Πολιτικές των φύλων

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Ελένη Καμπούρη


Οι πολιτικές των φύλων αποτελούν έναν άξονα πολιτικής με αντικείμενο τις έμφυλες ανισότητες που κυριαρχούν σε όλους τους τομείς της πολιτικής και αποσκοπούν στην άρση των ανισοτήτων αυτών. Οι πολιτικές των φύλων αποτελούν ένα δυναμικό πεδίο πολιτικής που βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη και είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη δράση του φεμινιστικού κινήματος. To εύρος τους διαπερνά τα όρια που διαχωρίζουν τον «δημόσιο» από τον «ιδιωτικό» χώρο και οδηγεί σε μια συνολική αμφισβήτηση των έμφυλων προκαταλήψεων που κυριαρχούν σε όλα τα πεδία πολιτικής.


Φεμινιστικές διεκδικήσεις και πολιτικές των φύλων

Η ανάδειξη του ζητήματος του φύλου σε αντικείμενο των επίσημων πολιτικών συνδέεται άμεσα με την ιστορική διαμόρφωση των διεκδικήσεων του φεμινιστικού κινήματος, καθώς απορρέει από τις πιέσεις που άσκησαν φεμινιστικές ομάδες και άτομα με τη δράση τους. Κατά το πρώτο κύμα του φεμινιστικού κινήματος [first feminist wave], στις αρχές του 20ου αιώνα, οι διεκδικήσεις αφορούσαν κατά κύριο λόγο την κατάκτηση της ισότιμης πρόσβασης στα αστικά και πολιτικά δικαιώματα (de Gouges 1981). Έτσι οι πρώτες πολιτικές των φύλων αποσκοπούσαν στη νομική ισότητα και, πιο συγκεκριμένα, στο να δοθεί στις γυναίκες το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι, να αναγνωριστούν ως ισότιμοι πολίτες καθώς και να τους δοθεί ισότιμη πρόσβαση στην εκπαίδευση (Bock and Thane 1991). Το δεύτερο κύμα του φεμινισμού [second feminist wave] αναπτύχθηκε στη δεκαετία του 1960 σε χώρες όπου η νομική «τυπική» ισότητα είχε ήδη κατακτηθεί. Στα πλαίσια αυτά αναγνωρίστηκε η σημασία της άρσης των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών ανισοτήτων που κυριαρχούν στην «πατριαρχική» κοινωνία (Pateman 1988). Στόχος των πολιτικών που απορρέουν από τις φεμινιστικές αυτές διεκδικήσεις του δεύτερου κύματος είναι να κατακτηθεί η «ουσιαστική» ισότητα των φύλων, μέσω της ίσης κατανομής των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτικών αγαθών στα δύο φύλα. Κατά το τρίτο κύμα του φεμινισμού [third feminist wave], που ξεκινά στη δεκαετία του 1990, αναγνωρίζεται η πολυμορφία της κατηγορίας «γυναίκες» και δίνεται έμφαση στις πολιτικές ταυτότητας με βάση το φύλο, τη φυλή, το έθνος την κοινωνική τάξη, και την σεξουαλική προτίμηση (Mouffe 1992). Παρόλο που σήμερα πολλές από τις διεκδικήσεις του πρώτου και δεύτερου κύματος του φεμινισμού έχουν πλέον γίνει επίσημες πολιτικές στις Δυτικές δημοκρατίες, οι έμφυλες ανισότητες παραμένουν, με αποτέλεσμα να συνεχίζουν να έχουν βαρύτητα και σημασία οι διεκδικήσεις του δεύτερου και του τρίτου κύματος.


Κοινωνικές πολιτικές των φύλων

Οι κοινωνικές πολιτικές των φύλων έχουν ως αντικείμενο τομείς που παραδοσιακά ανήκουν στη σφαίρα του πολιτικού αλλά δεν αντιμετωπίζονται από την προοπτική του φύλου, όπως η αμειβόμενη εργασία, η εκπαίδευση, η κοινωνική ασφάλιση, η φτώχεια, ή οι κοινωνικές παροχές. Παράλληλα, όμως, οι κοινωνικές πολιτικές των φύλων έχουν ως αντικείμενο και τομείς που στερεοτυπικά θεωρούνταν εκτός της δημόσιας σφαίρας και άρα εκτός του πεδίου του πολιτικού, όπως η οικογένεια, η αναπαραγωγή, η φροντίδα, η μητρότητα, η μη αμειβόμενη οικιακή εργασία, η σεξουαλική ταυτότητα, ο βιασμός, το δικαίωμα στην άμβλωση, η ενδο-οικογενειακή βία, ή η παράνομη διακίνηση προσώπων [trafficking] (Στρατηγάκη 2006). Και στις δύο περιπτώσεις, προκειμένου να αναγνωριστεί το φύλο ως αντικείμενο των επίσημων κοινωνικών πολιτικών είναι απαραίτητο να αμφισβητηθεί ο έμφυλος διαχωρισμός μεταξύ ιδιωτικού-δημοσίου. Αυτό συμβαίνει διότι στις Δυτικές κοινωνίες, οι επίσημες πολιτικές συνδέονται με τον δημόσιο χώρο που στερεοτυπικά θεωρείται «ανδρική σφαίρα», ενώ αντιθέτως ο ιδιωτικός χώρος, ο οποίος δεν συνδέεται στερεοτυπικά με την πολιτική, αναγνωρίζεται ως «η σφαίρα του θηλυκού» (Lister 1997). Τα ζητήματα του φύλου απαιτούν διαφορετική αντιμετώπιση, καθώς διαπερνούν την έμφυλη διχοτόμηση δημοσίου-ιδιωτικού, θηλυκού-αρσενικού αναδεικνύοντας τις πολλαπλές τομές και ανισότητες που κυριαρχούν.


