Φύλο, σεξουαλικότητες, κινήματα
Φύλο, σεξουαλικότητες, κινήματα
Συγγραφέας: | Ευγενία Σηφάκη |
Βιβλιογραφία | |
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι | |
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι | |
Σχόλια Επιμελήτριας |
Το φύλο [gender], δηλαδή ο τρόπος με τον οποίο βιώνει το κάθε άτομο τη σχέση με το σώμα του, συνυφαίνεται με τη σεξουαλικότητά του, δηλαδή τις σεξουαλικές του επιθυμίες και δραστηριότητες. Τo παρόν λήμμα επιχειρεί να παρουσιάσει συνοπτικά τη συζήτηση περί σεξουαλικότητας, υπό την προοπτική της ιστορίας της φεμινιστικής θεωρίας, του φεμινιστικού κινήματος, και των κινημάτων των «σεξουαλικά αντιφρονούντων» και, κατά συνέπεια, υιοθετεί μία προσέγγιση αξιωματικά αντίθετη σε κάθε μορφή βιολογικού ντετερμινισμού, δηλαδή θεωρεί ότι η σεξουαλικότητα ενός ατόμου δεν απορρέει από τη «φύση» του ή από κάποια εγγενή «ουσία» που καθορίζει τον ανδρισμό ή τη θηλυκότητα.
Περιεχόμενα
Κανονιστική σεξουαλικότητα
Από τα μέσα του 20ου αιώνα ακόμα, η φεμινιστική θεωρία προσδιορίζεται από την ριζοσπαστική κριτική στο θεσμό της υποχρεωτικής ετεροφυλοφιλίας [compulsory heterosexuality], μιας «κανονιστικής» σεξουαλικότητας [normative sexuality]σύμφωνα με το ορισμό της Shutte, δηλαδή «ενός τύπου σεξουαλικής δραστηριότητας που σηματοδοτείται από την σύμπτωση μεταξύ κοινωνικά προκρινόμενων σεξουαλικών πράξεων και προκρινόμενων κατασκευών φύλων» (1997: 41). Η ετεροφυλοφιλική δραστηριότητα είναι κανονιστική εφόσον προσδιορίζεται στο συμβολικό (κοινωνικό, πολιτισμικό και γλωσσικό) επίπεδο ως μία σχέση ανάμεσα σε έναν άντρα και μια γυναίκα που ανταποκρίνονται στις κυρίαρχες έμφυλες κατασκευές του ανδρισμού [masculinity] και της θηλυκότητας [femininity], μια σχέση που δέχεται επιπλέον προσδιορισμούς από την κοινωνική τάξη, φυλή, εθνικότητα, ηλικία, ή άλλη σημαίνουσα μεταβλητή. Για παράδειγμα, στην κοινωνία μας, όταν υπάρχει αξιοσημείωτη διαφορά ηλικίας σε μια ετεροφυλοφιλική σχέση, η σεξουαλική κανονιστικότητα επιβάλει το μεγαλύτερο σε ηλικία μέλος να είναι ο άντρας. Το αντίστροφο απαξιώνεται, εν μέρει επειδή αμφισβητεί την κανονιστική σχέση μεταξύ σεξουαλικότητας και αναπαραγωγής και αντιβαίνει στα κανονιστικά πρότυπα της γυναικείας ελκυστικότητας που συνυφαίνονται με τη νεότητα. (Schutte 1997). Σύμφωνα με το παραπάνω επιχείρημα, ο ετεροφυλοφιλικός σεξουαλικός προσανατολισμός μπορεί να αντιστοιχεί σε κανονιστικές κατασκευές φύλου, όχι όμως απαραίτητα. Οι αγγλόφωνες φεμινίστριες των δεκαετιών 1960 και 70 προσπάθησαν να προσδιορίσουν εκ νέου εννοιολογικά την ταυτότητα του φύλου, και έδειξαν ότι η κανονιστική σεξουαλικότητα, στις δυτικές κοινωνίες ενέχει τόσο την αντίληψη της φυσικής και/ή συναισθηματικής συμπληρωματικότητας των φύλων (Ferguson 1991) όσο και μία αντίληψη φυσικής γυναίκας που είναι ουσιωδώς προσανατολισμένη στη μητρότητα. Συνεπώς, το αντίστοιχο μοντέλο της γυναίκας ως ετεροφυλόφιλης συζύγου και μητέρας, που είναι δεκτική, υποστηρικτική, γεμάτη αυταπάρνηση, και πρόθυμη να ευχαριστήσει το άντρα της σεξουαλικά, δεν είναι παρά κοινωνική και ιδεολογική κατασκευή, άσχετη με την «αληθινή φύση» των γυναικών και των αντρών.
