Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων του "Φύλο και κριτική θεωρία"
Γραμμή 52: | Γραμμή 52: | ||
==Εσωτερικές συνδέσεις== | ==Εσωτερικές συνδέσεις== | ||
− | Φύλο και πολιτικές ταυτότητας | + | [[Φύλο και πολιτικές ταυτότητας]] |
− | Φύλο και παγκοσμιοποίηση | + | [[Φύλο και παγκοσμιοποίηση]] |
− | Φύλο και φυλετικές πολιτικές | + | [[Φύλο και φυλετικές πολιτικές]] |
− | Φύλο και ιδεολογία | + | [[Φύλο και ιδεολογία]] |
Αναθεώρηση της 09:12, 31 Μαρτίου 2009
Φύλο και κριτική θεωρία
Συγγραφέας: | Ευγενία Σηφάκη |
Βιβλιογραφία | |
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι | |
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι | |
Σχόλια Επιμελήτριας |
Υπό μία στενή έννοια, ο όρος «κριτική θεωρία» αναφέρεται στη μετα-μαρξιστική, γερμανική Σχολή της Φρανκφούρτης που, όπως διακηρύσσει ένας από τους βασικούς εκπροσώπους της, στοχεύει «να απελευθερώσει τους ανθρώπους από τις συνθήκες που τους υποδουλώνουν» (Horkheimer 1937). Οι εκπρόσωποι της Σχολής της Φρανκφούρτης δεν ασχολούνται συστηματικά με θέματα φύλου, ωστόσο θεωρητικές επεξεργασίες τους, όπως η έννοια της «επικοινωνιακής ηθικής» του Jürgen Habermas ( δηλαδή, η ελεύθερη ανταλλαγή πεποιθήσεων και προθέσεων σε απουσία κυριαρχίας), έχουν αξιοποιηθεί από φεμινίστριες όπως η Αmy Allen (2007), η οποία υποστηρίζει ότι η κριτική θεωρία πρέπει να ανταποκριθεί στην πρόκληση των θεωριών περί συγκρότησης του υποκειμένου και για αυτόν το λόγο επιχειρεί να συνδυάσει παραγωγικά τον Habermas και τον Foucault, και η Seyla Benhabib (1992), η οποία, «επεξεργαζόμενη μια θεωρία ‘διαδραστικού οικουμενισμού’ (“interactive universalism”), θεωρεί αναγκαία μια οικουμενική ηθική –ακόμη και δεδομένων των ανεπαρκειών της» (Αθανασίου 2004: 45). Κυρίως, η θεωρία του Habermas έχει γίνει αντικείμενο κριτικής από το χώρο του μεταδομισμού (Butler 2004, Mouffe 2006), στο μέτρο που αντιτάσσεται στη ντεριντιανή αποδόμηση από τη σκοπιά της πίστης στην ολοκλήρωση του προγράμματος του Διαφωτισμού.
Ωστόσο, η έννοια της κριτικής θεωρίας έχει πλέον διευρυνθεί και αναφέρεται σε κάθε συστηματική σκέψη που στοχεύει στην κριτική της κυριαρχίας, εκφράζει απελευθερωτικά προτάγματα και συνδυάζει την περιγραφή και εξήγηση της κοινωνικής πραγματικότητας με την κριτική της. Εκτός από τη Σχολή της Φρανκφούρτης, στο χώρο της κριτικής θεωρίας κατατάσσονται μεταδομιστές στοχαστές όπως οι L. Althusser και M. Foucault, κοινωνιολόγοι όπως ο P. Bourdieu, ορισμένες ριζοσπαστικές τάσεις της φεμινιστικής θεωρίας, οι φυλετικές και οι μετααποικιακές σπουδές, κ.ά.