Φύλο και κράτος πρόνοιας

Από τις αρχές της δεκαετίας του 1970, κυρίως σε χώρες με ανεπτυγμένο κράτος πρόνοιας – όπως οι Σκανδιναβικές- τα φεμινιστικά κινήματα και οι φεμινίστριες θεωρητικοί άρχισαν να ασκούν κριτική στον ρόλο του κράτους στην αναπαραγωγή και ενίσχυση των έμφυλων ανισοτήτων (Williams 1989, Gordon 1990, Daly 2000, Lister 1997, Boje and Arnlaug 2000, Lewis et al 2002, Silius 2002). H κριτική αυτή διευρύνθηκε με την εισαγωγή του όρου «έμφυλο καθεστώς ευημερίας» [gender regime] για να συμπεριλάβει τόσο τα συρρικνωμένα συστήματα πρόνοιας μετά την δεκαετία του 1980 αλλά και τις χώρες εκείνες που δεν απέκτησαν ποτέ ισχυρό κράτος πρόνοιας (Στρατηγάκη 2006). Έτσι έγινε δυνατή και η ανάλυση των έμφυλων διαστάσεων του κράτους σε χώρες όπως η Ελλάδα, όπου επικρατούν διαφορετικά δεδομένα από εκείνα του Βορρά. (Παντελίδου Μαλούτα 1988). Στα πλαίσια αυτά, άνοιξε ο δρόμος για την ανάλυση των πολιτικών του φύλου, καθώς έγινε κατανοητό ότι οι έμφυλες προκαταλήψεις των κοινωνικών πολιτικών και του κράτους πρόνοιας προϋποθέτουν ως παραδειγματικό υποκείμενο τον εργαζόμενο-άνδρα και συμπεριλαμβάνουν τις γυναίκες μόνο ως ειδική κατηγορία που χρήζει κρατικής αρωγής (Sainsbury 1996). Η φεμινιστική κριτική επισημαίνει το γεγονός ότι η αποσιώπηση των γυναικών ως ενεργών πολιτικών υποκειμένων οδηγεί στην ισχυροποίηση των «πατριαρχικών» δομών και έμφυλων ανισοτήτων τόσο στην ιδιωτική όσο και στη δημόσια σφαίρα μέσω των μηχανισμών του κράτους πρόνοιας. Τονίστηκε παράλληλα ότι παρόλο που οι γυναίκες αποτελούν σημαντικό μέρος των αποδεκτών της κρατικής πρόνοιας, αλλά και των εργαζόμενων στο κράτος πρόνοιας, εντούτοις οι έμφυλες ανισότητες εδράζουν σε δομές που δεν αμφισβητούνται εύκολα από τις κοινωνικές πολιτικές. Συγχρόνως, έγινε κατανοητό μέσα από την κριτική αυτή, ότι το κράτος δεν αποτελεί τον μοναδικό φορέα των πολιτικών των φύλων, αλλά αντίθετα οι πολιτικές αυτές διαμορφώνονται μέσα από πολύπλοκες διαδικασίες που συμπεριλαμβάνουν τόσο την αγορά και τις μη-κυβερνητικές οργανώσεις, όσο και ανεπίσημες πρακτικές και θεσμούς (Boje and Arnlaug 2000, Silius 2002). Υπό την έννοια αυτή, ένα σημαντικό διακύβευμα για τις πολιτικές του φύλου σήμερα είναι πώς θα γεφυρώσουν τις επίσημες πολιτικές με τις ανεπίσημες καθημερινές πρακτικές, επιτρέποντας την συμμετοχή ολοένα και μεγαλύτερου αριθμού γυναικών στις διαδικασίες της κοινωνικής πολιτικής μέσα από επίσημους και ανεπίσημους μηχανισμούς (Lister 2003).