Εξάλλου, από την ίδια εποχή ακόμα, το κυρίαρχο σύνθημα του φεμινιστικού κινήματος, «το προσωπικό είναι πολιτικό», συνέδεσε συγκεκριμένες σεξουαλικές συμπεριφορές με την παραγωγή ποικίλων εκδοχών «θηλυκότητας» ή «ανδρισμού» που είτε θα αναπαρήγαγαν είτε θα υπονόμευαν την πυρηνική οικογένεια και συνακόλουθα την πατριαρχική κοινωνική οργάνωση, στην οποία θα διαιωνίζονταν η καταπίεση και εκμετάλλευση των γυναικών. Έτσι, η συζήτηση για την πολιτική του σεξ ή το σεξ ως πολιτική έχει μακρά ιστορία, η οποία συμπεριλαμβάνει την περιβόητη διαμάχη γύρω από το ερώτημα αν υπάρχει κάποια «πολιτικά ορθή» ή «φεμινιστική» μορφή σεξουαλικής συμπεριφοράς (Rubin 1981, Vance1992). Αξίζει να αναφέρουμε εδώ, για λόγους ιστορικούς, το επιχείρημα του «πολιτικού λεσβιανισμού» [political lesbianism] που κυριαρχούσε στα μέσα του εβδομήντα: η ετερόφυλη σεξουαλική πράξη εξ ορισμού βιάζει το γυναικείο σώμα διότι ενέχει τη δομική ανισότητα μεταξύ των φύλων ενώ η αγάπη μεταξύ γυναικών παραμένει η μόνη μορφή αντίστασης στην καταπιεστική ετεροφυλοφιλία (Johnston 1973).
Περισσότερο πρόσφατα, η συζήτηση σχετικά με τις πολιτικές επιπτώσεις της σεξουαλικής δραστηριότητας έχει εστιαστεί στο ερώτημα του κατά πόσον και σε πιο βαθμό, παραβατικές σεξουαλικές πρακτικές υπονομεύουν τα καταπιεστικά πολιτικά και οικονομικά πλαίσια των κοινωνιών μας ή απλώς προωθούν μία ατομοκεντρική αντίληψη για το έμφυλο υποκείμενο (Sawicki 1991, Glick 2001).
