Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φύλο και ΜΜΕ"

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση
(Υποσημειώσεις)
 
Γραμμή 24: Γραμμή 24:
 
<references/>
 
<references/>
  
==Υποσημειώσεις==
 
1.Η Friedan υπήρξε συνιδρυτής και πρώτη επικεφαλής του National Organization for Women (NOW) το 1966 και αργότερα (1971) μία από τις κεντρικές μορφές του National Women's Political Caucus (Wood 2004), του οργανισμού που έκτοτε προωθεί συστηματικά τη δια νόμου κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων και την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων στις ΗΠΑ. <br>
 
2.Το γραμμικό μοντέλο επικοινωνίας, και η σχετική διερεύνηση των μέσων ως φορέων (μετρήσιμων) επιδράσεων στις αντιλήψεις του κοινού συγκροτήθηκε στο πλαίσιο των ερευνών της μαζικής επικοινωνίας που έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1940 και μετά, με κυρίαρχες τις ερευνητικές παραδόσεις που δημιουργήθηκαν από το Bureau of Applied Social Research υπό την εποπτεία του Paul Lazarsfeld και από το έργο του Harold Lasswell. Για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της συνεισφοράς του Lazarsfeld στην εμπειρική κοινωνική έρευνα, βλ. Fürstenberg (2004). <br>
 
3.Το σκεπτικό αυτό – το οποίο υποθέτει ότι η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην επικοινωνιακή παραγωγή και τη διαχείρισή της θα οδηγήσει και στην παραγωγή περιεχομένου ‘θετικού’ για τις γυναίκες– διατρέχει όλες τις απόπειρες ρύθμισης, ή, για την ακρίβεια, αυτορύθμισης των μέσων που προωθούνται την τελευταία δεκαετία τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό / ευρωπαϊκό επίπεδο. Για μια κριτική του μοντέλου αυτού στον τομέα της επικοινωνιακής παραγωγής βλ. Bradley (1998) και Μιχαηλίδου (2003).<br>
 
4.Για εκτενέστερη συζήτηση των επιστημολογικών και μεθοδολογικών εξελίξεων που συνθέτουν τη θεωρητική στροφή από μια αντίληψη των ΜΜΕ ως (παραμορφωτικό) καθρέφτη της κοινωνίας στην αντίληψη ότι αποτελούν ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό παραγωγής της κοινωνίας, βλ. Bennett (1988), Hall (1988), Κωνσταντινίδου (2002, 2003), Λυριντζής (1988).<br>
 
5.Για μια από τις σημαντικότερες εμπειρικές έρευνες που συγκρότησαν το ερμηνευτικό παράδειγμα των σπουδών επικοινωνίας και θεμελίωσαν την έρευνα κοινού στις πολιτισμικές σπουδές, βλ. Morley (1980), ενώ για μια συνολικότερη κριτική εξέταση της σχολής των επιδράσεων, η οποία περιλαμβάνει και μια αποτίμηση της σημασίας των φεμινιστικών αναλύσεων για την προβληματοποίηση του γραμμικού μοντέλου επικοινωνίας, βλ. Morley (1992, 2006). Για μια ολοκληρωμένη αποτίμηση της συνεισφοράς του φεμινισμού στην ανάπτυξη του CCCS, βλ. Brunsdon (1996) και Women’s Studies Group (1978).<br>
 
6.Χαρακτηριστικές αυτής της περιόδου είναι οι αναλύσεις της ιδεολογίας της θηλυκότητας του εμπορικού γυναικείου περιοδικού τύπου από την Janice Winship (1978, 1984, 1987), και η ανάλυση της ιδεολογίας της θηλυκότητας των εφηβικών γυναικείων περιοδικών από την Angela McRobbie (1978)• για μια πιο σύνθετη αναθεώρηση της έννοιας της ιδεολογίας που υπήρξε κεντρική σε αυτό το προγενέστερο έργο, βλ. (McRobbie 1991).<br>
 
7.Η σχετική βιβλιογραφία είναι και πάλι εξαιρετικά πλούσια. Βλ. ενδεικτικά, Αλεξιάς (2003), Berlant (1997), Μακρυνιώτη (2004), Μιχαηλίδου & Χαλκιά( 2005), Weiss (2001). <br>
 
8.Για μια σειρά από ενδιαφέρουσες απόπειρες θεώρησης των πολλαπλών καθορισμών της έμφυλης υποκειμενικότητας στο χώρο του πολιτισμού και της επικοινωνίας, βλ. ενδεικτικά Cohan & Hark (1993), De Lauretis (1987), Turkle (1995). <br>
 
9.Για μια σειρά από ενδιαφέρουσες διερευνήσεις των έμφυλων πρακτικών που συγκροτούν σύγχρονες μορφές αρρενωπότητας, βλ.Ahmed & Faizan (2006), Γιαννακόπουλος (2001), Wacquant (2001). <br>
 
10.Έκτοτε, η έννοια της απόλαυσης του μηντιακού κειμένου παραμένει κεντρική στις αναλύσεις της σχέσης κοινού και κειμένου στις σπουδές επικοινωνίας, ιδιαίτερα στις αναλύσεις της σαπουνόπερας και των πρακτικών θέασης του κοινού της. Βλ. ενδεικτικά, Ang & Hermes (2001), Brown (1994 α, 1994β), Geraghty (1990), (Hermes 1995), Hobson (1982), Radway (1984).<br>
 
