Φύλο και πολιτική

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Φύλο και πολιτική

Συγγραφέας:Ιωάννα Αθανασάτου
Βιβλιογραφία
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Σχόλια Επιμελήτριας

Ιωάννα Αθανασάτου


Η σχέση φύλου και πολιτικής προσδιορίζεται στην σύγχρονη πραγματικότητα από τις νέες εννοιολογήσεις και των δύο όρων , τόσο του φύλου όσο και του πεδίου της πολιτικής.


Η έννοια του κοινωνικού φύλου

Είναι γνωστό ότι με την συμβολή της φεμινιστικής παρέμβασης , τόσο στο επίπεδο των αγώνων και διεκδικήσεων όσο και εκείνο της θεωρίας , η έννοια του φύλου απέκτησε, από τη δεκαετία του 80, ένα νέο περιεχόμενο , πού ανταποκρίνεται στην ιστορική και κοινωνική /πολιτισμική διάσταση του όρου και απομακρύνεται από τον βιολογικό ντετερμινισμό. Σύμφωνα με την προσέγγιση της G.Bock, η έννοια του gender (στα ελληνικά επεκράτησε η μετάφραση κοινωνικό φύλο), “εισάγεται στην ιστορία των γυναικών και τις γυναικείες σπουδές τη δεκαετία του 1970 ως μία κοινωνική, πολιτισμική, πολιτική και ιστορική κατηγορία με στόχο να εκφράσει την ιδέα ότι η υποταγή, κατωτερότητα και αδυναμία των γυναικών δεν προέρχονται από τη φύση, αλλά είναι κοινωνικές, πολιτισμικές, πολιτικές και ιστορικές κατασκευές» (Bock, 1993).To φύλο νοείται ως βασική αρχή οργάνωσης της κοινωνίας, ως θεσμοθετημένη μορφή ανισότητας. Ουσιώδης είναι η διαπίστωση ότι η διαφορά των έμφυλων υποκειμένων παράγει κοινωνική ανισότητα μεταξύ τους. Από το χώρο της κοινωνικής ανθρωπολογίας προήλθε η αντίληψη ότι το φύλο έχει πολιτισμικό περιεχόμενο και κωδικοποιεί μια κοινωνική σχέση ιεράρχησης. Το φύλο αναδεικνύεται έτσι σε παραδειγματική μορφή κοινωνικής ανισότητας. (Μαλούτα, 2002), όπου η ανδρική κυριαρχία (σύμφωνα με την διατύπωση του κοινωνιολόγου Ρ. Bourdieu) εκφράζεται ως θεμελιώδης ασυμμετρία μεταξύ των φύλων (Bourdieu 1996). Ειδικότερα, η ανισότητα λόγω φύλου αποτελεί πρόκληση για την οικουμενικότητα της δημοκρατίας αφού θέτει σε δοκιμασία την έννοια της ισότητας των υποκειμένων ως ισότιμη πρόσβαση σε κοινωνικούς και υλικούς πόρους, αλλά και τις έννοιες της ίσης θετικής ελευθερίας, ισότητας των δικαιωμάτων (ελεύθερη επιλογή συμμετοχής ή μη στην πολιτική διαδικασία) (βλέπε Gould, 1988, Μαλούτα, 2002). Προκειμένου να γίνει σαφέστερα αντιληπτή η μορφή κοινωνικής και εν τέλει πολιτικής ανισότητας πού παράγεται εξ αιτίας του υφιστάμενου συστήματος ιεραρχικής οργάνωσης των φύλων, προτείνεται με βάση την πλούσια διεθνή και ελληνική βιβλιογραφία η θεώρηση των εξής επί μέρους πεδίων και συσχετίσεων όπου αυτή η «οικουμενική» μορφή ανισότητας εμφανίζεται και αναπαράγεται:
Φύλο και διχοτομία δημοσίου ιδιωτικού χώρου
Φύλο και πολιτική συμμετοχή
Φύλο και συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων
Φύλο και δημοκρατία
Φύλο και Δίκαιο
Φύλο και Απασχόληση
Φύλο και γλώσσα/κουλτούρα

Σημαντικές έννοιες για την κατανόηση της σχετικής προβληματικής αποτελούν μεταξύ άλλων και οι παρακάτω:
Πατριαρχία
Συνείδηση φύλου
Ταυτότητα φύλου
Εμφυλη ιδιότητα του πολίτη