Περιεχόμενα
1. Φεμινιστική κριτική θεωρία
Στο παρακάτω παράθεμα, η Nancy Fraser (1997) δεν ισχυρίζεται απλώς ότι η φεμινιστική θεωρία είναι εξ ορισμού κριτική θεωρία, αλλά υποστηρίζει επιπλέον ότι μία θεωρία για να είναι επαρκώς «κριτική» οφείλει να είναι και φεμινιστική:
Κατά τη γνώμη μου, δεν έχει υπάρξει καλύτερος ορισμός της Κριτικής Θεωρίας από αυτόν που έδωσε ο Μαρξ το 1843, ως την «αυτο-διασαφήνιση των αγώνων και των ζητούμενων της εποχής». Μια κριτική κοινωνική θεωρία συγκροτεί το ερευνητικό της πρόγραμμα και το εννοιολογικό της πλαίσιο με το βλέμμα στραμμένο προς τους σκοπούς και τη δράση εκείνων των κοινωνικών κινημάτων αντίστασης, το μέρος των οποίων παίρνει, χωρίς ωστόσο να ταυτίζεται άκριτα με αυτά… Έτσι, επί παραδείγματι, εάν οι αγώνες που αμφισβητούν την υποταγή των γυναικών συγκαταλέγονται στους πλέον σημαντικούς μιας δεδομένης εποχής, τότε η κριτική κοινωνική θεωρία εκείνης της περιόδου θα πρέπει να επιδιώκει, μεταξύ άλλων, να διαφωτίσει τον χαρακτήρα και τις συνθήκες αυτής της υποταγής.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό που διακρίνει μία «κριτική» θεωρία είναι ο αναστοχασμός, δηλαδή η συνεχής επεξεργασία και ανανέωση της ίδιας της παράδοσης στην οποία ανήκει. Από τη δεκαετία του 80, η συζήτηση στο πλαίσιο της κριτικής θεωρίας των φύλων μετατίθεται στο συγκείμενο του μεταδομισμού και εξελίσσεται σε συστηματική εννοιολογική επεξεργασία των κατηγοριών του βιολογικού και κοινωνικού φύλου και των αλληλεπιδράσεών τους, με τελική συνέπεια την αμφισβήτηση της ίδιας της διάκρισης, τόσο από Γαλλίδες υλίστριες φεμινίστριες, όπως η Christine Delphy και η Monique Wittig, όσο και από Βορειοαμερικανίδες ανθρωπολόγους και φιλοσόφους, όπως η Donna Haraway και η Judith Butler. Η κριτική συζήτηση για το κεντρικό ζήτημα της σεξουαλικής διαφοράς και -κατ’ επέκταση- την πολιτική της ταυτότητας προέρχεται από δύο παραδόσεις που συχνά συνομιλούν: την μεταδομιστική κριτική, από τη μία πλευρά, και τις σπουδές φυλής και έθνους, καθώς και τις μετααποικιακές σπουδές, από την άλλη. Εδώ η «ταυτότητα» (π.χ. «γυναίκες») ερμηνεύεται ως ένα κανονιστικό και ουσιοκρατικό ιδεώδες, η λειτουργία του οποίου έγκειται στην παραγνώριση κρίσιμων διαφορών (π.χ. φυλετικών, κοινωνικών, ατομικών, κλπ.) μεταξύ γυναικών. Υπό αυτήν την προοπτική, το κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο συντίθεται από ένα μεγάλο εύρος κρίσιμων, επίμαχων και μη αναγώγιμων στοιχείων, όπως τα στοιχεία του έθνους, του φύλου, της κοινωνικής τάξης, της φυλής, της σεξουαλικότητας, κλπ., τα οποία συγκροτούνται, αναπαράγονται και ενδεχομένως αμφισβητούνται στο πλαίσιο άνισων σχέσεων εξουσίας.
