Πολιτικές ανδρισμού

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Πολιτικές ανδρισμού

Συγγραφέας:Κώστας Γιαννακόπουλος
Βιβλιογραφία
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Σχόλια Επιμελήτριας

Κώστας Γιαννακόπουλος


Ο ανδρισμός [masculinity] αναδείχτηκε ως ξεχωριστό αντικείμενο συστηματικής μελέτης στις κοινωνικές επιστήμες κυρίως στα τέλη της δεκαετίας του 80 στον αγγλοσαξoνικό χώρο και ειδικότερα στις ΗΠΑ. Από τα πιο σημαντικά βιβλία για τη μελέτη του ανδρισμού ήταν οι συλλογικοί τόμοι που επιμελήθηκαν ο φιλόσοφος Harry Broad (Broad 1987) και ο κοινωνιολόγος Michael Kimmel (Kimmel 1987), καθώς και εκείνο του ανθρωπολόγου David Gilmore (Gilmore 1990). Ωστόσο, ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 70 είχαν εμφανιστεί μελέτες οι οποίες καθιέρωσαν τον όρο ανδρικές σπουδές [men’s studies]. Ο όρος αυτός είναι αντίστοιχος των γυναικείων σπουδών [women’s studies], οι οποίες, όπως είναι γνωστό, εμφανίστηκαν τη δεκαετία του 60 σε άμεση σχέση με το δεύτερο κύμα του φεμινιστικού κινήματος. Αντίστοιχα, οι ανδρικές σπουδές συνδέθηκαν με το κίνημα των ανδρών [men’s movement], το οποίο δημιουργήθηκε ως απάντηση στο φεμινιστικό κίνημα[1]. Το κίνημα αυτό δεν είναι ενιαίο αλλά χωρίζεται σε δύο πολιτικές τάσεις, ανάλογα με την θέση τους απέναντι στο φεμινιστικό κίνημα: η μία στην οποία ανήκουν οι περισσότεροι γνωστοί πανεπιστημιακοί ερευνητές των ανδρικών σπουδών, αυτοπροσδιορίζεται ως υπέρμαχος του φεμινισμού [profeminist] και αντισεξιστική [antisexist] και επιδιώκουν τον επαναπροσδιορισμό και αλλαγή του κυρίαρχου ανδρικού προτύπου, ενώ η δεύτερη είναι εχθρική απέναντι στο φεμινιστικό κίνημα και πρεσβεύει την επιστροφή σε έναν «αυθεντικό», «παραδοσιακό» ανδρισμό.

Στην πρώτη τάση, εκείνη των νέων ανδρών [new men] και των νέων ανδρικών σπουδών [new men’s studies] όπως αυτοπροσδιορίζεται, ανήκουν αρκετοί ακαδημαϊκοί ερευνητές του ανδρισμού, οι οποίοι προέρχονται κυρίως από τους χώρους της κοινωνιολογίας και της ψυχολογίας. Οι ερευνητές αυτοί υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η μελέτη των ανδρών ως έμφυλων υποκειμένων αμφισβητεί την κυρίαρχη αντίληψη σύμφωνα με την οποία ο άνδρας, το ανδρικό, ταυτίζεται με το γενικό, το πανανθρώπινο. Έτσι, η μελέτη του ανδρισμού ως ειδικής ανδρικής εμπειρίας και όχι ως οικουμενικής, πανανθρώπινης εμπειρίας αποτελεί σημαντική προέκταση της αμφισβήτησης του ανδροκεντρισμού [androcentrism] στις κοινωνικές επιστήμες από τις γυναικείες σπουδές. Πιο συγκεκριμένα, οι φεμινίστριες ερευνήτριες θεμελίωσαν το αίτημα τους για τη δημιουργία γυναικείων σπουδών στη διαπίστωση ότι η μελέτη του ανθρώπου αφορούσε κυρίως τους άνδρες και αποσιωπούσε τις γυναίκες και τις δραστηριότητές τους. Έτσι, οι ερευνητές του ανδρισμού θεωρούν τις ανδρικές σπουδές ως αναγκαίο συμπλήρωμα των γυναικείων σπουδών, στο βαθμό που οι φεμινιστικές μελέτες επικεντρώνονται στη μελέτη των γυναικών αλλά παραγνωρίζουν εκείνη των ανδρών ως έμφυλων υποκειμένων (Broad 1987:40-41, Gilmore 1990: 1). Όπως παρατηρεί ο Harry Broad (1987: 40-41), «Ενώ οι γυναίκες έχουν παραγνωριστεί στις προσεγγίσεις μας επειδή ήταν τόσο πολύ στο περιθώριο, οι άνδρες έχουν αγνοηθεί επειδή ήταν τόσο πολύ στο κέντρο».