11.Η σχετική διεπιστημονική βιβλιογραφία, η οποία τέμνει όλο το πεδίο των σύγχρονων κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, είναι εξαιρετικά πλούσια. Ενδεικτικά, βλ., Παντελίδου Μαλούτα (1995, 2002), Butler (1990, 2004, 2006), Butler & Scott (1992), Riley (1988, 1992).<br>
 
12.Όπως εξηγεί χαρακτηριστικά η Butler (1990: 136), «Τέτοιες πράξεις, κινήσεις, υποδύσεις είναι, γενικότερα, επιτελεστικές υπό την έννοια ότι η ουσία ή ταυτότητα που ισχυρίζονται πως εκφράζουν αποτελεί επινόημα που συντηρείται από σήματα του σώματος και άλλα μέσα του λόγου. Η εκτίμηση πως το έμφυλο σώμα είναι επιτελεστικό υπονοεί πως ο οντολογικός του χαρακτήρας περιορίζεται στις διάφορες πράξεις οι οποίες συγκροτούν την πραγματικότητά του». Για μια συζήτηση της σημασίας του έργου της Butler για τις πολιτισμικές σπουδές και τις σπουδές επικοινωνίας, βλ. Αθανασίου 2006, Χαλκιά & Μιχαηλίδου (2005).
 
  
  
<span id="intlinks"></span>
 
 
==Εσωτερικές συνδέσεις==
 
==Εσωτερικές συνδέσεις==
  

Τελευταία αναθεώρηση της 21:04, 22 Ιουλίου 2009

Μάρθα Μιχαηλίδου


Η ανάλυση της σχέσης κοινωνικού φύλου και Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας (ΜΜΕ), όπως άλλωστε και όλες οι θεωρήσεις του κοινωνικού φύλου κατά τη διάρκεια του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα και των αρχών του 21ου, έχει διανύσει μια πολυσχιδή διαδρομή, η οποία μπορεί να αναλυθεί σε δυο κεντρικούς άξονες. Οι δυο αυτοί άξονες έχουν χροιά τόσο αναλυτική/μεθοδολογική όσο και πολιτική: από τη μια μεριά, μια μακρά διαδρομή από το τέλος της δεκαετίας του 1960 μέχρι σήμερα, η οποία εκκινεί από το πρόβλημα της στερεοτυπικής αναπαράστασης των γυναικών από τα ΜΜΕ και καταλήγει στις μέρες μας να μελετά τους τρόπους με τους οποίους η έμφυλη ταυτότητα κατασκευάζεται και επιτελείται μέσω (και) της κανονιστικής παραγωγής νοημάτων των μέσων, και, από την άλλη, η εξέλιξη της μελέτης και της μεθοδολογίας ανάλυσης των ΜΜΕ από τη θεωρητική αντίληψη των μέσων ως φορέων επιδράσεων στο κοινό και την ερευνητική αναζήτηση αυτών των επιδράσεων στη σημερινή θεωρητική και μεθοδολογική πολυδιάσπαση του αντικειμένου «ΜΜΕ» και των θεωρήσεων που αφορούν τη λειτουργία των μέσων ως φορέων νοήματος. Οι θεωρητικές και μεθοδολογικές εξελίξεις και των δύο αυτών αξόνων αναπτύχθηκαν αλληλεπιδραστικά: η έρευνα και η ανάλυση όσον αφορά τη σχέση φύλου και ΜΜΕ συντέλεσε σημαντικά κατά τη διάρκεια των τελευταίων δεκαετιών στην εννοιολογική αναθεώρηση των ερευνητικών αντικειμένων των σπουδών επικοινωνίας και πολιτισμού [media and cultural studies] και, συνεπώς, και στην αναδιαμόρφωση των μεθόδων έρευνας και ανάλυσής τους· και, αντιστρόφως, οι θεωρητικές και μεθοδολογικές εξελίξεις στο χώρο των σπουδών επικοινωνίας οδήγησαν σε μια διαρκή αναδιαμόρφωση των κεντρικών ερευνητικών ζητούμενων και μεθόδων στη μελέτη της σχέση φύλου και ΜΜΕ.

Η έκδοση του βιβλίου της Betty Friedan “The Feminine Mystique” στις αρχές της δεκαετίας του 1960 θεωρείται κομβική, όχι μόνο για τη σύγχρονη μελέτη της σχέσης φύλου και ΜΜΕ, αλλά και ως αφετηρία του λεγόμενου δεύτερου κύματος φεμινισμού και του κινήματος απελευθέρωσης των γυναικών, τουλάχιστον στις ΗΠΑ[1]. Το βιβλίο αποτελεί μια εξέταση του «προβλήματος χωρίς όνομα» (Friedan 1963), της περιθωριοποίησης δηλαδή των γυναικών της γενιάς της Friedan σε ρόλους αυστηρά συζύγων και μητέρων, ενώ προσφέρει μια ευρεία ανάλυση του ρόλου διάφορων θεσμών και συστημάτων γνώσης της εποχής στην προώθηση και εδραίωση στερεοτυπικών αντιλήψεων περί θηλυκότητας, αντιλήψεων που τελικά κατασκευάζουν ένα μοναδικό γυναικείο πρότυπο βασισμένο στην υποτιθέμενη φυσική αποστολή της γυναίκας αποκλειστικά ως μητέρας και συζύγου. Το βιβλίο εξετάζει ενδελεχώς τον ρόλο των γυναικείων περιοδικών στη δημιουργία και, ακόμα σημαντικότερο, στην προώθηση αυτού του προτύπου θηλυκότητας, και καταλήγει ότι τα γυναικεία περιοδικά αναπαράγουν και προωθούν στερεοτυπικά πρότυπα θηλυκότητας, τα οποία καλλιεργούν την παθητικότητα ως αρετή του γυναικείου φύλου, τον περιορισμό της γυναίκας στην ιδιωτική σφαίρα του νοικοκυριού, της οικογένειας και της επιδίωξης της ομορφιάς, και την απομάκρυνσή της από τη δημόσια σφαίρα της εργασίας και της ενασχόλησης με τα κοινά. Τα περιεχόμενα των γυναικείων περιοδικών προωθούν, δηλαδή, στερεοτυπικά πρότυπα θηλυκότητας, τα οποία αποτελούν σοβαρό εμπόδιο στη χειραφέτηση των γυναικών.