2. Φύλο, μεταδομισμός και πολιτισμική κριτική
Πολλές φεμινιστικές αναλύσεις της εξουσίας, όπως αυτές των Bartky, Bordo, Sawicki, De Lauretis και Butler εκκινούν από αρχές της θεωρίας του Foucault για την πειθαρχική εξουσία [disciplinary power] για να αναλύσουν κριτικά την κανονιστική θηλυκότητα. Η προβληματική του Φουκώ για την υποκειμενοποίηση [subjection], δηλαδή για την πρωταρχική συγκρότηση του υποκειμένου δια της υπαγωγής του στην εξουσία, όπου η εξουσία είναι πρωταρχικά παραγωγική και δευτερογενώς κατασταλτική ή καταπιεστική, υπήρξε εξαιρετικά γόνιμη, αλλά και αμφιλεγόμενη για τις φεμινίστριες που ενδιαφέρονται να αναλύσουν την κυριαρχία (Allen 2005). O Simons (1995) και η Allen (2005) συνοψίζουν μερικές από τις εμβληματικές εργασίες αυτής της τεταμένης σύγκλισης μεταξύ των φουκωικών αναλύσεων και της φεμινιστικής κριτικής θεωρίας. Πιο συγκεκριμένα, η Bartky επεκτείνει την ανάλυση του Φουκώ για το Πανοπτικόν, το σχέδιο του Jeremy Bentham για την ιδεώδη φυλακή, ένα κτίριο όπου οι κρατούμενοι παρακολουθούνται εν γνώσει τους, παντού και πάντοτε, από έναν αόρατο επιτηρητή, έτσι ώστε οι ίδιοι να καταλήγουν να «εσωτερικεύουν» το βλέμμα του και να επιβλέπουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Όσον αφορά τις έμφυλες πειθαρχημένες πρακτικές, όπως η δίαιτα, η διατήρηση ενός σώματος ευπρεπώς άτριχου, ντυμένου, στολισμένου και μακιγιαρισμένου, η Sandra Bartky παρατηρεί ότι «είναι οι ίδιες οι γυναίκες που ασκούν αυτήν την πειθαρχία επί και εναντίον των ίδιων των σωμάτων τους …Η γυναίκα που συνεχώς ελέγχει το μακιγιάζ της … ή ανησυχεί εάν ο αέρας και η βροχή έχουν χαλάσει το χτένισμά της … ή αυτή που αισθάνεται παχιά και υπολογίζει οτιδήποτε τρώει γίνεται, ακριβώς όπως ο φυλακισμένος στο Πανοπτικόν, αυτό-αστυνομευόμενο υποκείμενο, ένας εαυτός αφοσιωμένος σε μια αδιάκοπη αυτό-επιτήρηση. Αυτή η αυτό-επιτήρηση είναι μια μορφή υποταγής στην πατριαρχία» (1990: 80). Η Susan Bordo αξιοποιεί την φουκωική ερμηνεία των σχέσεων εξουσίας ως εγγενώς ασταθών, τέτοιων ώστε διαρκώς να συνοδεύονται από, ή ακόμα και να δημιουργούν, αντίσταση. Επί παραδείγματι, «η γυναίκα που ακολουθεί ένα αυστηρό πρόγραμμα γυμναστικής για να επιτύχει το σώμα που ταιριάζει στη μόδα της εποχής, ίσως ανακαλύψει ότι οι καινούργιοι μύες της είναι πηγή αυτοπεποίθησης, καθώς της επιτρέπουν να επιβάλει τον εαυτό της πιο αποτελεσματικά στο χώρο εργασίας» (1993: 28). Η Sawicki (1991) μελετάει τις νέες αναπαραγωγικές τεχνολογίες, που διαμορφώνουν νέες κατηγορίες γυναικών με βάση το πρότυπο της καταλληλότητας για μητρότητα, ενώ η De Lauretis (1987) παρακολουθεί τους τρόπους με τους οποίους κατασκευάζονται οι εικόνες των φύλων μέσα από τις διάφορες