Παρόλο που οι εκπρόσωποι των νέων ανδρικών σπουδών θεωρούν τις γυναικείες σπουδές ως συγγενές πεδίο και αναφέρονται στις φεμινιστικές μελέτες, έχουν γίνει και οι ίδιοι αντικείμενο κριτικής, κυρίως από φεμινίστριες ερευνήτριες οι οποίες επίσης μελετούν τον ανδρισμό. Έτσι, μεταξύ άλλων, οι ανθρωπολόγοι Andrea Cornwall και Nancy Lindisfarne, στην εισαγωγή τους στο συλλογικό τόμο για τον ανδρισμό που επιμελήθηκαν οι Cornwall και Lindisfarne 1994, παρατηρούν ότι οι νέες ανδρικές σπουδές --και ειδικότερα ο Broad—επισύρουν μεν την προσοχή στο γεγονός ότι οι φεμινιστικές μελέτες έχουν επικεντρωθεί αποκλειστικά στη γυναικεία οπτική [female bias] σε διάφορα ζητήματα όπως η γονεϊκότητα, η βία, η υγεία και η σεξουαλικότητα, ωστόσο παραγνωρίζουν το θέμα των σχέσεων εξουσίας ανάμεσα στα φύλα στην «ανδρική» προσέγγιση αυτών των ζητημάτων. Με άλλα λόγια, αυτές οι φεμινίστριες ερευνήτριες θεωρούν ότι η οικειοποίηση και μελέτη από ανδρική σκοπιά πλευρών της ζωής που θεωρούνται «προσωπικές», «γυναικείες» δεν συνοδεύεται από μια ανάλυση της πολιτικής τους διάστασης. Ετσι, για παράδειγμα, οι Cornwall και Lindisfarne (1994: 32) αναφέρονται στην κριτική που ασκεί ο Broad στις μελέτες για την γονεϊκότητα, ότι περιορίζονται σε ένα γυναικείο μοντέλο της γονεϊκότητας σύμφωνα με το οποίο το ιδιωτικό θεωρείται ότι προηγείται και διαμορφώνει το δημόσιο, και δεν εξετάζουν πώς οι θεωρούμενοι ως βασικοί, δημόσιοι ρόλοι των ανδρών επηρεάζουν τις ιδιωτικές, πατρικές, δραστηριότητές τους (Broad1987: 41). Ωστόσο, όπως επισημαίνει η Lynn Segal (παρατίθεται στο Cornwall και Lindisfarne 1994: 32) οι άνδρες διατηρούν την εξουσία στη δημόσια σφαίρα ενώ ταυτόχρονα έχουν πρόσβαση στις απολαύσεις και όχι στις απογοητεύσεις της οικογενειακής ζωής. Επίσης, αναφερόμενες στην κριτική του Broad για την αποκλειστικά γυναικεία οπτική στην αναπαραγωγική υγεία επισημαίνουν ότι ο Broad δεν λαμβάνει υπόψη σημαντικά ζητήματα, όπως το γεγονός ότι οι διάφορες προσπάθειες να εισαχθεί το «ανδρικό χάπι» σταμάτησαν όταν οι άνδρες άρχισαν να παρουσιάζουν συμπτώματα όπως κατάθλιψη και έλλειψη ερωτικής επιθυμίας και απόλαυσης, τα οποία ωστόσο θεωρήθηκαν φυσιολογικά όταν παρουσιάστηκαν στις γυναίκες χρήστριες του αντισυλληπτικού χαπιού.