Το κεντρικό αυτό επιχείρημα υπήρξε αφετηρία μια σειράς μελετών από τη δεκαετία του 1970 και μετά, που αντιμετώπιζαν τα ΜΜΕ, και ιδίως τα κατεξοχήν γυναικεία ΜΜΕ – τα γυναικεία περιοδικά – ως κεντρικής σημασίας για την αναπαραγωγή των κοινωνικών δομών και σχέσεων της πατριαρχίας (Fenton 2000, Van Zoonen 2001). Οι χαρακτηριστικές έρευνες αυτής της περιόδου στρέφονται στην ανάλυση του περιεχομένου των ΜΜΕ, σε μια απόπειρα να εντοπίσουν είτε τον τρόπο με τον οποίο τα ΜΜΕ συνεισφέρουν στη «συμβολική εξουδετέρωση» των γυναικών (Tuchman 1978: 7), μέσω της αποσιώπησης των πραγματικών εμπειριών τους και της ολοκληρωτικής απουσίας γυναικείων ρόλων και προτύπων ή της απουσίας θετικών ρόλων και προτύπων (Geise 1979, Tuchman κ.α. 1978), είτε τον τρόπο με τον οποίο οι ήδη υπάρχουσες στερεοτυπικές αναπαραστάσεις των γυναικών στα ΜΜΕ καλλιεργούν μια περιοριστική κουλτούρα «λατρείας της θηλυκότητας» (Ferguson 1983). Η ερευνητική αυτή τάση, η οποία θεμελιώνεται θεωρητικά στο γραμμικό μοντέλο επικοινωνίας, θεωρεί ότι το νόημα των μέσων είναι προφανές, ότι αυτό εντοπίζεται στο ρητό τους περιεχόμενο, περιεχόμενο το οποίο μεταδίδεται απροβλημάτιστα από τον πομπό στο δέκτη με τη μορφή μηνύματος, η λήψη του οποίου ασκεί συγκεκριμένες επιδράσεις [media effects] (Κωνσταντινίδου 1992, Van Zoonen 1994), οι οποίες εν τέλει οδηγούν στην κοινωνική αναπαραγωγή των πατριαρχικών σχέσεων[2]. Η μεγαλύτερη συμμετοχή των γυναικών στις διαδικασίες παραγωγής και τα κέντρα λήψης αποφάσεων των ΜΜΕ και η προβολή της ικανότητας των γυναικών να συμμετέχουν και να διοικούν την παραγωγική διαδικασία (Gallagher 1981, 1995) παρουσιάζεται ως κεντρική στρατηγική για την εξουδετέρωση της ανισότητας. Θέση-κλειδί στη στρατηγική που προτείνεται κατέχει η προβολή θετικών εικόνων των γυναικών, συμπεριλαμβανομένης και της προβολής γυναικών σε ηγετικές θέσεις (UN WomenWatch 1995: # 245)[3].

Οι δυο βασικές παραδοχές της ερευνητικής αυτής παράδοσης – ότι το νόημα των μέσων εξαντλείται στη ρητή, στερεοτυπική απεικόνιση ρόλων και προτύπων και ότι τα πρότυπα αυτά επιδρούν στο κοινό των ΜΜΕ – δέχθηκαν σημαντικές κριτικές από μεταγενέστερες έρευνες, που συγκρότησαν με τη σειρά τους ένα νέο ερευνητικό παράδειγμα, και συντέλεσαν σε αυτό που ο Stuart Hall (1980, 1988) ονόμασε «ερμηνευτική στροφή» στις σπουδές επικοινωνίας. Κομβική υπήρξε η συνεισφορά του Stuart Hall, σύμφωνα με την οποία το νόημα των μέσων πρέπει να αναλυθεί ως ένα κύκλωμα επικοινωνίας, που αποτελείται από «συνδεδεμένες αλλά διακριτές στιγμές – παραγωγή, κυκλοφορία, διανομή/κατανάλωση, αναπαραγωγή» (1980 [1973]: 128). Η κάθε μία από αυτές τις στιγμές αποτελεί στάδιο στην αλυσίδα παραγωγής νοήματος του κειμένου των ΜΜΕ. Έτσι, το νόημα που παράγεται στην οποιαδήποτε επικοινωνιακή περίπτωση αποτελεί συνάρτηση δύο διαδικασιών, κωδικοποίησης στο κείμενο και αποκωδικοποίησης από το κοινό, οι οποίες δεν συμπίπτουν απαραίτητα, καθώς οι διαδικασίες της αποκωδικοποίησης από την πλευρά του κοινού συναρτώνται από τις δικές του κοινωνικές πρακτικές και τοποθέτηση στο κοινωνικό πλαίσιο. Με λίγα λόγια, το νόημα δεν μπορεί να θεωρηθεί ευθέως αποτέλεσμα του περιεχομένου, καθώς «οι αποκωδικοποιήσεις δεν απορρέουν απαραίτητα από τις κωδικοποιήσεις» (Hall 1980 [1973]: 136)[4].

