέρω τη ριζοσπαστική ιδέα πως το φύλο δεν είναι βιολογική υπόθεση, αλλά χωρίζεται σε α. εγγενές βιολογικό φύλο [sex] και β. έμφυλη ταυτότητα ή κοινωνικό φύλο [gender] (όρος που δημιούργησε ο σεξολόγος John Money το 1955), την οποία διαμορφώνουν ένα σύνολο κοινωνικών και πολιτισμικών στερεότυπων προσταγών που κατηγοριοποιούν και χαρακτηρίζουν το βιολογικό υποκείμενο και μορφοποιούν τη σεξουαλική του ταυτότητα. Όπως σημειώνει ο Robert Nye, παρόλο που θα περίμενε κανείς η σεξουαλικότητα να προηγείται της ταυτότητας του φύλου [gender] ως βιολογικά πρωτογενής, συμβαίνει το αντίθετο: «Παρά τις πολλαπλές μορφές που έχει πάρει κατά καιρούς, η έμφυλη ταυτότητα στις ανθρώπινες κοινωνίες, εμφανίζεται ως η σταθερή και μόνιμη κατηγορία, ενώ η σεξουαλικότητα υπήρξε πιο ευμετάβλητη και προσαρμοστική» (2004: 12)—και καταλήγει πως «Κατά μία έννοια, η έμφυλη ταυτότητα προσδίδει κοινωνικό κύρος στην ανάγκη του βιολογικού σεξ, αστυνομεύοντας τα όρια του σεξουαλικά αποδεκτού, θρέφοντας ιδεώδη περί σεξουαλικής αγάπης, και επιβάλλοντας νόρμες σεξουαλικών στόχων και σκοπών» (Nye 2004: 12).
Τη δεκαετία του 70-80, ο Michel Foucault με τη σειρά του εισηγήθηκε τα περί της ουσιαστικής «εφεύρεσης» της σεξουαλικότητας και των πολλαπλών παρεκκλίσεών της, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα, ως μεθόδου επιβολής ισχύος πάνω στο υποκείμενο, το οποίο για πρώτη φορά ορίζεται ολιστικά με βάση τη σεξουαλική του ταυτότητα κι όχι το «φύλο», το οποίο κατά τον Foucault είναι απλά η μάσκα που δίνει φυσική και τελεσίδικη υπόσταση σε μία αυθαίρετη πολιτισμική διαδικασία (c1984):
Σταδιακά, καθώς όλο και περισσότεροι άνθρωποι ενθαρρύνονταν να αναλογιστούν τα άγχη και τις νευρώσεις τους και να εκφράσουν τις επιθυμίες τους, κατέστη πιο σύνηθες να θεωρούν οι άνθρωποι τις σεξουαλικές τους επιθυμίες ως έκφραση κάποιου βαθύτερου νοήματος για τον εσώτερό τους εαυτό—σαν να βρισκόταν η «σεξουαλικότητά» τους στην καρδιά του μυστηρίου της ανθρώπινης ζωής. (Pilcher & Whelehan 2004: 155)
Από τη δεκαετία του 1990 μάλιστα, και με βάση και τη θεωρία της επιτελεστικότητας της Judith Butler (1990), που ορίζει πως και το κοινωνικό και το βιολογικό φύλο είναι αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενων κανονιστικών πρακτικών, αλλά και νέα επιστημονικά δεδομένα που αναδεικνύουν την τεράστια πολυπλοκότητα και ποικιλομορφία των βιολογικών χαρακτηριστικών με τα οποία κατηγοριοποιείται το υποτιθέμενο «σταθερό» βιολογικό φύλο, αμφισβητείται σθεναρά και η ευθεία ταύτιση ενός βιολογικού φύλου με ένα κοινωνικό φύλο και τη μορφή σεξουαλικότητας που παραδοσιακά αποδίδεται σε αυτό. O άντρας, δηλαδή, δεν είναι απαραίτητο να έχει «αρσενική» ετεροφυλόφυλη ταυτότητα, ούτε η γυναίκα «θηλυκή»—αλλά ορίζονται μάλλον από το «σωματονού» τους [bodymind], όρο του Money για την πολύπλοκη και πολύπλευρη συνεργεία της εσωτερικής αντίληψης και εξωτερικής πραγμάτωσης του φύλου και της σεξουαλικότητας (1988: 116). Τέλος, όλο και περισσότερες μελέτες ιστορικών, ανθρωπολόγων και εθνοκοινωνιολόγων αναδεικνύουν το γεγονός πως, σε άλλους πολιτισμούς πέρα από τον παρόντα Δυτικό, δεν ισχύει καν ο παραδοσιακός διμορφισμός φύλου ή σεξουαλικότητας, αλλά έχουμε πολύμορφες σεξουαλικότητες, όπως για παράδειγμα των «Διπνεύματων» ανθρώπων στους Αυτόχθονες της Βορείου Αμερικής (Jacobs, Thomas και Lang 1997), των «χίτζρα» στην Ινδία (Nanda 1988), της κανονιστικής ανδρικής ομοφυλοφυλίας στην αρχαία Αθήνα (που δεν αντιστοιχεί ούτε στην σημερινή ετεροφυλοφυλία, ούτε στη σημερινή ομοφυλοφυλία—βλ. Dover 1978), ή των ευνούχων του Βυζαντίου, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και των Ασιατικών χωρών.