Θετικές δράσεις υπέρ των γυναικών

Παρά τον κεντρικό ρόλο των φεμινιστικών κινημάτων στην διαμόρφωσή τους, οι πολιτικές των φύλων δεν ταυτίζονται με τις πολιτικές υπέρ των γυναικών, αν και σε πολλές περιπτώσεις στρέφονται προς αυτή την κατεύθυνση, προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις ιστορικά σωρευμένες ανισότητες και ιεραρχήσεις. Πιο συγκεκριμένα, η αναγκαιότητα για θετικές δράσεις υπέρ των γυναικών πηγάζει από τη διαπίστωση ότι οι γυναίκες δεν ξεκινούν στο ίδιο επίπεδο με τους άνδρες και αντιμετωπίζουν εμπόδια λόγω του φύλου τους, γεγονός που εμποδίζει την επιτυχημένη και αποτελεσματική εφαρμογή των πολιτικών που στοχεύουν στην ισότητα των φύλων. Στο βαθμό, όμως, που οι πολιτικές των φύλων προωθούν μέτρα υπέρ των γυναικών χωρίς, όμως, να αμφισβητούν τον διαχωρισμό ιδιωτικού -δημοσίου και τα έμφυλα πρότυπα που συνδέονται με αυτόν, οι πολιτικές αυτές δεν οδηγούν στην άρση των ανισοτήτων των φύλων αλλά στην ενίσχυσή τους (Bacchi 1996). Ένα παράδειγμα είναι και οι πολιτικές της ημιαπασχόλησης για τις γυναίκες, που δίνουν τη δυνατότητα στις εργαζόμενες μητέρες να συνδυάσουν την επαγγελματική με την οικογενειακή ζωή, χωρίς όμως να αμφισβητούν την θεώρηση της φροντίδας και της οικιακής εργασίας ως «γυναικείες» υποχρεώσεις – ενισχύοντας έτσι τις έμφυλες ανισότητες τόσο στην εργασία όσο και στην οικογένεια (Στρατηγάκη 2006).


Πολιτικές ποσοστώσεων υπέρ των γυναικών

Στις σύγχρονες Δυτικές κοινωνίες, παρά το γεγονός ότι έχει τυπικά κατοχυρωθεί η ισότητα των φύλων, στην πράξη οι έμφυλες ανισότητες παραμένουν σε ισχύ. Πιο συγκεκριμένα, στις περισσότερες δημοκρατίες, παρόλο που το δικαίωμα του εκλέγειν και του εκλέγεσθαι έχει αναγνωριστεί, το ποσοστό των γυναικών που συμμετέχουν τόσο στις εκλογές όσο και στις δομές και διαδικασίες λήψης αποφάσεων παραμένει μειοψηφικό. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι να παρατηρήσουμε ότι παρόλο που οι γυναίκες ολοένα και περισσότερο στελεχώνουν τους κρατικούς φορείς, η πρόσβαση τους είναι περιορισμένη στις ανώτερες θέσεις του κυβερνητικών και γραφειοκρατικών θεσμών του κράτους (European Commission 2008, UN 2008β). Στην Ελλάδα, όπου η νομική ισότητα επιτεύχθηκε σταδιακά στη δεκαετία του 1980, η εκπροσώπηση των γυναικών σε υψηλόβαθμες κρατικές θέσεις παραμένει ιδιαίτερα χαμηλή. Ξεκινώντας από αυτά τα δεδομένα, σχεδιάζονται και εφαρμόζονται πολιτικές των φύλων που στοχεύουν στην εισαγωγή ποσοστώσεων υπέρ των γυναικών. Οι πολιτικές ποσοστώσεων αποσκοπούν σε μια προσωρινή πάντοτε ενίσχυση των γυναικών που υπόκεινται σε ουσιαστικές διακρίσεις παρά την νομική κατοχύρωση των πολιτικών τους δικαιωμάτων. Σκοπός τους είναι να εκπροσωπούνται γυναίκες και άνδρες ισότιμα στα κρατικά όργανα. Ιδιαίτερα σημαντική στα πλαίσια αυτά είναι και η πολιτική της ισάριθμης εκπροσώπησης των φύλων (parité) που αναπτύχθηκε στη Γαλλία κατά τη δεκαετία του ’90. Παρόλο που το φεμινιστικό κίνημα που άσκησε πίεση για την υιοθέτηση της αρχής αυτής αμφισβήτησε σε πολλές περιπτώσεις τις έμφυλες διακρίσεις της σύγχρονης δημοκρατίας, η ψήφιση του σχετικού νόμου το 2000 δεν είχε σημαντικά αποτελέσματα. (Scott 2005). Στις σύγχρονές φεμινιστικές αναλύσεις, έχει ασκηθεί κριτική στις πολιτικές των ποσοστώσεων, καθώς θεωρείται ότι δεν αμφισβητούν ουσιαστικά τις έμφυλες ανισότητες, ιεραρχήσεις, στερεότυπα και πρότυπα που κυριαρχούν στη δημοκρατία. Οι πολιτικές των ποσοστώσεων επιτρέπουν την αυξημένη εκπροσώπηση των γυναικών, αλλά δεν εξασφαλίζουν την ουσιαστική ισότητα των φύλων. Οι σύγχρονες δημοκρατίες, παρά την φαινομενική ουδετερότητα, παραμένουν αγκιστρωμένες σε ένα ανδροκρατούμενο πρότυπο του πολίτη (Παντελίδου Μαλούτα 2002). Παράλληλα προϋποθέτουν ότι οι γυναίκες αποτελούν μια ενιαία κατηγορία, αγνοώντας τις διαφορές μεταξύ των γυναικών με βάση την κοινωνική τάξη, τη φυλή, το έθνος, και την σεξουαλική ταυτότητα (Williams 1989, Lutz, Yuval Davis and Phoenix 1995). Ακόμα και στις περιπτώσεις εκείνες όπου γυναίκες αναλαμβάνουν υψηλές θέσεις στην κυβέρνηση, το κοινοβούλιο ή τον γραφειοκρατικό μηχανισμό, δεν είναι απαραίτητο να προωθούνται πολιτικές ουσιαστικής ανατροπής των έμφυλων ανισοτήτων. Αντιθέτως, μέσα από τέτοιου είδους πρακτικές εκπροσώπησης παγιώνονται τα πρότυπα του γυναικείου και του ανδρικού σε συγκεκριμένες υποκειμενικές θέσεις και ταυτότητες που βασίζονται σε έναν αυστηρό διαχωρισμό του ανδρικού/θηλυκoύ και του δημοσίου/ιδιωτικού (Butler 1990).