Η σταδιακή ανάπτυξη αυτής της νέας θεωρητικής προβληματικής από το έργο του Κέντρου Σύγχρονων Πολιτισμικών Σπουδών του Birmingham [Centre for Contemporary Cultural Studies – CCCS], άνοιξε τον δρόμο προς νέες ερευνητικές κατευθύνσεις, νέα αντικείμενα μελέτης και νέες μεθόδους έρευνας[5]. Ενώ τα κείμενα των γυναικείων περιοδικών συνέχισαν να αποτελούν αντικείμενο εστίασης[6], η τηλεόραση – τόσο το τηλεοπτικό κείμενο όσο και οι προτιμήσεις και πρακτικές θέασης των γυναικών- αναδεικνύονται σε όλη τη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 και του 1990 σε σημαντικά αντικείμενα διερεύνησης των φεμινιστικών σπουδών επικοινωνίας. Η ανάδειξη της διαδικασίας της αποκωδικοποίησης του νοήματος ως καίριας για τη σημασία των μέσων για το κοινό οδήγησε στην ανάπτυξη των ποιοτικών ερευνών κοινού, με κυρίαρχη την εθνογραφία της κατανάλωσης των μέσων, και ειδικότερα του κατεξοχήν «γυναικείου» τηλεοπτικού είδους, της σαπουνόπερας. Η συνεισφορά της Ien Ang (1985) στην κατεύθυνση αυτή υπήρξε καθοριστική: μέσω των συνεντεύξεων που διεξήγαγε διερευνώντας τους λόγους για τους οποίους ομάδες κοινού προτιμούσαν τη σαπουνόπερα Dallas, εντόπισε ως κύριο λόγο τη συναισθηματική ταύτιση του γυναικείου κοινού με τις συγκινήσεις και τις φορτίσεις των αναπαραστάσεων της σειράς, καταλήγοντας έτσι να υποστηρίξει ότι η σαπουνόπερα ως είδος διακρίνεται από μελοδραματικό ρεαλισμό. Η ανάλυση αυτή ανέδειξε τη σημασία της συναισθηματικής ταύτισης και της απόλαυσης που αυτή αποφέρει ως κεντρικά χαρακτηριστικά της ενασχόλησης του γυναικείου κοινού με τη σαπουνόπερα, και καθιέρωσε έτσι το περιφρονημένο αυτό είδος ως σοβαρό αντικείμενο μελέτης στις σπουδές επικοινωνίας[7]. Η δε απόλαυση που προκύπτει από τη θέαση της σαπουνόπερας, και ιδιαίτερα η συναισθηματική ταύτιση που επιτρέπει το μελοδραματικό στοιχείο – στοιχείο το οποίο είναι αξιακά υποτιμημένο στη σύγχρονη κουλτούρα – στις γυναίκες τηλεθεατές, θεωρήθηκαν από μεταγενέστερες αναλύσεις (Brown 1994α) εφόδια δημιουργίας μια ιδιαίτερης γυναικείας κουλτούρας και αντίστασης των γυναικών απέναντι στις κυρίαρχες αξίες της σύγχρονης κουλτούρας.

Η αυξανόμενη βαρύτητα που αποδόθηκε στην απόλαυση ως μέσο αντίστασης στις κυρίαρχες έμφυλες σχέσεις εξουσίας δέχθηκε εν τέλει και αυτή κριτική (Morris 1990), ενώ, ταυτόχρονα, οι εξελίξεις στο ευρύτερο πεδίο της φεμινιστικής ακαδημαϊκής και πολιτικής δράσης άρχισαν να αμφισβητούν συστηματικά τη θεώρηση των γυναικών ή/και του γυναικείου κοινού ως ομοιογενή κατηγορία με κοινά χαρακτηριστικά και επιθυμίες και παγιωμένη ταυτότητα[8]. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, η έννοια «γυναίκες» έπαψε να είναι η κυρίαρχη κατηγορία ανάλυσης στις φεμινιστικές σπουδές επικοινωνίας (και το κυρίαρχο πολιτικό υποκείμενο στη φεμινιστική δράση γενικότερα), για να αντικατασταθεί σταδιακά από την έννοια του φύλου [gender] ως κυρίαρχη αναλυτική και πολιτική κατηγορία. Κομβικό για αυτήν την εξέλιξη υπήρξε το έργο της Judith Butler (1990), κύριο επιχείρημα του οποίου είναι ότι η φαινομενική φυσικότητα και σταθερότητα του φύλου είναι αποτέλεσμα μιας διαρκούς διαδικασίας επιτέλεσης [performance], μέσω της οποίας αναπαρίστανται και κατασκευάζονται ταυτότητες με συγκεκριμένα, αναγνωρίσιμα, έμφυλα χαρακτηριστικά. Η ίδια δηλαδή η έμφυλη ταυτότητα και η δημόσια αναγνώρισή της είναι αποτέλεσμα μιας σειράς πολιτισμικών, σημασιοδοτικών, δράσεων και αναπαραστάσεων, κέντρο των οποίων είναι το έμφυλο σώμα[9]. Αναδεικνύεται λοιπόν το σώμα ως ερευνητικό αντικείμενο, και η διερεύνησή του τρόπου με τον οποίο το σώμα αυτό κατασκευάζεται μέσω μιας σειράς καθημερινών, φαινομενικά ασήμαντων, ή και πιο ακραίων, επιτελεστικών αναπαραστάσεων και πρακτικών[10].