αναπαραστατικές τεχνολογίες, όπως ο κινηματογράφος, η αφήγηση και η ίδια η θεωρία. Η Judith Butler, μία ακόμα φεμινίστρια φιλόσοφος που έχει εμπνευστεί από τη θεωρία του Foucault, υποστηρίζει ότι το έμφυλο υποκείμενο είναι αποτέλεσμα ενσωμάτωσης των επιταγών των λόγων [discourses] που κυριαρχούν στον κοινωνικό περίγυρο, η οποία επιτυγχάνεται με τις επαναλαμβανόμενες παραστασιακές ή επιτελεστικές [performative] πράξεις. Το φύλο είναι «μια ταυτότητα που συγκροτείται με κοπιώδεις διαδικασίες μέσα στο χρόνο …εγκαθιδρύεται μέσα από υφολογική τυποποίηση (στυλιζάρισμα) του σώματος, και επομένως πρέπει να το εννοήσουμε ως τον καθημερινό τρόπο με τον οποίο οι χειρονομίες, οι κινήσεις του σώματος και οι κάθε είδους παραστασιακές εκδηλώσεις κατασκευάζουν την ψευδαίσθηση ενός έμφυλου εαυτού» (Butler 2004: 382). Εφόσον, όμως, αυτές οι συμβατικές συμπεριφορές είναι ιστορικά και κοινωνικά προσδιορισμένες και στηρίζουν τη δύναμή τους στην συνεχώς επαναλαμβανόμενη εφαρμογή τους, τότε είναι δυνατόν να αντιμετωπιστούν και να αλλάξουν μέσα από εναλλακτικές παραστασιακές επιτελέσεις. Αν το φύλο δεν είναι φυσικό ή εγγενές αλλά «κατασκευασμένο», τότε έμφυλες ταυτότητες και σεξουαλικότητες που δεν συμμορφώνονται με τους κανόνες που διέπουν την κανονιστική ετεροφυλοφιλία είναι εξίσου αληθινές με τις κανονιστικες.
3. Φύλο, φυλή, έθνος και μετα-αποικιακές σπουδές
Οι φεμινιστικές μελέτες που έχουν προκύψει από τη σύγκλιση των σπουδών φύλου και φυλής, καθώς και των μετα-αποικιακών σπουδών, καλύπτουν ένα πεδίο εξαιρετικά μεγάλου εύρους. Εδώ θα παρουσιάσουμε ενδεικτικές όψεις των εργασιών που έχουν προκύψει από αυτούς τους χώρους. Συχνά, φεμινίστριες που εκπροσωπούν τις μετα-αποικιακές σπουδές, όπως οι Gayatri Spivak, Trinh T. Minh-Ha και η Chandra Talpade Mohanty, στρέφουν την κριτική τους προς τον ελιτισμό των Δυτικοευρωπαίων θεωρητικών, συμπεριλαμβανομένων και των φεμινιστριών. Ήδη από το 1981, επί παραδείγματι, η Spivak τοποθετούσε τον γαλλικό φεμινισμό σε ένα διεθνές πλαίσιο, θέτοντας το ερώτημα «όχι μόνο ποια είμαι; αλλά: ποια είναι η άλλη γυναίκα; Πώς την ονομάζω; Πώς με ονομάζει αυτή;».Oι κριτικοί αυτές αναδεικνύουν την εγγενώς προβληματική φύση της μελέτης των «τριτοκοσμικών» γυναικών υπό την προοπτική του Δυτικού πολιτισμού, καθώς κάθε παραγωγή γνώσης σε αυτό το πλαίσιο, καθορίζεται από δραστικά άνισες σχέσεις εξουσίας. Η Αφροαμερικανίδα που είναι γνωστή με το ψευδώνυμο bell hooks, στο κείμενό της ‘Postmodern Blackness’, εξηγεί και σε έναν βαθμό υιοθετεί τις επιφυλάξεις των αφροαμερικανών προς τους –κυρίως ακαδημαϊκούς- λόγους της μεταδομιστικής θεωρίας. Το να μιλούν αποστασιοποιημένοι ακαδημαϊκοί για την Ετερότητα [Otherness] και τη διαφορά