Πολιτικές για την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών

Η αναγνώριση του ζητήματος της έμφυλης βίας, ως πολιτικού προβλήματος με παγκόσμιες διαστάσεις και όχι πλέον ως ζητήματος που αφορά την σφαίρα του ιδιωτικού, αποτελεί σημαντική πρόοδο για τις πολιτικές των φύλων. Η «Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών» ορίζει ότι η βία κατά των γυναικών είναι μια μορφή διάκρισης που παραβιάζει τα ατομικά τους δικαιώματα. Το 1993 η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε την «Διακήρυξη για την εξάλειψη της βίας κατά των γυναικών» (UN Genderal Assembly 1993). Εν συνεχεία, στην πλατφόρμα για δράση της Συνδιάσκεψης του Πεκίνου το 1995, αναγνωρίστηκε ότι η βία αποτελεί καταπάτηση των βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων των γυναικών και εμποδίζει την ισότητα, την ανάπτυξη και την ειρήνη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι διαφορετικές μορφές βίας που έως τότε παρέμεναν εκτός της σφαίρας της δημόσιας πολιτικής, όπως η ενδοοικογενειακή βία, η σεξουαλική βία, ο ακρωτηριασμός γεννητικών οργάνων, ή ο βιασμός ως όπλο πολέμου άρχισαν να γίνονται ορατές σαν πολιτικά προβλήματα. Στην Ελλάδα, ψηφίστηκε νόμος για την αντιμετώπιση της ενδοοικογενειακής βίας μόλις το 2006 (Ν. 3500/2006).


Διεθνείς πολιτικές των φύλων

Οι πολιτικές των φύλων δεν είναι μόνο κρατικές αλλά και διεθνείς. Μέσω διεθνών συμφωνιών, όπως η «Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών», που υπογράφουν τα κράτη-μέλη γίνεται δυνατή η διάδοση κοινών αρχών σε διαφορετικές κοινωνίες, με διαφορετικές πολιτικές παραδόσεις. Οι αρχές αυτές είναι αποτέλεσμα διαβουλεύσεων μεταξύ κυβερνήσεων, ΜΚΟ και φεμινιστικών οργανώσεων, που στο περιβάλλον των οργανισμών αυτών έχουν σε πολλές περιπτώσεις δυνατότητα μεγαλύτερης επιρροής από ότι στα πλαίσια των κρατικών θεσμών. Παρόλο που σε πολλές περιπτώσεις οι αρχές αυτές δεν μετουσιώνονται σε πολιτικές στο εθνικό επίπεδο, εντούτοις ορίζουν το νοηματικό πλαίσιο εντός του οποίου διαμορφώνονται οι κρατικές πολιτικές.