Έτσι, οι σύγχρονες φεμινιστικές θεωρήσεις, συμβαδίζοντας με γενικότερες θεωρητικές εξελίξεις στην έρευνα του πολιτισμού και της επικοινωνίας, αντιλαμβάνονται το πεδίο της αναπαράστασης ως το κατεξοχήν πεδίο για τη συνεχή κατασκευή (και όχι την απλή προώθηση κάποιων εικόνων) της υποκειμενικής ταυτότητας. Η έμφυλη ταυτότητα θεωρείται λοιπόν συνέπεια της επιτέλεσης συγκεκριμένων (ρητών ή άρρητων) πολιτισμικών επιταγών, επιταγών που αρθρώνονται μέσω των αναπαραστάσεων της μαζικής κουλτούρας[11]. Ως εκ τούτου, η μελέτη της σχέσης μεταξύ φύλου και ΜΜΕ σήμερα δεν εντοπίζεται ούτε στο περιεχόμενο των μέσων ούτε στις διαδικασίες κατανάλωσής τους, αλλά στο βαθμό που η αναπαράσταση του έμφυλου εαυτού – αρρενωπού και θηλυκού - λαμβάνει χώρα μέσα από και ταυτοχρόνως αναδιαμορφώνει το πεδίο της κουλτούρας και των μέσων[12]. Οι αρχικές θεμελιώδεις ερευνητικές και μεθοδολογικές θέσεις, όσον αφορά τα αντικείμενα, τα ερευνητικά ζητούμενα και τις μεθόδους των φεμινιστικών σπουδών επικοινωνίας, αλλά και οι μεταγενέστερες αναθεωρήσεις τους, υφίστανται διαρκή και ριζική αναθεώρηση, καθώς «η ολοένα διευρυνόμενη βιβλιογραφία στις φεμινιστικές προσεγγίσεις των μέσων καταδεικνύει πόσο σύνθετο είναι το ζήτημα της ανάλυσης κειμένων και λόγου, πόσα θεωρητικά και αναλυτικά προβλήματα τίθενται ανά πάσα στιγμή και, εντέλει, πόσο ‘καχύποπτοι’ πρέπει να είμαστε απέναντι στην εμπειριστική ‘αφέλεια’ και τις βεβαιότητες των θετικιστικών προσεγγίσεων, όχι με την έννοια της απόλυτης και εξ ολοκλήρου απόρριψής τους αλλά με την έννοια της αναγνώρισης των ορίων τους» (Κωνσταντινίδου 2007: 112).