Oι διαφωνίες μεταξύ εκπροσώπων των νέων ανδρικών σπουδών και φεμινιστριών ανθρωπολόγων ανάγονται σε διαφορετικές θεωρητικές και μεθοδολογικές προσεγγίσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι μεν αντλούν από την κοινωνική και εξελικτική ψυχολογία και διάφορες εκδοχές της θεωρίας των έμφυλων ρόλων [sex role theory] ενώ οι δε ακολουθούν τη θεωρία της κοινωνικής κατασκευής [social constructivism] και τον μεταδομισμό [poststucturalism]. Η υιοθέτηση αυτών των διαφορετικών θεωρήσεων ανάγεται σε διαφορετικές επιστημολογικές αλλά και πολιτικές προοπτικές. Οι ερευνητές των ανδρικών σπουδών προσβλέπουν σε μια προοδευτική, φιλική προς τον φεμινισμό αλλαγή των παραδοσιακών ανδρικών ρόλων, ενώ οι φεμινίστριες ερευνήτριες σε μια αποδόμηση του ανδρισμού, κυρίως του ηγεμονικού ανδρισμού [hegemonic masculinity], αλλά και γενικότερα της διχοτομίας άνδρας-γυναίκα. Ωστόσο, όπως παρατηρούν οι Cornwall και Lindisfarne (1994: 33), η προσήλωση σε εκδοχές της θεωρίας των ρόλων δεν οδηγούν στην υπονόμευση αλλά σε μια επαναδιατύπωση των ηγεμονικών μορφών ανδρισμού.