Επίσης, χρήσιμη είναι η αναφορά και στα διάφορα ρεύματα του φεμινισμού, όπως αναδύθηκαν ιστορικά και όπως καταγράφονται στο πλαίσιο της σύγχρονης πολιτικής θεωρίας (Για μια αναλυτική επισκόπηση, βλέπε και Bryson, 2004 ):
ριζοσπαστικός φεμινισμός
μαρξιστικός φεμινισμός
σοσιαλιστικός φεμινισμός
φιλελεύθερος φεμινισμός
black feminism[1]

Η μελέτη της ελληνικής πραγματικότητας υπό την οπτική του φύλου

Σε ό,τι αφορά την σύγχρονη ελληνική πραγματικότητα και την μελέτη της από την οπτική του φύλου, η ανάπτυξη του επιστημονικού ενδιαφέροντος ακολούθησε την περίοδο της μεταπολιτευτικής ακμής του φεμινιστικού κινήματος (1975-1984). Διάφοροι κλάδοι των κοινωνικών επιστημών, μεταξύ των οποίων η ιστορία, η πολιτική επιστήμη, η ανθρωπολογία και η ψυχολογία ενέγραψαν στο πεδίο τους την φεμινιστική πρόκληση/αμφισβήτηση, θέτοντας στο κέντρο του προβληματισμού το έμφυλο στοιχείο. Σημαντική τομή στο χώρο της πολιτικής/κοινωνικής ανάλυσης αποτελεί η έρευνα πολιτικής συμπεριφοράς πού πραγματοποιήθηκε το 1988 από το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών με επιστημονικούς υπευθύνους τον Ηλία Νικολακόπουλο και την Μάρω Παντελίδου–Μαλούτα. Στήν έρευνα αυτή καταγράφηκε για πρώτη φορά στις εκλογές-ορόσημο του 1985 μεγαλύτερο ποσοστό γυναικών ( έναντι εκείνου των ανδρών) πού ψήφισαν κόμματα πού δεν ανήκαν στην Δεξιά (αναλυτική παρουσίαση των ευρημάτων της έρευνας σε μία σειρά πεδίων στο Παντελίδου 1992, 2004). Γενικότερα, η δεκαετία του 80 χαρακτηρίζεται ως ιδιαίτερα σημαντική για τη διαμόρφωση μιας νέας πολιτικής κουλτούρας με φορείς κυρίως τις νέες ριζοσπαστικοποιημένες γυναίκες της Μεταπολίτευσης (Παντελίδου 2002 και αλλού, Ιγγλέση, Παναγιωτοπούλου, Αθανασάτου). Σύμφωνα όμως με την προσέγγιση της Γ. Παπαγεωργίου, οι γυναίκες, παρά τους έντονους διεκδικητικούς αγώνες τους, δεν απέφυγαν τελικά να γίνουν θύματα της ανδρικής ηγεμονίας (Παπαγεωργίου, 2004). Είναι πάντως γεγονός ότι από το 1887 υπήρχε πάντα στην Ελλάδα γυναικείο κίνημα, όταν οι πόλεμοι και οι δικτατορίες το επέτρεπαν (η επισήμανση στο Μαλούτα, 2002). Η επικαιροποίηση των στοιχείων παλαιότερων ερευνών αλλά και τα ποιοτικά και ποσοτικά δεδομένα της σύγχρονης κοινωνικοπολιτικής πραγματικότητας (δείκτες ανεργίας, ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στο Κοινοβούλιο, στην Κυβέρνηση, στις ανώτερες διευθυντικές θέσεις ) δείχνει ότι εξακολουθεί να υφίσταται ανισότητα λόγω φύλου εις βάρος των γυναικών. Ειδικότερα τα ποσοστά συμμετοχής των γυναικών στα κέντρα λήψης πολιτικών αποφάσεων είναι από τα χαμηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Παντελίδου 2002). Στις τελευταίες εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου 2007, ο αριθμός των εκλεγμένων γυναικών ανά κόμμα είχε ως εξής:
Ν.Δ., σε σύνολο 152 βουλευτών γυναίκες 17 (ποσοστό 11,8 %)
ΠΑΣΟΚ, σε σύνολο 102 βουλευτών γυναίκες 21 (ποσοστό 20,58%)
ΚΚΕ, σε σύνολο 22 βουλευτών γυναίκες 7 (ποσοστό 31,8%)
ΣΥΝ, σε σύνολο 14 βουλευτών γυναίκες 2 (ποσοστό 14,28%)
ΛΑΟΣ, σε σύνολο 10 βουλευτών γυναίκες 1 (ποσοστό 10%)
Σύνολο εκλεγμένων γυναικών στο Ελληνικό Κοινοβούλιο 48. [2]