Σεξουαλικότητα και ψυχαναλυτική κριτική θεωρία
Όπως μας θυμίζει η Juliet Mitchell (1974), η πρώτη Αγγλίδα θεωρητικός που αποκατέστησε τη σημασία του Freud για τη φεμινιστική θεωρία, ο Freud αντιτάχτηκε στην κοινότοπη αντίληψη ότι υπάρχει μία κανονική σεξουαλικότητα ως προς την οποία μπορούμε να προσδιορίσουμε παρεκκλίσεις και παραλλαγές. Αντιθέτως, ο Freud πίστευε ότι η σεξουαλικότητα των ενηλίκων είναι η κατάληξη μιας σύνθετης και επώδυνης ατομικής διαδρομής που ξεκινάει από την παιδική ηλικία, διαμέσου αυτού που ο ίδιος ονόμασε Οιδιπόδειο σύμπλεγμα [D.: Ödipuskomplex. – En.:Oedipus complex. – Fr.: complexe d’Oedipe ]. Στη διάρκεια αυτής της πορείας ποικίλες σεξουαλικές ενορμήσεις [D.: Trieb.- En.drive.-Fr. pulsion] που συσχετίζονται με διαφορετικά μέρη του σώματος και οι πιο ετερόκλητες σεξουαλικές φαντασιώσεις που μπορεί να είναι διαστροφικές, ομοφυλοφιλικές, αμφιφυλοφιλικές, σαδιστικές και αιμομικτικές καταλήγουν σε μία εξισορρόπηση μέσω απώθησης ή μετουσίωσης, ενώ η οιδιπόδεια πορεία δεν σβήνεται τελείως από τη μνήμη του ενηλίκου, αλλά αποτελεί το κατεξοχήν περιεχόμενο του Ασυνείδητου [D.: das Unbewusste.- Εn.: unconscious.- Fr. inconsient]. H ψυχανάλυση θεμελιώνεται, ακριβώς, σε αυτή στην έννοια του Ασυνειδήτου, από την οποία αντλεί το ριζοσπαστισμό της. Η έννοια αυτή δηλώνει ότι είναι αδύνατον να έχουμε ως έμφυλα υποκείμενα πλήρη πρόσβαση στις επιθυμίες και τα κίνητρά μας. Στην καθημερινή ζωή προσπαθούμε να εξηγήσουμε με ορθολογικό τρόπο τις πράξεις μας σα να ήταν συνειδητές επιλογές, ωστόσο, οι φαντασιώσεις και επιθυμίες που έχουμε απωθήσει στο ασυνείδητό μας ως απαράδεκτες για τη συνείδησή μας, επιβιώνουν και επικαθορίζουν τη συνείδησή μας, είτε προσδίδοντας απόλαυση και νόημα, είτε υπονομεύοντας τους ισχυρισμούς μας και τα πιστεύω μας σχετικά με το ποιοι είμαστε και γιατί πράττουμε όπως πράττουμε. Αξίζει εδώ να αναφερθούμε στη μαθήτρια της Mitchell, την Jaqueline Rose, η οποία έχει διατυπώσει έναν πράγματι ελκυστικό λόγο σχετικά με την εν δυνάμει επαναστατική λειτουργία της ψυχαναλυτικής προσέγγισης: «To ασυνείδητο συνεχώς αποκαλύπτει την ‘αποτυχία’ της ταυτότητας. Καθώς δεν υπάρχει συνέχεια στην ψυχική ζωή, δεν υπάρχει και σταθερή σεξουαλική ταυτότητα», καμία θέση (position) στην οποία οι γυναίκες ή οι άντρες να καταλήγουν απλά ή την οποία να αποδέχονται αβίαστα ως γυναίκες ή άντρες. «Η συγγένεια φεμινισμού και ψυχανάλυσης έγκειται, ακριβώς, στην αναγνώριση ότι η αντίσταση στην ταυτότητα βρίσκεται στον πυρήνα της ψυχικής ζωής.» (1086: 254).
Η οιδιπόδεια πορεία επανερμηνεύεται από τον Γάλλο θεωρητικό της ψυχανάλυσης Jaques Lacan, υπό το πρίσμα της δομιστικής γλωσσολογίας του Ferdinand de Saussure. Σύμφωνα με τον Lacan, το παιδί βρίσκεται αρχικά σε μία φαντασιακή ενότητα με τη μητέρα, στο φαντασιακό ή εικονικό επίπεδο, [D.: das Imaginare.- En.: imaginary.-Fr.: imaginaire], ενώ ο αποχωρισμός από αυτήν, και συνακόλουθα η κοινωνικοποίηση και οριοθέτησή του, επιτελούνται με την εκμάθηση της γλώσσας και την είσοδό του στο λεγόμενο συμβολικό επίπεδο [D.: Symbolische.- En.: symbolic.- Fr.: symbolique], δηλαδή στη συμβολική και – βεβαίως -- πατριαρχική τάξη πραγμάτων, από την οποία και στο πλαίσιο της οποίας αποκτά την προσδιορισμένη θέση του ως έμφυλο υποκείμενο, άντρας ή γυναίκα (για την ψυχανάλυση το υποκείμενο είναι πάντα έμφυλο). Το αντρικό και το γυναικείο σώμα και η ανατομία τους, σημασιοδοτούνται μέσα σε συγκεκριμένα πολιτισμικά συμφραζόμενα και καταγράφονται ως συμβολικές αναπαραστάσεις στο ασυνείδητο, όπου λειτουργούν ως δομικά στοιχεία του ψυχισμού του κάθε ατόμου. Οι φεμινίστριες θεωρητικοί της ψυχαναλυτικής προσέγγισης υποστηρίζουν ότι η κριτική προσέγγιση του σώματος και των αναπαραστάσεών του, ειδικότερα όταν αναφέρονται στο γυναικείο σώμα και τη γυναικεία σεξουαλικότητα, οφείλουν να αποκτήσουν περίοπτη θέση σε κάθε πραγμάτευση του υποκειμένου και της συγκρότησης της γνώσης.