Στα πλαίσια αυτής της θεωρητικής και πολιτικής προοπτικής, τα άρθρα του συλλογικού τόμου Dislocating Masculinity επικεντρώνονται στην ανάδειξη της ύπαρξης πολλαπλών και αντιτιθέμενων μορφών ηγεμονικού ανδρισμού αλλά και στον τρόπο με τον οποίο ο ηγεμονικός λόγος παράγει υποτελείς και ανατρεπτικούς ανδρισμούς . Οι όροι ηγεμονικός ανδρισμός και υποτελείς ανδρισμοί[2] υποτελείς ανδρισμοί [subordinated masculinities] εμφανίστηκαν και αναλύθηκαν για πρώτη φορά στο έργο του κοινωνιολόγου R. W. Connel (Connel 1987). Ο «ετεροφυλόφιλος» αποτελεί στις σύγχρονες δυτικές κοινωνίες την πιο σημαντική μορφή ηγεμονικού ανδρισμού ενώ ο «ομοφυλόφιλος» εκείνη του υποτελούς ανδρισμού. Επιπλέον, υπάρχουν και προσωρινές μορφές υποτελών ανδρισμών, όπως εκείνες των «νέων» φαντάρων σε σχέση με τους «παλιούς» στο στρατό (Γιαννακόπουλος 2003) και των νεαρών μαθητευόμενων ανδρών σε σχέση με τους μεγαλύτερους ειδικευμένους εργάτες ή μάστορες (Connel 1987). Όπως παρατηρεί ο Connel (1987: 186) ο ηγεμονικός ανδρισμός κατασκευάζεται σε σχέση με τις γυναίκες και τους υποτελείς ανδρισμούς. Αυτή τη συγκρότηση του ηγεμονικού ανδρισμού μέσω των υποτελών ανδρισμών δείχνουν και ανθρωπολογικές μελέτες για το machismo, την αρρενωπότητα, στην Νικαράγουα και την Ελλάδα, όπου ο ανδρισμός συγκροτείται μέσω μιας διαρκούς κυκλοφορίας, ανταλλαγής, απόδοσης και ανταπόδοσης του στίγματος του «μη άνδρα», του «θηλυπρεπούς ομοφυλόφιλου» ( Γιαννακόπουλος 2003, 2005, Lancaster 2006). Στις μελέτες αυτές, η διερεύνηση της ομοφυλοφιλίας δεν διαχωρίζεται από εκείνη της ετεροφυλοφιλίας, μια προσέγγιση η οποία σχεδόν απουσιάζει τόσο από τις ανδρικές όσο και από τις γκέι σπουδές[3] γκέι σπουδές [gay studies]. Πιο συγκεκριμένα, παρά το γεγονός ότι θεωρείται ότι οι δύο κλάδοι διαπλέκονται, στις περισσότερες μελέτες για τον ανδρισμό και την ανδρική σεξουαλικότητα επικρατεί η κυρίαρχη δυτική, σύγχρονη εννοιολόγηση της ομοφυλοφιλίας και της ετεροφυλοφιλίας ως δύο ξεχωριστών μορφών σεξουαλικής έκφρασης. Τις παραπάνω, και μάλιστα τις πιο σύγχρονες, θεωρητικές αναζητήσεις υιοθετούν οι μελέτες για τον ανδρισμό στην ελληνική κοινωνία, οι οποίες πραγματοποιήθηκαν κυρίως στον χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας. Στις μελέτες αυτές αναδεικνύεται η ύπαρξη πολλαπλών και διαφορετικών εκδοχών ανδρισμού στη σύγχρονη Ελλάδα. Ετσι, ο κτητικός ανδρισμός στην ανδροτοπική [virilocal] κοινωνία της ορεινής δυτικής Κρήτης (Herzfeld 1985) αντιπαρατίθεται με τον εκφραστικό ανδρισμό της γυναικοτοπικής [uxorilocal] βόρειας Λέσβου (Παπαταξιάρχης 1992). Επιπλέον, στον αστικό χώρο, διερευνάται η σχέση μεταξύ ανδρισμού, ανδρικής ομοκοινωνικότητας [male homosociality] και ομοφυλοφιλίας και η ανάδυση του μοντέρνου διαχωρισμού μεταξύ ομοφυλοφιλίας και ετεροφυλοφιλίας (Γιαννακόπουλος 2001)[4].

Ενώ οι παραπάνω μελέτες συνδέονται με μια πολιτική ανδρισμού η οποία αυτοπροσδιορίζεται ως συγγενική με τον φεμινισμό ή και φεμινιστική και αντλεί με διάφορους τρόπους από τη φεμινιστική θεωρία, μια άλλη πολιτική θεωρεί ότι ο φεμινισμός, αλλά και οι κοινωνικές και πολιτισμικές αλλαγές στις σχέσεις που αφορούν το φύλο μετά την δεκαετία του 60, έχουν συντελέσει στην καταπίεση των ανδρών και στην υποβάθμιση του «αρσενικού». Ετσι, ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους αυτής της πολιτικής είναι ο αμερικανός ποιητής Robert Bly, o oποίος διατυπώνει τις απόψεις του στο βιβλίο του Iron John. A Book About Men, το οποίο δημοσιεύτηκε το 1990. Σύμφωνα με τον Bly, οι άνδρες, από την δεκαετία του 60 και μετά, έχουν αναλωθεί στην αποδοχή και καλλιέργεια της θηλυκής πλευράς του εαυτού τους και έχουν χάσει την ενεργητικότητα και την ζωτικότητά τους, σε αντίθεση με τις δυναμικές γυναίκες που έχουν στο πλευρό τους. Προκειμένου, οι «ήπιοι» αυτοί άνδρες να «θεραπευτούν» από την θλίψη και την οδύνη που τους χαρακτηρίζει πρέπει να ανακαλύψουν ξανά τον Αγριο Ανδρα [Wild Man], παράδειγμα του οποίου βρίσκουμε στο μύθο του Σιδερόγιαννου (Iron John) που κατέγραψαν οι αδελφοί Γκρίμμ. O Αγριος Ανδρας δεν έχει τα βίαια χαρακτηριστικά του macho αλλά χαρακτηρίζεται από ενέργεια, η οποία ωθεί το άτομο σε δυναμική δραστηριοποίηση, όχι βάναυσα, αλλά με αποφασιστικότητα (Bly 1994: 26). Επίσης, διάφορες κινήσεις και δημοσιεύματα ανδρών διεκδικούν τα δικαιώματά τους ως πατέρες μετά το διαζύγιο και την ανάληψη της κηδεμονίας από τις μητέρες ή διαμαρτύρονται για την κακοποίηση που θεωρούν ότι υφίστανται οι άνδρες από τις συζύγους τους. Στην Ελλάδα, παρόμοιες ιδεολογικά εκδηλώσεις και δραστηριότητες είναι ο Σύλλογος για την ανδρική και πατρική αξιοπρέπεια (ΣΥ. ΓΑ. ΠΑ) και τα δημοσιεύματα του κοινωνιολόγου στο πανεπιστήμιο Αιγαίου, Ευστράτιου Παπάνη.