Πολιτικές των φύλων στην Ελλάδα

Στην Ελλάδα το οικογενειακό δίκαιο αποτέλεσε πεδίο έντονης φεμινιστικής δράσης, καθώς έως την αναθεώρηση του 1975 η εξουσία του συζύγου/πατέρα στην οικογένεια ήταν θεσμοθετημένη, με μέτρα όπως η αναγνώριση της προίκας και η υποχρέωση της γυναίκας να διατηρεί την αποκλειστική φροντίδα των παιδιών και της οικιακής εργασίας (Στρατηγάκη 2006). Παράλληλα απαγορευόταν η άμβλωση έως το 1986. Καθώς τα φεμινιστικά κινήματα, όμως, είχαν εστιάσει τις δράσεις τους κυρίως στην αναθεώρηση του οικογενειακού δικαίου, η νομιμοποίηση των αμβλώσεων και άλλα ζητήματα κοινωνικής πολιτικής παρέμειναν εκτός του πλαισίου πολιτικής. Η προτεραιότητα που δόθηκε στις Ευρωπαϊκές πολιτικές στην ισότητα των φύλων στα πλαίσια της στρατηγικής για την απασχόληση αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για τη διαμόρφωση των πολιτικών των φύλων. (Στρατηγάκη 2003) Έτσι δημιουργήθηκε το υπάρχον θεσμικό πλαίσιο για την ισότητα των φύλων στην απασχόληση, το οποίο συνοδεύτηκε από θετικές δράσεις υπέρ των γυναικών, καθώς και επιδοτήσεις και κοινοτικές πρωτοβουλίες για την προώθηση των γυναικών στην απασχόληση. Η επίδραση των πολιτικών αυτών οδήγησε σε σημαντική πρόοδο σε πολλούς τομείς: αύξηση του ποσοστού συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας, μείωση του ποσοστού ανεργίας, αύξηση της χρηματοδότησης των κονδυλίων για την δημόσια φροντίδα παιδιών και ηλικιωμένων – ολοήμερα σχολεία, παιδικοί σταθμοί, οίκοι ευγηρίας - και μείωση της ψαλίδας στα ποσοστά γυναικείας απασχόλησης. Εντούτοις, ο «σκληρός πυρήνας» των διακρίσεων σε βάρος των γυναικών στην αγορά εργασίας παραμένει σχεδόν ανέπαφος (Μουρίκη 2005, 242) Γενικότερα, παρά την πρόοδο που έχει σημειωθεί στις πολιτικές των φύλων, οι έμφυλες ανισότητες και στερεότυπα συνεχίζουν να κυριαρχούν στην καθημερινή ζωή.


Η Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών

Η «Σύμβαση για την εξάλειψη όλων των μορφών διακρίσεων κατά των γυναικών» (CEDAW) υιοθετήθηκε το 1979 από τη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ (UN 1980, UN 1998). Προβλέπει την ισότητα των φύλων στα αστικά, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά και πολιτιστικά δικαιώματα και την κατάργηση των διακρίσεων κατά των γυναικών. Πιο συγκεκριμένα, η Σύμβαση περιλαμβάνει σημαντικά μέτρα που αφορούν τις πολιτικές των φύλων: ενσωμάτωση της αρχής της ισότητας των φύλων στα εθνικά συντάγματα, υιοθέτηση αναγκαίας νομοθεσίας για την εξάλειψη των διακρίσεων κατά των γυναικών, την καθιέρωση δικαστηρίων και άλλων δημοσίων ιδρυμάτων για την προστασία των γυναικών ενάντια στις διακρίσεις, εξασφάλιση της ισότητας των φύλων στους δημόσιους φορείς και ιδρύματα, καθώς και στους οργανισμούς και εταιρίες και την κατάργηση των ποινικών διατάξεων που κάνουν διακρίσεις κατά των γυναικών. Έχουν προσχωρήσει ή την έχουν επικυρώσει 165 κυβερνήσεις που καλούνται να υποβάλουν σε τακτά χρονικά διαστήματα εκθέσεις σχετικά με τις διακρίσεις ενάντια των γυναικών στο κράτος τους. Τον Οκτώβριο του 1999, η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ υιοθέτησε το Προαιρετικό Πρωτόκολλο (UN 1999) της Σύμβασης που επιτρέπει σε άτομα και ομάδες που έχουν εξαντλήσει τα τοπικά μέσα να κάνουν έκκληση κατευθείαν στην Επιτροπή για παραβιάσεις των αρχών της σύμβασης εκ μέρους των κυβερνήσεών τους.


Τέταρτη Διεθνής Παγκόσμια Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για τις γυναίκες

Η τέταρτη Διεθνής Παγκόσμια Συνδιάσκεψη του ΟΗΕ για τις γυναίκες, που πραγματοποιήθηκε στο Πεκίνο το 1995 αποτελεί έναν σταθμό για τις πολιτικές των φύλων, καθώς 189 κράτη δεσμεύτηκαν να υιοθετήσουν μέτρα για την ισότητα, την ειρήνη και την ανάπτυξη για όλες τις γυναίκες του κόσμου. Το πρόγραμμα του Πεκίνου δεν έθεσε μόνο στόχους αλλά καθόρισε και ενδεδειγμένες δράσεις που θα πρέπει να αναλάβει η διεθνής κοινότητα προκειμένου να ξεπεραστούν οι ανισότητες μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το σχέδιο δράσης του Πεκίνου συμπεριλαμβάνει 12 καθοριστικά σημεία που αφορούν την ισότητα των φύλων και την ενδυνάμωση των γυναικών : 1. Γυναίκες και φτώχεια, 2. Παιδεία και επιμόρφωση γυναικών , 3. Γυναίκες και υγεία, 4. Βία κατά των γυναικών, 5. Γυναίκες και ένοπλές συγκρούσεις, 6. Γυναίκες και οικονομία, 7. Γυναίκες στην εξουσία και στα κέντρα λήψης αποφάσεων, 8. Θεσμικοί μηχανισμοί για την πρόοδο των γυναικών, 9. Τα δικαιώματα των γυναικών ως ανθρώπινα δικαιώματα, 10. Γυναίκες και ΜΜΕ, 11. Γυναίκες και περιβάλλον, 12. Το κορίτσι-παιδί (UN 1995). Κατά τη διάρκεια της Τέταρτης Παγκόσμιας Συνδιάσκεψης Γυναικών στο Πεκίνο, όμως, υιοθετήθηκε επίσημα για πρώτη φορά σε διεθνές επίπεδο η ενσωμάτωση/ένταξη της ισότητας των φύλων [gender equality mainstreaming] στις πολιτικές. Η ισότητα των φύλων καθορίστηκε έτσι ως βασική συνισταμένη του συνόλου των πολιτικών που καθορίζει την διαμόρφωση της ατζέντας, και όχι πλέον ως αυτόνομο και περιφερειακό ζήτημα (UN 2002). Στα πλαίσια αυτά δημιουργήθηκε η Επιτροπή για τη Θέση της Γυναίκας (UN Commission on the Status of Women 2008) που καταγράφει καλές πρακτικές και αξιολογεί την πρόοδο των πολιτικών των φύλων σε επιμέρους κράτη με γνώμονα το σχέδιο δράσης του Πεκίνου.