Αν η πατριαρχική τάξη είναι συμβολική, τότε μπορεί και πρέπει να αλλάξει. Επί παραδείγματι, η Irigaray (1974) υιοθέτησε μία στρατηγική ριζοσπαστικής μετατόπισης των αναπαραστάσεων της γυναικείας σεξουαλικότητας ως προς το ανδροκρατικά προσδιορισμένο πλαίσιό τους, κατασκευάζοντας τολμηρές ή και εξωφρενικές εικόνες της γυναικείας σεξουαλικότητας ως απροσδιόριστη, πληθυντική και πολλαπλή. Γενικά, οι μελέτες των γαλλίδων φεμινιστριών, Hélène Cixous, Luce Irigaray και Julia Kristeva, θεωρούν δεδομένη την συνάρτηση της σεξουαλικής ταυτότητας με τις σωματικές ενορμήσεις και στρέφουν την προσοχή τους στο φαντασιακό επίπεδο, το οποίο ερμηνεύουν ως πλούσια πηγή ετερογενών μορφών σεξουαλικότητας και σεξουαλικών διαφορών, αλλά και ως εν δυνάμει επαναστατική πηγή δημιουργικότητας.
Queer και διαφυλική θεωρία
Γενικά, μπορούμε να πούμε ότι οι δεκαετίες 1960 και 70 χαρακτηρίζονται από επιτυχείς αγώνες για χειραφέτηση ομοφυλόφυλων αντρών και γυναικών και φεμινιστριών που, συσπειρωμένοι σε οργανώσεις όπως οι Women’s Liberation Movement (WLM) και Gay Liberation Front (GLF) διακηρύσσουν το δικαίωμά τους στη διαφορά, προβάλλοντας και νομιμοποιώντας τη σεξουαλική τους ταυτότητα, εμπνεόμενοι από θεωρητικούς όπως ο Herbert Marcuse, ο οποίος με το βιβλίο του Έρως και Πολιτισμός (Eros and Civilisation) αμφισβήτησε τις καταπιεστικές τάσεις απέναντι στον ερωτισμό που μαστίζουν το νεώτερο πολιτισμό. Από τα τέλη της δεκαετίας του ογδόντα, όμως, μία νέα γενιά ακτιβιστών και μεταδομιστών διανοούμενων αποδομεί την ίδια την πολιτική της ταυτότητας, δείχνοντας ότι έννοιες όπως «γυναίκα» ή «λεσβία» είναι απροσδιόριστες κατηγορίες (Elam 2001). Ο Joseph Bristow συνοψίζει τις περισσότερο πρόσφατες ιστορικές εξελίξεις του κινήματος των «σεξουαλικά αντιφρονούντων» ως εξής: Το 1990 δημιουργήθηκε η οργάνωση Queer Nation μέσα από τις εκστρατείες του κινήματος ACT UP (Aids Coalition to Unleash Power), που ξεκίνησε ως αντίδραση στον στιγματισμό και την περιθωριοποίηση των ομοφυλόφιλων ως υπεύθυνων για την επιδημία του ΑΙDS. Με μια σαφώς προκλητική κίνηση, το κίνημα αυτό αξίωσε την επανασημασιοδότηση της λέξης queer – ενός όρου που χρησιμοποιήθηκε κατ’ επανάληψη στο παρελθόν για να απαξιώσει τους ομοφυλόφιλους, άντρες και γυναίκες. H βραχύβια αυτή οργάνωση μπόρεσε να δραστηριοποιήσει, όχι μόνο τους ομοφυλόφιλους, αλλά και κάθε άτομο που