Αυτή η κρίση του ανδρισμού [masculinity crisis], δηλαδή η δυσανεξία και αντίδραση των ανδρών απέναντι στις αλλαγές που ο φεμινισμός και γενικότερα τα νέα κοινωνικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα επιφέρουν στις σχέσεις των φύλων, έχει γίνει αντικείμενο μελέτης και από φεμινίστριες, όπως η δημοσιογράφος και συγγραφέας Susan Faludi (Faludi 2000). Η Faludi, διερευνώντας την κρίση του ανδρισμού όπως την βιώνουν σύγχρονοι αμερικανοί άνδρες, ισχυρίζεται ότι η λεγόμενη μάχη των φύλων δεν είναι παρά η επιφανειακή εκδήλωση άλλων μαχών. Ετσι, η αμερικανίδα φεμινίστρια θεωρεί ότι η δυσανεξία των σύγχρονων αμερικανών ανδρών οφείλεται στην απουσία επικοινωνίας των πατέρων με τους γιούς τους μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, αλλά κυρίως στην αντικειμενοποίηση των ανδρικού σώματος[5] και τον καταναλωτισμό. Δεδομένου ότι η καταναλωτική κουλτούρα και η αντικειμενοποίηση των γυναικών έχουν ήδη αποτελέσει αντικείμενο φεμινιστικής κριτικής, η Faludi θεωρεί ότι η κρίση αυτή του ανδρισμού μπορεί να αποτελέσει βάση συνεργασίας και όχι αντιπαλότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών.

  1. Χαρακτηριστικό αυτής της σύνδεσης είναι το γεγονός ότι τόσο ο Harry Broad όσο και ο Michael Kimmel είναι μέλη του National Organization for Changing Men του οποίου μία βασική συνιστώσα αποτελεί η Men’s Studies Association η οποία διοργανώνει δραστηριότητες σχετικές με τις ανδρικές σπουδές.
  2. Από μια πρώτη άποψη παρόμοιο είναι και το εγχείρημα του David Gilmore (Gilmore 1990) ο οποίος μας προσφέρει μια πλούσια εθνογραφική έρευνα των διαφορετικών νοημάτων που αποδίδονται στον ανδρισμό σε διάφορες κοινωνίες. Ωστόσο, η ανάλυση του Gilmore εστιάζεται στις κυρίαρχες αντιλήψεις για τον ανδρισμό.
  3. Για μια διερεύνηση της σχέσης μεταξύ ανδρισμού, ομοκοινωνικότητας και ομοφυλοφιλίας βλ. την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δουλειά της Eve Kosofsky Sedgwick (1985).
  4. Σημαντικές είναι και οι παρατηρήσεις του Peter Loizos για την ανδρική σεξουαλικότητα στην Κύπρο (Loizos 1994).
  5. Για την αντικειμενοποίηση του σύγχρονου ανδρικού σώματος βλ. Bordo 1999