από μία προνομιούχα κοινωνική θέση, χρησιμοποιώντας δυσνόητη, αυτάρεσκη γλώσσα και χωρίς να έχουν επαρκή επαφή με τις αληθινές ζωές των καταπιεσμένων και αναξιοπαθούντων μειονοτήτων, ισοδυναμεί με την παραγωγή ενός ακόμα κυρίαρχου λόγου. Από την άλλη πλευρά, υποστηρίζει η hooks, είναι πλέον απαραίτητο οι ίδιοι οι αφροαμερικανοί και αφροαμερικανίδες να σταματήσουν να δρουν από τη θέση μιας «αυθεντικής» -δηλαδή ουσιοκρατικής [essentialist]- ταυτότητας, βασισμένης στο χρώμα, αγνοώντας τις πολλαπλότητες της μαύρης εμπειρίας που θεμελιώνουν «διαφορετικές πολιτισμικές παραγωγές». Η Τσικάνα (Μεξικάνα-Αμερικάνα) Gloria Anzaldúa, επεξεργάστηκε το έργο του Μεξικανού φιλοσόφου José Vasconcelos για να διαμορφώσει μία ιδέα ρευστής και υβριδικής συνείδησης στο πολιτισμικό, γλωσσικό (στα κείμενά της συνδυάζει την αγγλική και την ισπανική γλώσσα με στοιχεία ινδιάνικης διαλέκτου) και σεξουαλικό επίπεδο, την οποία ονόμασε συνείδηση της «mestiza»: «Η νέα mestiza τα βγάζει πέρα αναπτύσσοντας ανοχή στις αντιφάσεις, ανοχή στην αμφισημία. Μαθαίνει να είναι Ινδιάνα στον μεξικανικό πολιτισμό και Μεξικάνα από τη σκοπιά του αγγλοαμερικανού. Μαθαίνει να είναι ζογκλέρ των πολιτισμών. Έχει πληθυντική προσωπικότητα, λειτουργεί πληθυντικά» (Anzaldúa 2004: 456). Όπως γράφει ο Bristow (2001), η mestiza πρόσφερε ένα δυνατό μοντέλο για την πραγμάτευση τόσο των εσωτερικών ασταθειών όσο και τη δυνατότητα μεταμόρφωσης της ανθρώπινης υποκειμενικότητας, και επηρέασε τις συζητήσεις που γίνονται στα πλαίσια των αμφιφυλοφυλικών, και διαφυλικών σπουδών.
4. Φεμινιστική κριτική θεωρία και πολιτική πράξη
Γενικά, ενώ η μεταδομιστική θέση για την «δια του λόγου» [discursive] εμπέδωση της εξουσίας, και συνακόλουθα για τη σύσταση του έμφυλου υποκειμένου και της σεξουαλικής διαφοράς, φαίνεται να ακυρώνει κάθε εκδοχή προ-γλωσσικής και εγγενούς έμφυλης ταυτότητας, η έννοια της σεξουαλικής διαφοράς εξακολουθεί να επιμένει ως επίμαχο και άλυτο ζήτημα της φεμινιστικής κριτικής θεωρίας. Ενδεικτικά αναφέρουμε εδώ την κριτική που ασκεί στον Derrida η Εlizabeth Grosz, η οποία υποστηρίζει ότι δεν θα πρέπει με κανέναν τρόπο η φεμινιστική θεωρία να αποποιηθεί την έννοια της βιωμένη εμπειρίας του έμφυλου, υλικού σώματος και τη σημασία της: «το κάθε άτομο βιώνει τη δική του σεξουαλική απροσδιοριστία, τη δική του δυνατότητα να είναι αλλιώς έμφυλο, με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το αν είναι άντρας ή γυναίκα» (1995: 77). Επίσης, αξίζει να αναφέρουμε την άποψη της σοσιαλίστριας Iris Young (1995), η οποία «θεωρεί ότι ο αντιουσιοκρατικός κριτικός φεμινιστικός λόγος δεν πρέπει να ισοδυναμεί με το αξίωμα ότι δεν νομιμοποιούμαστε να μιλάμε πια για “γυναίκες”. Από