Η σχέση φύλου και σεξουαλικότητας αναδεικνύεται επομένως ως όλο και πιο ρευστή, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει πως τα δύο είναι ασύνδετα. Συγκεκριμένα, στην κλίμακα παραγόντων που χρησιμοποιούνται για να ταξινομήσουν την έμφυλη ταυτότητα1, η σεξουαλικότητα αποτελεί ένα από τα βασικά κριτήρια. Εξίσου αμφισβητούμενη παραμένει επίσης η θέση πως η σεξουαλική ταυτότητα του υποκειμένου είναι εντελώς αυθαίρετη και υποκείμενη σε έξωθεν μορφοποιήσεις (αν και αναγνωρίζεται τώρα πως το περιβάλλον παίζει ρόλο σε συνδυασμό με τις γενετικές-ορμονικές προδιαθέσεις). Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίφημη περίπτωση του David Reimer, τον οποίον ο ψυχοενδοκρινολόγος-σεξολόγος John Money, διευθυντής της Κλινικής για Θέματα Έμφυλης Ταυτότητας [Gender Identity Clinic] του Πανεπιστημίου Johns Hopkins προσπάθησε το 1967 να μεγαλώσει εξαρχής ως κορίτσι ώστε να αποδεχτεί τον ακρωτηριασμό του πέους του σε βρεφική ηλικία, αλλά απέτυχε εφόσον ο Reimer αισθανόταν πάντοτε μέσα του άντρας με αρσενικές ετεροφυλόφυλες γενετήσιες ορμές (Money 1972, Colapinto 2001). Κριτική επίσης έχει δεχθεί και η Butler (κυρίως από οπαδούς της οντολογίας), καθώς η πρώιμη θεωρία της οδηγεί στο συμπέρασμα πως η ετεροφυλόφυλη, ομοφυλόφυλη, αμφιφιλόφυλη, ή άλλου είδους σεξουαλική συμπεριφορά δεν πηγάζει από κάποια εσωτερική παρόρμηση, αλλά είναι εντελώς επίπλαστη και μετατρέψιμη—δυναμιτίζοντας έτσι τις διεκδικήσεις γυναικών και σεξουαλικών μειονοτήτων για αποδοχή της ταυτότητάς τους ως έχει (Brickell 2005, Green 2007). Συγκεκριμένα το φεμινιστικό κίνημα, επαναστατώντας ενάντια στα ασφυκτικά όρια ελέγχου και υποταγής της σεξουαλικότητας (και, κατά προέκταση, του ατόμου) που είχαν επιβάλει από το τέλος της κλασικής εποχής και έπειτα οι μεγάλες μονοθεϊστικές θρησκείες (Nye 2004: 14), διεκδίκησε και προέβαλε τις μελέτες (επιστημονικές, θεωρητικές, κοινωνιολογικές, κ.ά.) περί γυναικείας σεξουαλικότητας, αφενός για να καταρρίψει τους σεξιστικούς μύθους που ήθελαν τη γυναίκα είτε ασεξουαλικό και «ψυχρό» άγγελο αρετής, είτε ακόλαστο και αχαλίνωτο έρμαιο των ορμών της—πάντοτε μέσα στο θεσμικό πλαίσιο της «υποχρεωτικής ετεροφυλοφυλίας» [compulsory heterosexuality] (όρος της Rich 1986)—αφετέρου για να διεκδικήσει αποτελεσματικά το δικαίωμα της γυναίκας στην σεξουαλική χειραφέτηση και την ηδονή, όχι με άξονα την αντρική επιθυμία και ανατομία, αλλά τη δική της (Koedt 1970). Σημαντική πρόοδος επίσης επιτεύχθηκε στους κόλπους των γυναικείων και άλλων κινημάτων κοινωνικών διεκδικήσεων αναφορικά με το θέμα της γυναικείας ομοφυλοφυλίας, της ασεξουαλικότητας και της διασεξουαλικότητας όπου—μετά από τον αποχαρακτηρισμό της ομοφυλοφυλίας ως ψυχικής παρεκτροπής με το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο Ψυχικών Νόσων II το 1973 και την εξάλειψή της από το Eγχειρίδιο στην έκδοση ΙV (1994)—οι νέες μελέτες περί της πολυποίκιλης σχέσης φύλου και σεξουαλικότητας αποτέλεσαν τη βάση για την αποδοχή της διαφορετικότητας, του «άλλου», ως κάτι φυσιολογικό. Το γεγονός είναι πως η σεξουαλικότητα, μακράν του να αποτελεί «φυσική» και «απλή» βιολογική έκφραση, όχι μόνο εμπλέκεται με τα κοινωνικά δεδομένα των ρόλων των φύλων, μορφοποιούμενη και κατηγοριοποιούμενη από αυτά, αλλά—εξαιτίας της ρευστότητάς της σε συνδυασμό με τη δύναμή της ως «βασικού ενστίκτου»—και αποκτά πολιτικό ρόλο: ως ένα όπλο κυριαρχίας αφενός, επί του ανθρώπινου υποκειμένου, και επαναστατικής ανατροπής, αφετέρου, ενάντια στα καταπιεστικά κοινωνικά ήθη και φραγμούς (όπως με τους δανδήδες της Βικτωριανής εποχής, τους μποέμ και τους ρομαντικούς, ή τους χίππυς της δεκαετίας του 60-70 στην Αμερική).