Εσωτερικές συνδέσεις

Φύλο και σεξουαλικότητα

Φύλο, σεξουαλικότητες, κινήματα

Φύλο και πολιτικές ταυτότητας


Εξωτερικές συνδέσεις

glbtq: An Encyclopedia of Gay, Lesbian, Bisexual, Transgender, and Queer Culture. Ed. Claude J. Summers. Chicago: glbtq, Inc., 2003. [1]


Βιβλιογραφικές αναφορές

Βly R. (1994) Αναζητώντας τον άνδρα ή τι σημαίνει να είσαι άνδρας. Μτφ. Βίκυ Πατρίκη. Αθήνα: Λύχνος. [Iron John: A Book About Men. Addison-Wesley, New York, 1990]

Bordo S. (1999) The Male Body. A New Look in Public and in Private. Farrar, Strauss and Giroux.

Broad H. (επιμ.) 1987 Τhe Making of Masculinities. The New Men’s Studies. Boston: Unwin Hyman.

Broad H. (1987) “The Case for Men’s Studies” Στο Η. Βroad (επιμ.) Τhe Making of Masculinities. The New Men’s Studies. Boston: Unwin Hyman, 39-63.

Γιαννακόπουλος Κ. (2001) «Ανδρική ταυτότητα, σώμα και ομόφυλες σχέσεις» Στο Σ. Δημητρίου Σ. (επιμ.) Ανθρωπολογία των φύλων. Αθήνα: Σαββάλας, 162-187.

-(2003) «Εμφυλη τάξη και αταξία: “φυσικός” ανδρισμός και άσκηση εξουσίας» Στο Δ. Γκέφου-Μαδιανού (επιμ.) Εαυτός και “Άλλος”. Εννοιολογήσεις, ταυτότητες και πρακτικές στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αθήνα: Gutenberg, 183-204.

-(2005) «Πόλεμοι μεταξύ ανδρών. Ποδόσφαιρο, ανδρικές σεξουαλικότητες και εθνικισμοί». Σύγχρονα Θέματα 88 : 58-67.

Connel R.W. (1987) Gender and Power. Cambridge: Polity Press.

Cornwall A.- Lindisfarne N. (επιμ.) 1994 Dislocating Masculinity. Comparative Ethnographies. London and New York: Routledge.

Cornwall A.- Lindisfarne N. (1994) “Dislocating masculinity. Gender, power and anthropology” Στο Cornwall A.- Lindisfarne N. (επιμ.) 1994 Dislocating Masculinity. Comparative Ethnographies. London and New York: Routledge, 11-47.

Herzfeld M. (1985) The Poetics of Manhood. Contest and Identity in a Cretan Mountain Village. Princeton: Princeton University Press.

Κimmel M. (επιμ.) 1987 Changing Men. New Directions in Research on Men and Masculinity. Newbury, London, New Dehli: Sage Publications.

Faludi S. (2000) Stiffed. The Betrayal of Modern Man. London: Vintage.

Gilmore D. (1990) Manhood in the Making. Cultural Concepts of Masculinity. New Haven & London: Yale University Press.

Lancaster R. (2006) «Το στίγμα της ομοφυλοφιλίας στην κατασκευή του ανδρισμού και η συντριβή μιας επανάστασης στη Νικαράγουα» Στο Κ. Γιαννακόπουλος (επιμ.) Σεξουαλικότητα. Θεωρίες και πολιτικές της ανθρωπολογίας. Αθήνα: Αλεξάνδρεια, 527-570.