Ενσωμάτωση της ισότητας των φύλων [gender mainstreaming]

H ενσωμάτωση της ισότητας των φύλων στις πολιτικές αποτελεί μια προσέγγιση, βάση της οποίας ενσωματώνονται μέτρα για την άρση των ανισοτήτων μεταξύ ανδρών και γυναικών σε όλα τα πεδία (κοινωνικό, οικονομικό, πολιτισμικό, κτλ.) και σε όλα τα επίπεδα (τοπικό, εθνικό, Ευρωπαϊκό, διεθνές) πολιτικής. Σε παγκόσμιο επίπεδο, η προσέγγιση αυτή προτάθηκε για πρώτη φορά το 1985 στην Τρίτη Παγκόσμια Συνδιάσκεψη Γυναικών στο Ναϊρόμπι και υιοθετήθηκε επίσημα το 1995 από την Τέταρτη Παγκόσμια Συνδιάσκεψη Γυναικών στο Πεκίνο (UN Office of the special adviser on gender issues and the advancement of women 2002). Στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Συνθήκη του Άμστερνταμ το 1997 καθιέρωσε με το άρθρο 3 παράγραφος 2, που δηλώνει ότι «Σε όλες τις δραστηριότητες (κοινοτικές δράσεις)- η Κοινότητα επιδιώκει να εξαλειφθούν οι ανισότητες και να προαχθεί η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών» (EU 1997). Η ενσωμάτωση αποτελεί έκτοτε την βασική λογική που καθορίζει τις διαδικασίες διαμόρφωσης των πολιτικών των φύλων σε διεθνές και ευρωπαϊκό επίπεδο. Πρόκειται για μια στρατηγική που συμπεριλαμβάνει πολλά επίπεδα διακυβέρνησης (από το ατομικό στο συλλογικό, από το διεθνές στο τοπικό), πολλούς φορείς εντός και εκτός κράτους (το κράτος, τις μη-κυβερνητικές οργανώσεις, τις πολυεθνικές, την κοινωνία των πολιτών), καθώς και πολλούς διαφορετικούς τομείς (οικονομία, κοινωνία, πολιτική, επιστήμη κτλ.). Στα πλαίσια αυτής της πολυεπίπεδης πολιτικής προσέγγισης δημιουργείται και η ανάγκη για πολυεπίπεδες στρατηγικές έρευνας (Verloo 2005). Έτσι, όπως προκύπτει από τις σχετικές αναλύσεις, παρά τις προσπάθειες για την αναγνώριση του φύλου σαν ένα κεντρικό ζήτημα σε όλα τα στάδια της χάραξης πολιτικής και σε όλων των ειδών τις πολιτικές, υπάρχουν σημαντικές αποκλίσεις στο «πλαίσιο πολιτικής» (policy frame) τόσο σε διεθνές και Ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Διαπιστώνεται έτσι ποικιλομορφία στο περιεχόμενο που δίνεται στον όρο «ισότητα των φύλων» από διαφορετικούς διεθνείς οργανισμούς και εθνικές κυβερνήσεις. Ιδιαίτερα σε Ευρωπαϊκό επίπεδο, οι αποκλίσεις αυτές οδηγούν σε πολλές περιπτώσεις στην υιοθέτηση από τις εθνικές κυβερνήσεις ευνοϊκών μέτρων που δεν θέτουν σε αμφισβήτηση τις έμφυλες πολιτικές δομές αλλά απλά «προσθέτουν» τις γυναίκες στα δεδομένα πολιτικά πλαίσια. Η προσέγγιση της ένταξης της ισότητας των φύλων, όμως, δεν αφορά απλώς την προώθηση μέτρων για την αρωγή των γυναικών, αλλά κυρίως την αναγνώριση των άνισων επιπτώσεων που έχουν οι επίσημες πολιτικές σε άνδρες και γυναίκες από τα πρώτα ήδη στάδια του