τη διαπίστωση ότι ουσιοκρατική θεώρηση δεν σημαίνει κατ’ ανάγκη συντηρητική υιοθέτηση της βιολογικής αιτιοκρατίας …αναδύεται η δυνατότητα της επ-ανάληψης του ουσιοκρατικού εμπειρισμού ως πολιτικής στρατηγικής» (Αθανασίου 2004: 64). H συμβολή της Spivak στη συζήτηση αυτή ήταν η επινόηση του όρου «στρατηγική ουσιοκρατία» [strategic essentialism]. Επί παραδείγματι, οι φεμινίστριες θα πρέπει να δημοσιοποιούν «την θηλυκοποίηση της φτώχιας», τους τρόπους με τους οποίους οι νόμοι για τις αμοιβές των εργαζομένων, τους διακανονισμούς των διαζυγίων και οι διάφορες κοινωνικές πολιτικές ευθύνονται για το γεγονός ότι σε πολλές χώρες οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό του φτωχού πληθυσμού. Βεβαίως, δεν είναι όλες οι γυναίκες φτωχές και η φτώχια έχει πολλές αιτίες, αλλά για να παλέψουμε αποτελεσματικά ενάντια στη φτώχια ορισμένων γυναικών θα πρέπει να υιοθετήσουμε τη στρατηγική ουσιοποίηση της έμφυλης φύσης της οικονομικής ανισότητας. Είναι με αυτόν τον τρόπο που η Young, η Spivak, αλλά και άλλες θεωρητικοί, χειρίζονται το πρόβλημα που δημιούργησε η αποδομητική προσέγγιση, η οποία, ανατρέποντας τις θεμελιώδεις παραδοχές μας που αφορούν το συλλογικό υποκείμενο «γυναίκες», κατέστησε προβληματική την κοινή βάση πάνω στην οποία οι γυναίκες οργανώνουν τους αγώνες τους για χειραφέτηση.
Σχόλια
Το λήμμα «Φύλο και κριτική θεωρία» μπορεί να διαβαστεί παράλληλα με τα λήμματα «Φύλο και πολιτικές ταυτότητας» και «Φύλο και ιδεολογία». Οι μορφές κριτικής θεωρίας που έχουν αναπτυχθεί στο πλαίσιο των μετα-αποικιακών σπουδών και της μελέτης των φυλετικών πολιτικών εκπροσωπούνται στη Φυλοπαιδεία με ξεχωριστά λήμματα (βλ. εσωτερικές συνδέσεις).
Εσωτερικές συνδέσεις
Εξωτερικές συνδέσεις
Allen, A. “Power trouble: Performativity as critical theory”. http://www.dartmouth.edu/~aallen/papers/power%20trouble.pdf.
Brayton, J. (1997). “Cyberfeminism as new theory”. http://www.unb.ca/PAR-L/wIn/cyberfem.htm
Butler, J. Extracts from “Gender as performance: an interview with Judith Butler”. Συνέντευξη από τους Peter Osborne και Lynne Segal, Λονδίνο, 1993. Ολόκληρη η συνέντευξη εκδόθηκε in Radical Philosophy 67 (1994). http://www.theory.org.uk/but-Int1.htm
Σαμίου, Δ. «Γυναίκες, φύλο και πολιτική (τέλη 18ου – αρχές 21ου αι.)». Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας και Ιστορίας, Π.Μ.Σ. «Γυναίκες και Φύλα: Ανθρωπολογικές και Ιστορικές Προσεγγίσεις», Πανεπιστήμιο Αιγαίου http://www.aegean.gr/gender-postgraduate/Documents
WildIng, F. (1998) “Where is feminism in cyberfeminism?” http://www.obn.org/cfundef/faith_def.html
Ο κύριος εχθρός PDF ] της Christine Delphy (1970, L'ennemi principal, Partisans, Νο. 54-5, Juillet - Octobre).