Loizos P. (1994) “A broken mirror. Masculine sexuality in Greek ethnography.” Στο Cornwall A.- Lindisfarne N. (επιμ.) Dislocating Masculinity. Comparative Ethnographies. London and New York: Routledge, 66-81.

Παπαταξιάρχης Ε. (1992) « Ο κόσμος του καφενείου. Ταυτότητα και ανταλλαγή στον ανδρικό συμποσιασμό» Στο Ε. Παπαταξιάρχης-Θ. Παραδέλλης (επιμ.) Ταυτότητες και φύλο στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Καστανιώτης, 209-250.

Sedgwick E. K. (1985) Between Men. English Literature and Male Homosocial Desire. New York: Columbia University Press.


Ειδική βιβλιογραφία

Badinter E., (1994) XY Η ανδρική ταυτότητα. Αθήνα: Κάτοπτρο. (De l’identité masculine. Paris : Odile Jacob. 1992)

Βly R. (1994) Αναζητώντας τον άνδρα ή τι σημαίνει να είσαι άνδρας. Μτφ. Βίκυ Πατρίκη. Αθήνα: Λύχνος. [Iron John: A Book About Men. Addison-Wesley, New York, 1990]

Broad H. (επιμ.) 1987 Τhe Making of Masculinities. The New Men’s Studies. Boston: Unwin Hyman.

Γιαννακόπουλος Κ. (2001) «Ανδρική ταυτότητα, σώμα και ομόφυλες σχέσεις» Στο Σ. Δημητρίου Σ. (επιμ.) Ανθρωπολογία των φύλων. Αθήνα: Σαββάλας, 162-187.

-(2003) «Εμφυλη τάξη και αταξία: “φυσικός” ανδρισμός και άσκηση εξουσίας» Στο Δ. Γκέφου-Μαδιανού (επιμ.) Εαυτός και “Άλλος”. Εννοιολογήσεις, ταυτότητες και πρακτικές στην Ελλάδα και την Κύπρο. Αθήνα: Gutenberg, 183-204.

Connel R. W. Connel R.W. (1987) Gender and Power. Cambridge: Polity Press.

-(2000) The Men and the Boys. Cambridge: Polity Press.

-(2005) Μαsculinities. Cambridge: Polity Press.

Cornwall A.- Lindisfarne N. (επιμ.) 1994 Dislocating Masculinity. Comparative Ethnographies. London and New York: Routledge.

Δραγώνα Θ.- Ναζίρη Δ. (1995) Οδεύοντας προς την πατρότητα. Αθήνα: Εξάντας, Τρίαψις λόγος.

Herzfeld M. (1985) The Poetics of Manhood. Contest and Identity in a Cretan Mou Faludi S. (2000) Stiffed. The Betrayal of Modern Man. London: Vintage.

Gilmore D. (1990) Manhood in the Making. Cultural Concepts of Masculinity. New Haven & London: Yale University Press. ntain Village. Princeton: Princeton University Press.

“Le masculine” Le genre humain 10, 1984.

Mosse G. L. (1996) The Image of Man: The Creation of Modern Masculinity. New York:Oxford University Press.

Loraux N. (1997) Oι εμπειρίες του Τειρεσία. Το θηλυκό στοιχείο και ο άνδρας στην αρχαία Ελλάδα. Αθήνα: Πατάκης. (Les expériences de Tirésias. Le féminin et l’homme grec. Paris :Gallimard, 1989.)

Παπαταξιάρχης Ε. (1992) « Ο κόσμος του καφενείου. Ταυτότητα και ανταλλαγή στον ανδρικό συμποσιασμό» Στο Ε. Παπαταξιάρχης-Θ. Παραδέλλης (επιμ.) Ταυτότητες και φύλο στη σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Καστανιώτης, 209-250.

Sedgwick E. K. (1985) Between Men. English Literature and Male Homosocial Desire. New York: Columbia University Press.