σχεδιασμού τους (Meier, Lombardo, Bustelo 2005). Μετά τη διαπίστωση ότι οι έμφυλες ανισότητες έχουν οικονομικό, κοινωνικό, και πολιτικό χαρακτήρα και κυριαρχούν τόσο στην ιδιωτική όσο και στην δημόσια σφαίρα, η σύγχρονη ανάλυση των πολιτικών των φύλων εστιάζει στην έννοια της ενσωμάτωσης του φύλου [gender mainstreaming]. Η προσέγγιση αυτή βασίζεται στην ανάδειξη της διάστασης του φύλου στις διαδικασίες σχεδιασμού, χάραξης, και εφαρμογής των πολιτικών (Verloo and Pantelidou Maloutas 2005). Σύμφωνα με την Carol Bacci, η έννοια της ένταξης του φύλου (gender mainstreaming) θα πρέπει να εστιάζει στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους ένα ζήτημα πολιτικής διαμορφώνεται με γνώμονα το φύλο μέσα από τη μελέτη κειμένων που μαρτυρούν τις διαδικασίες διαμόρφωσής του ως προβλήματος (Bacchi 1999). Η προσέγγιση της ένταξης της ισότητας του φύλου είναι, κατά συνέπεια, μια ποιοτική προσέγγιση που συνδυάζει τη θεωρία του φύλου και την ανάλυση λόγου, ενώ εμπεριέχει στοιχεία και από τη θεωρία των κοινωνικών κινημάτων. Η μεθοδολογία δεν εξετάζει τόσο τον βαθμό στον οποίο οι πολιτικές είναι αποτελεσματικές ως προς τον στόχο τους, όσο τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνονται στα διαφορετικά στάδια της χάραξης πολιτικής συγκεκριμένα προβλήματα που κυριαρχούν στον επίσημο πολιτικό λόγο. Υπό αυτή την έννοια εκείνο που προέχει είναι η ‘αναπαράσταση’ τόσο του προβλήματος όσο και των προτεινομένων μέτρων για την λύση του στον κυρίαρχο πολιτικό λόγο. Ποια είναι η αναπαράσταση του προβλήματος; Με ποιο τρόπο οι σχέσεις του φύλου εμπεριέχονται και διαμορφώνουν αυτό το πρόβλημα; Ποιοι είναι εκείνοι που ορίζουν ποιο θα είναι το συγκεκριμένο πρόβλημα; Από ποια υποκειμενική θέση μιλούν; Ποιους φορείς εκπροσωπούν; Η προσέγγιση αυτή μας επιτρέπει να μελετήσουμε το θέμα του φύλου σαν μια κοινωνική σχέση που ξεκινά από τα πρώτα στάδια της διαδικασίας λήψης αποφάσεων και φτάνει έως και την εφαρμογή. Έτσι είναι ιδιαίτερα σημαντικό να δίνεται σημασία όχι μόνο στα προγράμματα που προωθούνται ρητά αλλά και στις σιωπές, τις απουσίες ή την ιεράρχηση θεμάτων σχετικά με τις έμφυλες σχέσεις εξουσίας που κυριαρχούν στην υπάρχουσα πολιτική ατζέντα. Δίνεται έτσι ιδιαίτερη έμφαση στη διαμόρφωση του πλαισίου της πολιτικής, που συμπεριλαμβάνει την αναπαραγωγή των έμφυλων στερεοτύπων του θηλυκού και του αρσενικού, την ενίσχυση των πολιτικών, κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ ανδρών και γυναικών, καθώς και τις «σιωπές» γύρω από τα ιδιαίτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι γυναίκες στην επίσημη νομοθεσία, τα προγράμματα και τις μεθόδους εφαρμογής των πολιτικών