Επίσης, τα αποτελέσματα των ερευνών για τον καταμερισμό εργασίας στην οικογένεια δείχνουν ότι η παραδοσιακή κατανομή των ρόλων των δύο φύλων εξακολουθεί να είναι πολύ ισχυρή στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την υπεύθυνη πρόσφατης έρευνας του ΕΚΚΕ, «οι άνδρες εξακολουθούν να εργάζονται στην αγορά εργασίας σε διπλάσιο σχεδόν ποσοστό (88%) σε σύγκριση με τις γυναίκες (45%). Αντίστροφα, στο νοικοκυριό η συμμετοχή τους είναι εξαιρετικά περιορισμένη. Οι γυναίκες , κατά κανόνα απασχολούνται διπλάσιο χρόνο σε σύγκριση με τους άνδρες στη φροντίδα των παιδιών και τετραπλάσιο στις εργασίες του νοικοκυριού. Η Ελλάδα, μαζί με την Ισπανία, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωβαρόμετρου 1998, βρίσκονται στην τελευταία θέση στο θέμα αυτό σε σύγκριση με όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ» (Symeonidou, H., etc, 2001). Η ανισότητα στον οικιακό χώρο έχει βαθύτατη πολιτική σημασία και επιπτώσεις, δεδομένου ότι «η δημοκρατία στον δημόσιο χώρο προυποθέτει την δημοκρατία στις διυποκειμενικές σχέσεις» (Παντελίδου, 2002). Τό πρόταγμα του δεύτερου κύματος του φεμινισμού «το προσωπικό είναι πολιτικό» ανέδειξε ακριβώς την πολιτικότητα των σχέσεων στον ιδιωτικό χώρο και την στενή διασύνδεσή του με τον δημόσιο . Tην τελευταία περίοδο έχουν αναπτυχθεί πολιτικές ισότητας των φύλων οι οποίες υιοθετούνται στις χώρες της Ευρωπαικής Ενωσης. Η διερεύνηση και κριτική αξιολόγησή της λογικής πού τις διέπει καθώς και των αποτελεσμάτων τους οδηγεί στο συμπέρασμα ότι έχουν θετική αλλά όχι την αναμενόμενη επίδραση στην κοινωνική θέση των γυναικών. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το νομοθετικό και θεσμικό πλαίσιο, τόσο ως προς το οριζόντιο εργαλείο της ενσωμάτωσης της διάστασης της ισότητας σε όλες τις κεντρικές πολιτικές (gender mainstreaming), όσο και ως προς τις πολιτικές θετικών δράσεων υπέρ των γυναικών. Ως ενδεικτικά πεδία άσκησης πολιτικών ισότητας στις χώρες της ΕΕ και σε εθνικό επίπεδο περιλαμβάνονται η ανταγωνιστικότητα, ή έρευνα, η εκπαίδευση, η απασχόληση και επαγγελματική κατάρτιση, η συμμετοχή των γυναικών στα κέντρα λήψης αποφάσεων, η άσκηση βίας κατά των γυναικών, η διεθνική σωματεμπορία (trafficking). {Βλέπε και ειδική βιβλιογραφία για την θεματική ενότητα φύλο-πολιτικές}. Στη χώρα μας είναι αξιοσημείωτη η διάταξη του άρθρου 116 παρ.2 του Συντάγματος μετά την αναθεώρηση του 2001: «2. Δεν αποτελεί διάκριση λόγω φύλου η λήψη θετικών μέτρων για την προώθηση της ισότητας μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το Κράτος μεριμνά για την άρση των ανισοτήτων πού υφίστανται στην πράξη ιδίως σε βάρος των γυναικών». Σύμφωνα με την συνταγματική αυτή διάταξη, προβλέπεται η δυνατότητα λήψης μεταβατικών θετικών μέτρων για την εφαρμογή της αρχής της ισότητας χωρίς να θεωρείται απόκλιση από την ισοπολιτεία.