  1. Η Friedan υπήρξε συνιδρυτής και πρώτη επικεφαλής του National Organization for Women (NOW) το 1966 και αργότερα (1971) μία από τις κεντρικές μορφές του National Women's Political Caucus (Wood 2004), του οργανισμού που έκτοτε προωθεί συστηματικά τη δια νόμου κατοχύρωση της ισότητας των δύο φύλων και την ισότιμη συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων στις ΗΠΑ.
  2. Το γραμμικό μοντέλο επικοινωνίας, και η σχετική διερεύνηση των μέσων ως φορέων (μετρήσιμων) επιδράσεων στις αντιλήψεις του κοινού συγκροτήθηκε στο πλαίσιο των ερευνών της μαζικής επικοινωνίας που έλαβαν χώρα στις ΗΠΑ από τη δεκαετία του 1940 και μετά, με κυρίαρχες τις ερευνητικές παραδόσεις που δημιουργήθηκαν από το Bureau of Applied Social Research υπό την εποπτεία του Paul Lazarsfeld και από το έργο του Harold Lasswell. Για μια ενδιαφέρουσα ανάλυση της συνεισφοράς του Lazarsfeld στην εμπειρική κοινωνική έρευνα, βλ. Fürstenberg (2004).
  3. Το σκεπτικό αυτό – το οποίο υποθέτει ότι η αυξημένη συμμετοχή των γυναικών στην επικοινωνιακή παραγωγή και τη διαχείρισή της θα οδηγήσει και στην παραγωγή περιεχομένου ‘θετικού’ για τις γυναίκες– διατρέχει όλες τις απόπειρες ρύθμισης, ή, για την ακρίβεια, αυτορύθμισης των μέσων που προωθούνται την τελευταία δεκαετία τόσο σε εθνικό όσο και σε υπερεθνικό / ευρωπαϊκό επίπεδο. Για μια κριτική του μοντέλου αυτού στον τομέα της επικοινωνιακής παραγωγής βλ. Bradley (1998) και Μιχαηλίδου (2003).
  4. Για εκτενέστερη συζήτηση των επιστημολογικών και μεθοδολογικών εξελίξεων που συνθέτουν τη θεωρητική στροφή από μια αντίληψη των ΜΜΕ ως (παραμορφωτικό) καθρέφτη της κοινωνίας στην αντίληψη ότι αποτελούν ενεργό ιδεολογικό μηχανισμό παραγωγής της κοινωνίας, βλ. Bennett (1988), Hall (1988), Κωνσταντινίδου (2002, 2003), Λυριντζής (1988).
  5. Για μια από τις σημαντικότερες εμπειρικές έρευνες που συγκρότησαν το ερμηνευτικό παράδειγμα των σπουδών επικοινωνίας και θεμελίωσαν την έρευνα κοινού στις πολιτισμικές σπουδές, βλ. Morley (1980), ενώ για μια συνολικότερη κριτική εξέταση της σχολής των επιδράσεων, η οποία περιλαμβάνει και μια αποτίμηση της σημασίας των φεμινιστικών αναλύσεων για την προβληματοποίηση του γραμμικού μοντέλου επικοινωνίας, βλ. Morley (1992, 2006). Για μια ολοκληρωμένη αποτίμηση της συνεισφοράς του φεμινισμού στην ανάπτυξη του CCCS, βλ. Brunsdon (1996) και Women’s Studies Group (1978).
  6. Χαρακτηριστικές αυτής της περιόδου είναι οι αναλύσεις της ιδεολογίας της θηλυκότητας του εμπορικού γυναικείου περιοδικού τύπου από την Janice Winship (1978, 1984, 1987), και η ανάλυση της ιδεολογίας της θηλυκότητας των εφηβικών γυναικείων περιοδικών από την Angela McRobbie (1978)• για μια πιο σύνθετη αναθεώρηση της έννοιας της ιδεολογίας που υπήρξε κεντρική σε αυτό το προγενέστερο έργο, βλ. (McRobbie 1991).
  7. Η σχετική βιβλιογραφία είναι και πάλι εξαιρετικά πλούσια. Βλ. ενδεικτικά, Αλεξιάς (2003), Berlant (1997), Μακρυνιώτη (2004), Μιχαηλίδου & Χαλκιά( 2005), Weiss (2001).
  8. Για μια σειρά από ενδιαφέρουσες απόπειρες θεώρησης των πολλαπλών καθορισμών της έμφυλης υποκειμενικότητας στο χώρο του πολιτισμού και της επικοινωνίας, βλ. ενδεικτικά Cohan & Hark (1993), De Lauretis (1987), Turkle (1995).
  9. Για μια σειρά από ενδιαφέρουσες διερευνήσεις των έμφυλων πρακτικών που συγκροτούν σύγχρονες μορφές αρρενωπότητας, βλ.Ahmed & Faizan (2006), Γιαννακόπουλος (2001), Wacquant (2001).
  10. Έκτοτε, η έννοια της απόλαυσης του μηντιακού κειμένου παραμένει κεντρική στις αναλύσεις της σχέσης κοινού και κειμένου στις σπουδές επικοινωνίας, ιδιαίτερα στις αναλύσεις της σαπουνόπερας και των πρακτικών θέασης του κοινού της. Βλ. ενδεικτικά, Ang & Hermes (2001), Brown (1994 α, 1994β), Geraghty (1990), (Hermes 1995), Hobson (1982), Radway (1984).
  11. Η σχετική διεπιστημονική βιβλιογραφία, η οποία τέμνει όλο το πεδίο των σύγχρονων κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών, είναι εξαιρετικά πλούσια. Ενδεικτικά, βλ., Παντελίδου Μαλούτα (1995, 2002), Butler (1990, 2004, 2006), Butler & Scott (1992), Riley (1988, 1992).
  12. Όπως εξηγεί χαρακτηριστικά η Butler (1990: 136), «Τέτοιες πράξεις, κινήσεις, υποδύσεις είναι, γενικότερα, επιτελεστικές υπό την έννοια ότι η ουσία ή ταυτότητα που ισχυρίζονται πως εκφράζουν αποτελεί επινόημα που συντηρείται από σήματα του σώματος και άλλα μέσα του λόγου. Η εκτίμηση πως το έμφυλο σώμα είναι επιτελεστικό υπονοεί πως ο οντολογικός του χαρακτήρας περιορίζεται στις διάφορες πράξεις οι οποίες συγκροτούν την πραγματικότητά του». Για μια συζήτηση της σημασίας του έργου της Butler για τις πολιτισμικές σπουδές και τις σπουδές επικοινωνίας, βλ. Αθανασίου 2006, Χαλκιά & Μιχαηλίδου (2005).


Εσωτερικές συνδέσεις

Φύλο και κινηματογράφος

Φύλο και λογοτεχνία

Φύλο και γλώσσα


Βιβλιογραφικές αναφορές

Ahmed, S. & Faizan, M. (2006). "Making Beautiful: Male Workers in Beauty Parlors". Men and Masculinities. 9.2: 168-185

Αθανασίου, Α. (2006). "Gender Trouble. H φεμινιστική θεωρία και πολιτική μετά την αποδόμηση της ταυτότητας". Σύγχρονα Θέματα. 94: 62-71

Αλεξιάς, Γ. (2003). "Το ανθρώπινο σώμα: Από τη βιολογία στη δυνητικοποίηση". Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών. 111-112.327-357

Ang, I. (1985) Watching Dallas: soap opera and the melodramatic imagination. London: Methuen.

Ang, Ι. και Hermes, J. (2001). "Φύλο και/στην κατανάλωση των μέσων". Στο Curran, J. & Gurevitch, M. (επιμ.) ΜΜΕ και Κοινωνία. Αθήνα, Πατάκης, 455-487.

Bennett, T. (1988). «Θεωρίες για τα Μέσα, θεωρίες για την κοινωνία». Στο Κομνηνού, Μ. και Λυριντζής, Χ. (επιμ.), Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Αθήνα: Παπαζήσης.