απαξιώνεται κοινωνικά, επειδή οι επιθυμίες του δε χωράνε στα ετεροφυλοφιλικά κανονιστικά πρότυπα (Βristow 2001: 219). Στο θεωρητικό επίπεδο, η τάση αυτή αμφισβήτησε την κυρίαρχη αντίληψη που αντιλαμβάνεται την ανθρώπινη σεξουαλικότητα με αυστηρά διλημματικό τρόπο, είτε ως ετεροφυλόφιλη είτε ως ομοφυλόφιλη. Αντιθέτως, προτείνει έναν νέο, ευρύτερο όρο, την διαφυλικότητα [transgender] που παραπέμπει σε ένα μεγάλο εύρος ετερόκλητων ατομικών πρακτικών που καταπατούν τις κυρίαρχες οριοθετήσεις του φύλου, και που περιλαμβάνει φαινόμενα όπως ο ανδρογυνισμός, η τρανσεξουαλικότητα και η παρενδυσία. Αυτή η τάση των αμφιφυλοφιλικών και διαφυλικών σπουδών, είχε να παρουσιάσει στις αρχές του 1990 μία ιδιαζόντως πλούσια ερευνητική εργασία που πιστοποιούσε ότι τα αντιθετικά δίπολα όπως τα αρσενικό-θηλυκό και ετεροφυλοφιλικό-ομοφυλοφιλικό είναι εξαιρετικά άγονα για την κατανόηση του φύλου και της σεξουαλικότητας (Bristow 2001, Γιαννακόπουλος 2001). Η έρευνα στις σπουδές queer [queer studies] σε μεγάλο βαθμό υιοθετεί τις βασικές θέσεις που ανέπτυξε ο γάλλος θεωρητικός Michel Foucault στον πρώτο τόμο του έργου του Ιστορία της Σεξουαλικότητας (1976). Οι θέσεις αυτές αντιτίθενται, ακριβώς, στις βασικές παραδοχές των στοχαστών που ενέπνευσαν τα κινήματα ομοφυλοφίλων του 60 και 70, όπως ο Marcuse και ο Wilhelm Reich, και κυρίως στην λεγόμενη «υπόθεση καταστολής» [repressive hypothesis], δηλαδή την παραδοχή ότι η εξουσία καταπιέζει την «αληθινή» σεξουαλικότητά μας και τις συνακόλουθες εν δυνάμει μορφές ελεύθερης σεξουαλικής ταυτότητας. Αντιθέτως, ο Foucault ισχυρίστηκε ότι η εξουσία που διαχέεται υπό τη μορφή πλέγματος λόγων και πρακτικών (συμπεριλαμβανομένης εκείνων της ψυχανάλυσης) παράγει τις ίδιες τις σεξουαλικές κατηγορίες που καταπιέζει. Το πλέον διάσημο παράδειγμα είναι ότι, πριν ο λόγος της σεξολογίας ορίσει τη σεξουαλική κατηγορία ομοφυλόφιλος, οι κοινωνίες αναγνώριζαν ορισμένες πράξεις και συμπεριφορές ως ομοερωτικές, αλλά δεν αντιλαμβάνονταν τον ομοφυλόφιλο ως μία ταυτοποιήσιμη «φυσιογνωμία: ένα παρελθόν, μία ιστορία και μία ηλικία, ένας χαρακτήρας και ένας τρόπος ζωής• μια μορφολογία επίσης, με μια ανατομία ασυνήθιστη και ίσως μια μυστηριώδη φυσιολογία» (Φουκώ 1982: 58). Νεώτεροι θεωρητικοί, με βασική εκπρόσωπο τη Judith Butler, εκκινούν από τη φουκωική θέση ότι το έμφυλο υποκείμενο κατασκευάζεται από ιστορικά