Σύγχρονες αναζητήσεις και ερωτήματα

Η συζήτηση για την σχέση φύλου και πολιτικής διεξάγεται σήμερα με κάπως διαφορετικούς όρους από ό,τι πριν από μερικά χρόνια. Στίς Ευρωπαϊκές κυβερνήσεις παρατηρούνται φαινόμενα ισχυρής φυσικής παρουσίας γυναικών πολιτικών. Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου από τον Ιούνιο του 2000 έχει θεσπισθεί το μέτρο για την ισάριθμη αντιπροσώπευση των δύο φύλων στις κομματικές υποψηφιότητες δημοτικών και βουλευτικών εκλογών, με αποτέλεσμα να βελτιωθεί το ποσοστό των εκλεγμένων γυναικών, χωρίς όμως να ανατραπεί δομικά η ανισότητα. Στή χώρα μας ισχύει ο ν. 2839/2000, στον οποίο προβλέπεται η κάλυψη θέσεων κατά το 1/3 από κάθε φύλο τουλάχιστον σε όλα τα συλλογικά όργανα λήψης αποφάσεων της Δημόσιας Διοίκησης, είναι όμως πολύ αμφίβολο το κατά πόσον εφαρμόζεται. Το 2007 εξ άλλου είχαμε την εντυπωσιακή περίπτωση της Ισπανίας, όπου συμμετείχαν 9 γυναίκες υπουργοί στην κυβέρνηση Θαπατέρο και ορκίσθηκε σαν Υπουργός Άμυνας της Κυβέρνησης των Σοσιαλιστών η νέα πολιτικός Καρμέν Τσακόν σε κατάσταση προχωρημένης εγκυμοσύνης. Επίσης, οι περισσότερες σκανδιναβικές κυβερνήσεις χαρακτηρίζονται από υψηλή αριθμητικά παρουσία γυναικών. Η φυσική παρουσία των γυναικών στην πολιτική δεν αρκεί όμως ως προυπόθεση για την αλλαγή του περιεχομένου της πολιτικής, του βαθιά σεξιστικού χαρακτήρα της και πολύ περισσότερο για την ριζική μεταβολή της κοινωνικής θέσης των γυναικών. Η ένταξη στην ισχύουσα ανδροκεντρική πολιτική γίνεται κατά κανόνα με τους επιβεβλημένους κανόνες και όρους του παιχνιδιού για τους οποίους η φεμινιστική αμφισβήτηση έχει διατυπώσει πολλές αντιρρήσεις. Στην Ελλάδα είχαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα σχετική συζήτηση μέσα από ένα αφιέρωμα του φεμινιστικού περιοδικού Δίνη (τεύχη 3 και 4, Αφιέρωμα Φεμινισμός και Πολιτική, 1988 και 1989). Οι απόψεις και τα επιχειρήματα αυτής της συζήτησης διατηρούν και σήμερα επικαιρότητα. Είναι ο φεμινισμός όραμα ανατρεπτικό με καθολική ισχύ? Μπορούν να απορροφηθούν τα φεμινιστικά αιτήματα από κάποιες θεσμικές ρυθμίσεις του κράτους πρόνοιας? Το γυναικείο εντάσσεται στην πολιτική ως επί μέρους ή επιτάσσει την ριζική αλλαγή των όρων με τους οποίους γίνεται αντιληπτή ή έννοια του πολιτικού? Και βέβαια, η παρουσία των γυναικών στην πολιτική είναι ικανή να αλλάξει το περιεχόμενο της πολιτικής? Το στοιχείο το οποίο ανέδειξαν αυτές οι συζητήσεις ήταν, μεταξύ άλλων, ότι « η περιχαράκωση της πολιτικής παρουσίας του φεμινιστικού κινήματος στην ιδιωτική πλευρά της καταπίεσης΄των γυναικών» θα πρέπει να ξεπερασθεί και να αποτελέσουν αντικείμενο ενασχόλησης και ζητήματα πού απορρέουν από τη δημόσια πλευρά αυτής της καταπίεσης (Ρεπούση, 1989). Η διάκριση μεταξύ ιδιωτικής και δημόσιας πατριαρχίας παραπέμπει άλλωστε και σε ένα ακόμη δίλημμα πολιτικής: Αν μέσα από τις εκάστοτε παροχές του κράτους πρόνοιας στο πεδίο της αναπαραγωγής, οι γυναίκες φθάνουν να εξαρτώνται τελικά από το κρατικό σύστημα κοινωνικής προστασίας και να αναπαράγεται έτσι και πάλι ο κοινωνικός ρόλος και η κοινωνική τους κατωτερότητα. Οι αντιφάσεις και τα διλήμματα πού προκύπτουν από τη σχέση των γυναικών με την πολιτική έχουν επισημανθεί με αναλυτικό τρόπο από τον επιστημονικό λόγο (Βαρίκα, 2000, Παντελίδου ιδίως 2002). Το φεμινιστικό σχέδιο ως ανεκπλήρωτο αίτημα της νεωτερικότητας παραμένει επίκαιρο και την εποχή της μετανεωτερικότητας, εφ΄όσον η ανισότητα λόγω φύλου στις διάφορες εκδοχές της δεν έχει εξαλειφθεί. Στην παρούσα φάση πού αναδεικνύεται η πολλαπλότητα των ταυτοτήτων των υποκειμένων (ταξική, έμφυλη, θρησκευτική, φυλετική κλπ), προκύπτει το εξής ερώτημα: Εάν αποδομηθεί το φύλο, πώς οι γυναίκες ως κοινωνική κατηγορία « ως εμείς», θα διεκδικήσουν την συμμετοχή τους στην πολιτική διαδικασία και εν τέλει την απελευθέρωσή τους? Οι προοπτικές του μέλλοντος θα μπορούσαν ίσως να περιγράφονται από την διατύπωση της Chantal Mouffe « Χρειαζόμαστε ένα είδος κοινής ιδιότητας του πολίτη πού να σέβεται την ποικιλία και να χωράει διαφορετικές μορφές ατομικότητας»(Μouffe, 1993)..Πώς η αρχή της οικουμενικότητας της ιδιότητας του πολίτη, σεβόμενη την κάθε υποκειμενικότητα θα εξασφαλίσει ισότιμη πρόσβαση στην ιδιότητα αυτή, πώς θα κατοχυρώσει θεσμικά την πολλαπλότητα των ταυτοτήτων ως θεμιτή και αναμενόμενη, ώστε να προκύψει μια νέα ριζοσπαστική θεώρηση του έμφυλου αλλά μη διχοτομημένου υποκειμένου/πολίτη τής δημοκρατίας (Μαλούτα, 2002).