Το εμπόριο των γυναικών. Σημειώσεις για την «πολιτική οικονομία» του φύλου. [ PDF ] της Gayle Rubin (1975, 'The Traffic in Women: Notes on the 'Political Economy' of Sex', Toward an Anthropology of Women, (ed) Rayna R. Reiter, Monthly Review Press, pp. 157-210).
Ο άτυχος γάμος του μαρξισμού με το φεμινισμό: για μια πιο προοδευτική ένωση [ PDF ] Της Heidi I. Hartmann (1979, 'The Unhappy Marriage of Marxism and Feminism: Towards a more Progressive Union', Capital and Class, No 8 pp. 1-33).
Για την πατριαρχία [ PDF ] Της Veronica Beechey (1979, 'On Patriarchy', Feminist Review, Νο. 3, p. 66-82)
Φεμινισμός, μαρξισμός, μέθοδος και κράτος: ένα πλαίσιο θεωρίας [ PDF ] Της Catharine A. MacKinnon (1982, 'Feminism, Marxism, method and the state. An agenda for theory', Signs, Journal of Women in Culture and Society, Special Issue: Feminist Theory, Spring, Vol. Νο 3. pp. 515-544)
Βιβλιογραφικές αναφορές
Αθανασίου, Α. (2006). «Εισαγωγή: φύλο, εξουσία και υποκειμενικότητα μετά το ‘δεύτερο κύμα’». Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική. Αθήνα: Νήσος, 13-138
Allen, A. (2005). "Feminist Perspectives on Power", The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Fall 2008 Edition), Edward N. Zalta (ed.), forthcoming URL = <http://plato.stanford.edu/archives/fall2008/entries/feminist-power/>.
_____ (2007). The Politics of Our Selves : Power, Autonomy and Gender in Contemporary Critical Theory. New York: Columbia University Press.
Andaldúa, G. (2006). «La conciencia de la mestiza: προς μια νέα συνείδηση». Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), ό.π., 453-472. [“La conciencia de la mestiza: Towards a new consciousness”. Andaldúa, Borderlands/La Frontera : The New Mestiza. San Francisco: Spinsters, 1987]
Bartky, S. (1990). Femininity and Domination: Studies in the Phenomenology of Oppression. New York: Routledge.
Benhabib, S. (1992). Situating the Self: Gender, Community and Postmodernism in Contemporary Ethics. New York: Routledge.
Bristow, J. (2001). “Gay, lesbian, bisexual, queer and transgender criticism”. Στο Knellwolf C. & Norris, C. (επιμ.), Literary Criticism Vol. IX, Twentieth-Century Historical, Philosophical and Psychological Perspectives. Cambridge: Cambridge University Press, 217-236.
Bordo, S. (1993). Unbearable Weight: Feminism, Western Culture, and the Body. Berkley CA: University of California Press.
Grosz, E. (1995). Space, Time, and Perversion: Essays on the Politics of Bodies. New York: Routledge.
Butler, J. (2006). «Παραστασιακές επιτελέσεις και συγκρότηση του φύλου: Δοκίμιο πάνω στη φαινομενολογία και τη φεμινιστική θεωρία», μτφρ. Μ. Μηλιώρη. Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), ό.π, 381-408. [“Performative acts and gender constitution: An essay in phenomenology and feminist theory”, Theatre Journal 49 (1): 519-531, (1988)].