εξειδικευμένα καθεστώτα λόγων και πρακτικών. Η Butler προτείνει μια φεμινιστική γενεαλογία του σώματος, δηλαδή μία ιστορική διερεύνηση του πώς και γιατί τα έμφυλα σώματα εκλαμβάνονται ως από τη φύση τους ανδρικά ή γυναικεία, δηλαδή εν τέλει προτείνει τη ριζοσπαστική αποδόμηση της ίδιας της «διάκρισης ανάμεσα στο λεγόμενο βιολογικό φύλο [sex], ως το υποτιθέμενο υπόστρωμα φύσης πάνω στο οποίο το κοινωνικό νόημα λαμβάνει χώρα, και το κοινωνικό φύλο, ως το υποτιθέμενο εποικοδόμημα που επιπροστίθεται και εγγράφεται πάνω στο προϋπάρχον θεμέλιο της φυσικής καταβολής» (Αθανασίου 2006: 96). Αυτή η γενεαλογία θα πρέπει να αποτελέσει πλέον το θεμέλιο της φεμινιστικής πρακτικής. Οι φεμινίστριες θα είναι σε θέση έτσι να διερευνήσουν και να αποκαλύψουν τους σύνθετους τρόπους με τους οποίους ιστορικά διαμορφωμένα συστήματα λόγων και πρακτικών συγκροτούν τα έμφυλα σώματα, τους τρόπους με τους οποίους παράγονται και επιβάλλονται οι ανελαστικές σεξουαλικές κατηγορίες με τις οποίες επιχειρείται η κανονιστική ρύθμιση της ερωτικής ζωή μας. «Ας θεωρήσουμε», γράφει, «ότι υπάρχει μια ιζηματοποίηση της έμφυλης κανονικότητας η οποία παράγει το ειδικό φαινόμενο του φυσικού φύλου ή της πραγματικής γυναίκας ή μια οποιαδήποτε σειρά κυρίαρχων και καταναγκαστικών κοινωνικών μυθοπλασιών» (Butler 2006: 391) Και αυτή η κατανόηση μπορεί να γίνει όπλο αντίστασης σε μια τέτοια ρύθμιση. Τέλος, να αναφέρουμε ότι, παράλληλα, οι ίδιες αυτές θεωρητικές προκείμενες έχουν δώσει λαβή σε νέους ακαδημαϊκούς κλάδους, όπως η ιστορία και η ανθρωπολογία της σεξουαλικότητας, που έχουν στρέψει την έρευνά τους στο παρελθόν, αλλά και σε κοινωνίες εκτός δυτικού κόσμου και νεωτερικότητας, και έχουν καταδείξει την ύπαρξη ποικίλων σεξουαλικών δραστηριοτήτων, κανονιστικών και μη, και την αντίστοιχη ρευστότητα σε θέσεις έμφυλων υποκειμένων.
Εσωτερικές συνδέσεις
Βιβλιογραφικές αναφορές
Αθανασίου, Α. (2006). «Εισαγωγή: φύλο, εξουσία και υποκειμενικότητα μετά το ‘δεύτερο κύμα’». Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), Φεμινιστική Θεωρία και Πολιτισμική Κριτική. Αθήνα: Νήσος, 13-138.
Bristow, J. (2001). “Gay, lesbian, bisexual, queer and transgender criticism”. Στο Knellwolf C. & Norris, C. (επιμ.), Literary Criticism Vol. IX, Twentieth-Century Historical, Philosophical and Psychological Perspectives. Cambridge: Cambridge University Press, 217-236.