Berlant, L. (1997). The Queen of America goes to Washington City: essays on sex and citizenship. Durham: Duke University Press.

Bradley, P. (1998). “Mass Communication and the shaping of US feminism”. Στο Carter, C., Branston, G. και Allan, S. (επιμ). News, Gender, and Power, London: Routledge, 160-173.

Brown, M. E. (1994α). Soap Opera and Women's Talk: the pleasure of resistance. Thousand Oaks: Sage.

Brown, M. E. (επιμ.) (1994β). Television and Women’s Culture. London: Sage.

Brunsdon, Charlotte, 1996, “A thief in the night: stories of feminism in the 1970s at CCCS”, στο Morley, D και Chen, K.H (Επιμ), Stuart Hall: Critical Dialogues in Cultural Studies. London: Routledge/Comedia.

Butler, J. & Scott, J. (επιμ.) (1992). Feminists Theorize the Political. Νέα Υόρκη: Routledge.

Butler, J. (1990). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. London: Routledge.

Butler, J. (2004). "Σώματα που έχουν σημασία: σχετικά με τα όρια του "φύλου" σε επίπεδο λόγου". Στο Μακρυνιώτη, Δ. (επιμ.). Τα όρια του σώματος: Διεπιστημονικές προσεγγίσεις. Αθήνα: Νήσος, 181-204.

Butler, J. (2006). "Παραστασιακές επιτελέσεις και συγκρότηση του φύλου: Δοκίμιο πάνω στη φαινομενολογία και τη φεμινιστική θεωρία". Στο Αθανασίου, Α. (επιμ.). Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική. Αθήνα: Νήσος, 381-408.

Γιαννακόπουλος, Κ. (2001). "Ανδρική ταυτότητα, σώμα και ομόφυλες σχέσεις. Μια προσέγγιση του φύλου και της σεξουαλικότητας". Στο Σωτήρης, Δ. (επιμ.). Ανθρωπολογία των φύλων. Αθήνα: Σαββάλας, 162 -187.

Cohan, S. & Hark, I. R. (επιμ.) (1993), Screening the Male: Exploring Masculinities in Hollywood Cinema. London: Routledge.

DeLauretis, T. (1987). Technologies of Gender: essays on theory, film, and fiction. Bloomington: Indiana University Press.

Fenton, N. (2000). "The problematics of postmodernism for feminist media studies". Media Culture Society. 22.6: 723-741

Ferguson, M. (1983). Forever Feminine: women's magazines and the cult of femininity. London: Heinemann.

Friedan, B. (1963). The Feminine Mystique. London: Victor Gollancz.

Fürstenberg, F. (2004), "Knowledge and Action. Lazarsfeld's foundation of social research" Στο Jacques Lautman & Bernard-Pierre Lécuyer (επιμ.). Paul Larzarsfeld (1901-1976). La sociologie de Vienne à New York. Paris-Montréal: Ed. L´ Harmattan, 423-432, http://www.hausarbeiten.de/faecher/vorschau/109028.html, τελευταία πρόσβαση 15-11-2008

Gallagher, M. (1981). Unequal Opportunities: the case of women and the media. Paris: Unesco Press

Gallagher, M. (1995). Employment Patterns in European Broadcasting: prospects for equality. European Commission: Directorate General for Employment, Industrial Relations and Social Affairs Unit V/D.5.

Geise, L. A. (1979). “The Female Role in Middle Class Women’s Magazines from 1955 to 1976: A Content Analysis of Non-Fiction Selection”. Sex Roles. 5.1: 51-62.

Geraghty, C. (1991). Women and soap opera: a study of prime time soaps. Cambridge: Polity.

Hall, S. (1980). "Cultural studies: two paradigms". Media, Culture & Society. 2.1: 57-72

Hall, S. (1980[1973]).“Encoding/Decoding”. Culture, Media, Language: Working Papers in Cultural Studies, 1972-79. London: Hutchinson, 128-138.

Hall, S. (1988). «Η επανανακάλυψη της “ιδεολογίας”: Η επάνοδος του απωθημένου στις μελέτες για τα Μέσα», Στο Κομνηνού, Μ. και Λυριντζής, Χ. (επιμ.), Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Αθήνα: Παπαζήσης.

Hermes, J. (1995). Reading Women's Magazines: An Analysis of Everyday Media Use. Cambridge: Polity.

Hobson, D. (1982). 'Crossroads' - The Drama of a Soap. London: Methuen

Κωνσταντινίδου, Χ. (1992). "Οι Αναπαραστάσεις των Κατά Φύλο Σχέσεων στον Τύπο: οι Εμπειρικές Έρευνες". Σύγχρονα Θέματα. 48: 87-98

Κωνσταντινίδου, Χ. (2002). "Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και η Παραγωγή Νοήματος. Θεωρητικές προσεγγίσεις και προοπτικές – μέρος Α’". Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 108-109: 139-188.

Κωνσταντινίδου, Χ. (2003). "Τα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας και η Παραγωγή Νοήματος. Θεωρητικές προσεγγίσεις και προοπτικές – μέρος Β’". Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 111-112: 193-265.

Κωνσταντινίδου, Χ. (2007). «Φεμινιστικές Προσεγγίσεις των Μέσων Επικοινωνίας: Από τη Βεβαιότητα στη Θεωρητική και Μεθοδολογική Αμηχανία». Επιθεώρηση Κοινωνικών Ερευνών, 123: 79-112.