_____ (2004) Undoing Gender. London & New York: Routledge
De Lauretis, T. (1987). Technologies of Gender. Bloomington : Indiana University Press.
Fraser, N. (1985). “What’s critical about critical theory? The case of Habermas and gender”. New German Critique 35:97-131.
Hooks, B. (1991). “Postmodern Blackness” στο Yearning: Race, Gender and Cultural Politics. London: Turnaround.
Horkheimer, M. (1984). Φιλοσοφία και κοινωνική κριτική, μτφρ. Α. Οικονόμου. Αθήνα : Ύψιλον [Traditionelle und Kritische Theorie, 1937].
Mouffe, C. (1992). “Feminism, citizenship, and radical democratic politics” στο Butler, J.& Scott, J. (επιμ.), Feminists Theorize the Political. New York: Routledge.
Sawicki, J. (1991). Disciplining Foucault: Feminism, Power and the Body. New York: Routledge.
Σκοτ, Τ. (1997). «Το φύλο: μια χρήσιμη κατηγορία της ιστορικής ανάλυσης» στο Αβδελά Ε./Ψαρρα, Α. (επιμ.), Σιωπηρές Ιστορίες: Γυναίκες και Φύλο στην Ιστορική Αφήγηση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Simons, J. (1995). Foucault & the Political. London: Routledge.
Spivak, G. (1987). «Η γαλλική φεμινιστική θεωρία σε διεθνές πλαίσιο αναφοράς», μτφρ. Π. Μαρκέτου. Στο Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), ό.π., 235-280. [“French feminism in an international frame”. Yale French Studies 62: 154-84, 1981]
Young, I. M. (1995). Justice and the Politics of Difference. Princeton: Princeton University Press.
Eιδική βιβλιογραφία
Αβδελά Ε. & Ψαρρα, Α. (επιμ.), Σιωπηρές Ιστορίες: Γυναίκες και Φύλο στην Ιστορική Αφήγηση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια
Bourdieu, P. (1999). H Ανδρική Κυριαρχία, μτφρ. Π. Γεωργίου. Αθήνα: Στάχυ.
Foucault, M. (1989). Επιτήρηση και Τιμωρία, μτφρ. Ι. Ράλλη & Χατζηδήμου, Κ. Αθήνα: Ράππα.
________ (1987). Εξουσία, Γνώση και Ηθική, μτφρ. Ζ. Σαρίκας. Αθήνα: Ύψιλον.
Ηabermas, J. 1997. H Ηθική της Επικοινωνίας, Ηθική του Διαλόγου: Σημειώσεις για ένα Πρόγραμμα Θεμελίωσης, μτφρ. Κ. Καβουλάκος. Αθήνα: Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Haraway, D. (2006). “Ecce homo, ain’t (ar’n’t) I a woman και ανίδιες/ανιδιοποιημένες άλλες: Ο άνθρωπος σε μετα-ανθρωπιστικό τοπίο», μτφρ. Π. Μαρκέτου. Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), ό.π., 423-452. [“Ecce homo, ain’t ((ar’n’t) I a woman and inappropriate/d others: The human in a post-humanist handscape”. Στο Butler, J. & Scott, J. (επιμ.), Feminists Theorize the Political. New York: Routledge, 1992]
Mohanty C. T. (2006). «Φεμινιστικές συναντήσεις: Εν-τοπίζοντας την πολιτική της εμπειρίας». Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), ό.π., 473-492.[“Feminist encounters: Locating the politics of experience”. Στο Nickolson, L & Seidman, S. (επιμ.), Social Postmodernism: Beyond Identity Politics. Cambridge: Cambridge University Press, 1995]
Μπακαλάκη, Α. (1994). Ανθρωπολογία, Γυναίκες και Φύλο. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.
Παπαταξιάρχης, Ε. & Παραδέλλης Θ. (1992). Ταυτότητες και Φύλο στη Σύγχρονη Ελλάδα. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.