Υποσημείωση
1. Τα παρακάτω κριτήρια χρησιμοποιούνται για να προσδιορίσουν το φύλο του υποκειμένου:
α.Χρωμοσώματα
β.Ορμόνες (ανδρογόνα-οιστρογόνα)
γ.Εσωτερικά όργανα αναπαραγωγής
δ.Εξωτερικά γεννητικά όργανα
ε.Δευτερεύοντα σεξουαλικά χαρακτηριστικά (φυσιογνωμικά ή σωματικά—όπως τριχοφυΐα, στήθος, κ.ά.)
στ.Δομή («κωδικοποίηση») του εγκεφάλου
ζ.Ψυχολογική ταύτιση με το ένα ή το άλλο φύλο [gender identity]
η.Κοινωνική ταύτιση με τους συμβατικούς ρόλους του ενός ή του άλλου φύλου [gender role]
θ.Σεξουαλικός προσανατολισμός/ σεξουαλικές προτιμήσεις
Εσωτερικές συνδέσεις
Φύλο, σεξουαλικότητες, κινήματα
Βιβλιογραφικές αναφορές
Brickell, Chris. (2005). “Masculinities, Performativity, and Subversion: A Sociological Reappraisal”. Men and Masculinities 8(1): 24-43.
Butler, Judith. (1990). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. Thinking Gender. New York and London: Routledge.
Colapinto, John. (2001). As Nature Made Him: The Boy Who Was Raised as a Girl. London and New York: Harper Perennial.
Cranny-Francis, Anne, Wendy Waring, Pam Stavropoulos και Joan Kirkby. (2003). Gender Studies: Terms and Debates. New York: Palgrave/Macmillan.
Dover, Kenneth J. (1978). Greek Homosexuality. New York: Vintage.
Foucault, Michel. (1976-84). The History of Sexuality. 4 τόμοι. London: Penguin.
Green, Adam Isaiah. (2007). “Queer Theory and Sociology: Locating the Subject and the Self in Sexuality Studies”. Sociological Theory 25 (1):26-45.
Jacobs, S., W. Τhomas, και S. Lang (επιμ.). (1997). Two-spirit people: Native American gender identity, sexuality, and spirituality. Urbana: University of Illinois Press.
Kinsey, Alfred, Wardell B. Pomeroy και Clyde E. Martin. (1948/ 1998). Sexual Behavior in the Human Male. Bloomington: Indiana Univesity Press.
---. (1953/ 1998). Sexual Behavior in the Human Female. Εισαγωγή John Bankroft. Bloomington: Indiana Univesity Press.
Koedt, Anne. (1970/2003). “The Myth of the Vaginal Orgasm”. Στο Carole R. McCann και Seung-Kyung Kim (επιμ.), Feminist Theory Reader: Local and Global Perspectives. New York and London: Routledge, 242-48.
Lacan, Jacques. (1966/2007). Écrits: The First Complete Edition in English. Μτφ. Bruce Fink. London and New York: Norton.
Money, John, J. G. Hampson, και J. L. Hampson. (1955). “An examination of some basic sexual concepts: The evidence of human hermaphroditism”. Bulletin of the Johns Hopkins Hospital 97: 301-319.
---. (1955). “Hermaphroditism: Recommendations concerning assignment of sex, change of sex and psychologic management”. Bulletin of the Johns Hopkins Hospital 97: 284-300.
Money, John, και Anke Ehrhardt. (1972). Man & Woman, Boy & Girl: Gender Identity from Conception to Maturity. Baltimore: Johns Hopkins University Press.
Money, John. (1988). Gay, Straight, and In-Between: The Sexology of Erotic Orientation. New York: Oxford University Press.
Nanda, Serena. (1998). Neither Man Nor Woman: The Hijras of India. Belmond, CA: Wadsworth Publishing.
Nye, Robert. (2004). Sexuality. Στο Teresa A. Meade και Merry E. Wiesner-Hanks (επιμ.), A Companion to Gender History. Blackwell Companions to History. Malden, MA και Oxford: Blackwell, 11-25.
Pilcher, Jane, και Imelda Whelehan. (2004). Fifty Key Concepts in Gender Studies. Sake Key Concepts. London, Thousand Oaks, και New Delhi: Sage Publications.
Rich, Adrienne. (1986). “Compulsory Heterosexuality and Lesbian Existence”. Signs 5 (4): 631-60.