Εσωτερικές συνδέσεις

Σεξισμός

Φύλο και ευρωπαϊκές πολιτικές

Φύλο και εργασία

Φύλο και νομοθεσία


Βιβλιογραφικές αναφορές

Bacchi C.L. (1996). The politics of affirmative action: "women", equality and category politics. London : Sage .

Bacchi C.L. (1999) Women, Policy and Politics the construction of a policy problem. London: Sage

Bock G. and Thane P., eds. (1991) Maternity and gender policies. Women and the rise of the European Welfare states, 1880s-1950s. London: Routledge

Boje Th. P. and Arnalaug L. (2000) Gender Welfare state and the market: towards a new division of labour. London: Routledge

Butler J. (1990) Gender trouble. Feminism and the subversion of identity London: Routledge

Daly, M. (2000). The Gender division of welfare. Cambridge: Cambridge University Press

De Gouges, O. (1981) “Τα δικαιώματα της γυναίκας”, μτφ. Ελένη Βαρίκα, στο Η εξέγερση αρχίζει από παλιά (Αθήνα: Εκδοτική ομάδα γυναικών)

European Commission (2008) “Employment, social affairs and equal opportunities: women and men in decision making” http://ec.europa.eu/employment_social/women_men_stats/index_en.htm

European Commission (2008) “Freedom, Security and Justice: DAPHNE I and II to combat violence against women” στο http://ec.europa.eu/justice_home/funding/2004_2007/daphne/funding_daphne_en.htm

European Union (1997) “The Treaty of Amsterdam amending the treaty of the European Union the treaties establishing the European communities and some related acts” στο http://www.eurotreaties.com/amsterdamtreaty.pdf

Fink, J., Lewis et all, eds. (2001) Rethinking European Welfare (London: Sage Publications)

Gordon L. ed., (1990) Women, the State and Welfare. Wisconsin: University of Wisconsin Press

Lewis, J., Hobson, B., Siim, B., eds. (2002) Contested Concepts in Gender and Social Politics. London: Edward Elgar

Lister R. (1997) Citizenship: Feminist perspectives. London: Palgrave

Lutz H., Yuval-Davis N. and Phoenix A. (1995) Crossfires: Nationalism, racism and gender in Europe. London: Pluto Press

Meier P., Lombardo E., Bustelo M. and Pantelidou Maloutas M. (2005) “Gender Mainstreaming and the Benchmarking Fallacy of Women in Political Decision Making”. The Greek Review of Social Research. 117. Β. σ. 35-61.

Mouffe, Ch. (1992) “Feminism, citizenship and radical democratic politics” στο Butler J. and Scott J.W. eds. Feminists theorize the political. London: Routledge. σσ. 369-384.

Pateman, C. (1988) The sexual contract. Cambridge: Polity Press

Sainsbury, D. (1996) Gender equality and welfare states. Cambridge: Cambridge University Press

Scott, J.W. (2005) Parité: Sexual Difference and the Crisis of French Universalism. Chicago: University of Chicago Press

Silius, H. (2002). “Feminist Perspectives on the European Welfare State” στο Griffin G. and Braidotti R. (2002) Thinking Differently. A Reader in European Women’s Studies. London and New York: Zed Books. σσ. 31-48

UN (1980) “CEDAW: Convention for the elimination of all forms of discrimination against women” στο http://www.un.org/womenwatch/daw/cedaw/text/econvention.htm

UN (1995) “Fourth Conference on women: platform for action”, στο http://www.un.org/womenwatch/daw/public/publications.htm

UN (1999) “Optional protocol to the Convention on the elimination of all forms of discrimination against women” στο http://www.un.org/womenwatch/daw/cedaw/protocol/text.htm

UN (2008α) “Short history of the CEDAW convention” στο http://www.un.org/womenwatch/daw/cedaw/history.htm

UN (2008β) «Women in politics», στο http://www.un.org/womenwatch/daw/public/publications.htm

UN Commission on the Status of Women (2008) “Mandate” στο http://www.un.org/womenwatch/daw/csw/index.html#terms

UN General Assembly (1994) “Declaration on the elimination of violence against women” στο http://daccessdds.un.org/doc/UNDOC/GEN/N94/095/05/PDF/N9409505.pdf?OpenElement

UN Office of the special adviser on gender issues and the advancement of women (2002) “Gender Mainstreaming: An overview” στο http://www.un.org/womenwatch/daw/public/publications.htm

Verloo M. (2005) “Mainstreaming Gender Equality in Europe: A Critical Frame Analysis Approach”, The Greek Review of Social Research, 117, Β, σ. 11-34

Verloo Μ. and Pantelidou Maloutas Μ. (2005). “Differences in the framing of gender inequality as a policy problem across Europe” Greek Review of Social Research Special Issue117, Β, σ.

Williams F. (1989) Social policy: a critical introduction. Issues of race, gender and class . Cambridge: Polity Press

Μουρίκη Α. (2005) «Η ισότητα των φύλων στις πολιτικές απασχόλησης» στο Καραμεσίνη Μ. και Κουζής Γ., επιμ. Πολιτική απασχόλησης: πεδίο σύζευξης της οικονομικής και της κοινωνικής πολιτικής. Αθήνα: Gutenberg. σσ. 241-263.

Παντελίδου Μαλούτα (1988) «Γυναικείο ζήτημα και κράτος πρόνοιας» στο Μαλούτας Θ. και Οικονόμου Δ., επιμ., Προβλήματα ανάπτυξης του κράτους πρόνοιας στην Ελλάδα. Αθήνα: Εξάντας. σσ. 182-220

Παντελίδου Μαλούτα, Μ. (2002). Το Φύλο της Δημοκρατίας. Αθήνα: Σαββάλας

Στρατηγάκη Μ (2003) «Πολιτικές για της ισότητα των φύλων στην Ευρωπαϊκή ‘Ένωση, Συμπτώσεις, Αντιφάσεις στην πορεία της Ευρωπαϊκής ενοποίησης» στο Παναγιωτόπουλος Ρ., Κονιόρδου Σ., Μαράτου Αλιμπράντη Λ. επιμ., Παγκοσμιοποίηση και σύγχρονη κοινωνία. Αθήνα: ΕΚΚΕ

Στρατηγάκη Μ. (2007) Το Φύλο της κοινωνικής πολιτικής. Αθήνα: Μεταίχμιο