Λυριντζής, Χ. (1988). «Θεωρητικές προσεγγίσεις στα Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας», στο Κομνηνού, Μ. και Λυριντζής Χ. (επιμ.), Κοινωνία, εξουσία και Μέσα Μαζικής Επικοινωνίας. Αθήνα: Παπαζήσης.

McRobbie, A. (1978). Jackie: ideology of adolescent femininity. Birmingham: CCCS Stencilled Paper.

McRobbie, A. (1991). Feminism and Youth Culture: from 'Jackie' to 'Just Seventeen'. Basington: Macmillan.

Μιχαηλίδου, Μ. & Χαλκιά, Α. (επιμ.) (2005). Η παραγωγή του κοινωνικού σώματος. Αθήνα: Κατάρτι/Φεμινιστικό περιοδικό "Δίνη".

Μιχαηλίδου, Μ. (2003). «Επικοινωνιακή εργασία, πληροφοριακός πληθωρισμός και κοινωνικό φύλο στις αρχές του 21ου αιώνα. Μια σύντομη κριτική ανάγνωση», Η Κοινή Γνώμη στην Ελλάδα: έρευνες – δημοσκοπήσεις 2003, Αθήνα: Εκδόσεις Λιβάνη & VPRC.

Morley, D. (1980). The Nationwide audience: structure and decoding. London: BFI

Morley, D. (1992). Television, Audiences and Cultural Studies, London: Routledge.

Morley, D. (2006) "Unanswered Questions in Audience Research". The Communication Review, 9: 101-121.

Morris, M. (1990). "Banality in Cultural Studies". Στο Mellencamp, P. (επιμ.). Logics of television: Essays in Cultural Criticism. London: BFI, http://www.haussite.net/haus.0/SCRIPT/txt1999/11/Morrise.HTML, τελευταία πρόσβαση 18-11-2008

Παντελίδου Μαλούτα, Μ. (1995). "Για το φεμινισμό της κρίσης. Από τη διαφορά των φύλων στη(ν) (πολυποίκιλη) Γυναικεία υποκειμενικότητα". Δίνη. 8: 101-119

Παντελίδου Μαλούτα, Μ. (2002). Το φύλο της Δημοκρατίας. Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα. Αθήνα: Σαββάλας.

Radway, J. A. (1984). Reading the Romance. London: The University of North Carolina Press.

Riley, D. (1988). Am I That Name? Feminism and the Category of "Women". London: Macmillan.

Riley, D. (1992). "A Short History of Some Preoccupations". Στο Butler, J. and Scott, J. W. (επιμ.). Feminists Theorize the Political. New York: Routledge.

Seiter, E., H. Borchers, G. Kreutzner & E.-M. Warth (επιμ.) (1989). Remote Control: Television, Audiences and Cultural Power. London: Routledge.

Tuchman, G. (1978) "Introduction: the Symbolic Annihilation of Women by the Mass Media". Στο Tuchman, G., Daniels Kaplan, A. & Benit, J. (επιμ.) Heart and Home: Images of Women in the Mass Media. Oxford, Oxford University Press, 3-38.

Tuchman, G., Daniels Kaplan, A. & Benit, J. (επιμ.) (1978). Heart and Home: Images of Women in the Mass Media. Oxford, Oxford University Press

Turkle, S. (1995). Life on the Screen: Identity in the Age of the Internet. New York: Simon & Schuster

UN WomenWatch (1995). Report of the Fourth World Conference on Women. Beijing Declaration and Platform for Action. http://www.un.org/womenwatch/confer/beijing/reports/plateng.htm , τελευταία πρόσβαση 18-11-2008

Van Zoonen, L. (1994). Feminist Media Studies. London: Sage

Van Zoonen, L. (2001) “Φεμινιστικές θεωρήσεις των μέσων”. Στο Curran, J. & Gurevitch, M. (επιμ.) ΜΜΕ και Κοινωνία. Αθήνα: Πατάκης, 53-83.

Wacquant, L. J. D. (2001). "Whores, Slaves and Stallions: Languages of Exploitation and Accomodation among Professional Boxers". Body Society. 7.2-3: 181-194

Weiss, M. (2001). "The Immigrating Body and the Body Politic: The 'Yemenite Children Affair' and Body Commodification in Israel". Body Society. 7.2-3: 93-109

Winship, J. (1978). "A Woman's World: 'Woman' - An Ideology of Femininity". Στο Birmingham Women’s Studies Group (επιμ.). Women Take Issue. London: Hutchinson, 133-154.

Winship, J. (1984). "Nation Before Family: Woman, The National Home Weekly, 1945-1953". Στο Formations Editorial Collective, (επιμ.). Formations of Nation and People. London: Routledge and Kegan Paul.

Winship, J. (1987). Inside Women's Magazines. London: Pandora.

Women’s Studies Group, CCCS, 1978, Women Take Issue, London, Hutchinson.

Wood, J. T (2001). Gendered lives: Communication, gender, and culture. Belmont, CA: Wadsworth Publishing.

Χαλκιά, Α. & Μιχαηλίδου, Μ. (2005). «Το κοινωνικό σώμα». Στο Μιχαηλίδου, Μ. και Χαλκιά, Α. (επιμ.), Η παραγωγή του κοινωνικού σώματος, Αθήνα: Κατάρτι/Φεμινιστικό περιοδικό "Δίνη", 11-30.