Butler, J. (2006). «Παραστασιακές επιτελέσεις και συγκρότηση του φύλου: Δοκίμιο πάνω στη φαινομενολογία και τη φεμινιστική θεωρία», μτφρ. Μ. Μηλιώρη. Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), 381-408. [“Performative acts and gender constitution: An essay in phenomenology and feminist theory”, Theatre Journal 49 (1): 519-531, (1988)].
Γιαννακόπουλος, Κ. (2001). «Ανδρική ταυτότητα, σώμα και ομόφυλες σχέσεις: Μια προσέγγιση του φύλου και της σεξουαλικότητας». Στο Σ. Δημητρίου (επιμ.), Ανθρωπολογία των Φύλων. Αθήνα: Σαββάλας, 161-187.
Cixous, H. (2006). «Το φύλο ή το κεφάλι;» μτφρ. Π. Μαρκέτου. Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), 225-233. [“Le sexe ou la tête?”, Les Kahiers du GRIF 13 :5-15,1976].
Elam, D. (2001). “Feminism and deconstruction”. Στο Knellwolf C. & Norris, C. (επιμ.), 207-216.
Ferguson, A. (1991). Sexual Democracy: Women, oppression and revolution. Boulder, CO: Westview Press.
Φουκώ, Μ. Ιστορία της Σεξουαλικότητας 1, μτφρ. Γ. Ροζάκη. Αθήνα: εκδόσεις Ράππα.
Glick, E. (2000). “Sex positive: feminism, queer theory, and the politics of transgression”. Feminist Review 64: 19-45.
Irigaray, L. Speculum of the Other Woman. Ithaca: Cornell University Press, 1985.
Johnston, J. (1973). Lesbian Nation: The feminist solution. New York: Simon & Schuster.
Mitchell, J. (1974). Psychoanalysis and Feminism. Harmondsworth: Penguin Books.
Rose, J. ‘Feminity and its Discontents’ στο Sexuality and the Field of Vision (Verso, 1986)
Rubin, G.(1981). “The leather menace: Comments on politics and S/M”. Στο SAMOIS (επιμ.) Coming to Power: Writings and Graphics in Lesbian S/M. Berkeley: Alyson.
Sawicki, J. (1991). Disciplining Foucault: Feminism, Power, and the Body. New York: Routledge.
Schutte, O. (1997). “A critique of normative heterosexuality: identity, embodiment and sexual difference in Beauvoir and Irigaray”. Hypatia 12, 40-62.
Vance, C. (1984). Pleasure and Danger: Exploring female sexuality. Boston: Routledge and Kegan Paul.
Ειδική βιβλιογραφία
Andaldúa, G. (2006). «La conciencia de la mestiza: προς μια νέα συνείδηση». Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), 453-472. [“La conciencia de la mestiza: Towards a new consciousness”. Andaldúa, Borderlands/La Frontera : The New Mestiza. San Francisco: Spinsters, 1987]
Butler, J. (1990). Gender Trouble. London, New York: Routledge.
Chodorow, N. (1978) The Reproduction of Mothering: Psychoanalysis and the Sociology of Gender. Berkley: University of California Press.
De Lauretis, T. (1994). The Practice of Love : Lesbian Sexuality and Perverse Desire. Bloomington: Indiana University Press.
Irigaray, L. (1977). Ce sexe qui n’en est pas un. Paris : Editions de Minuit.
Kalofsky, A. (1994). “Editors’ roundtable discussion : The bisexual imaginary”. Στο The Bisexual Imaginary: Representation, Identiry and Desire. London: Cassell.
Lorde, A. (1984). Sister Outsider. New York: Crossing.
Rich, A. (1980/1993). “Compulsory heterosexuality and lesbian existence”. Στο H. Abelove, Barale, M., Halperin, D. (επιμ.), The Lesbian and Gay Studies Reader. London &New York: Routledge.
Wittig, M. (2006). «Δεν γεννιέσαι γυναίκα» Στο Α. Αθανασίου (επιμ.), 409-422. [“One is not born a woman”, Feminist Issues 1: 47-54, 1981.]