  1. Για τα διάφορα ρεύματα του φεμινισμού, βλ. εδώ το λήμμα «Φεμινισμός» της Χ. Ντόκου.
  2. Συγκριτικά, στις προηγούμενες εκλογές της 7ης Μαρτίου 2004 τα ποσοστά εκλεγμένων γυναικών ανά κόμμα είχαν ως εξής: Ν.Δ., σε σύνολο 165 βουλευτών, γυναίκες 16 (ποσοστό 9,69%) Πασοκ, σε σύνολο 117 βουλευτών, γυναίκες 18 (ποσοστό 15,38%) ΚΚΕ, σε σύνολο 12 βουλευτών, γυναίκες 3 (ποσοστό 25 %) Συνασπισμός, σε σύνολο 6 βουλευτών, γυναίκες 1 ( ποσοστό 16,66 %) Σύνολο εκλεγμένων γυναικών 38.


Εσωτερικές συνδέσεις

Φεμινισμός

Πολιτικές των φύλων

Φύλο και ευρωπαϊκές πολιτικές

Φύλο και κριτική θεωρία

Κοινωνικό Φύλο (Φύλο και κοινωνιολογία)


Βιβλιογραφικές αναφορές

ΑΒΔΕΛΑ, Ε. 2002. Δια λόγους τιμής .Βία, συναισθήματα και αξίες στη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Αθήνα. Νεφέλη.

ΑΘΑΝΑΣΑΤΟΥ, Γ .1995. « Η επανεμφάνιση φεμινιστικών διεκδικήσεων στη μεταδικτατορική Ελλάδα και η άσκηση πολιτικών του κράτους» στο Σπανού Κ., (επιμ)., Κοινωνικές διεκδικήσεις και κρατικές πολιτικές, Αθήνα, Σάκκουλας, σσ 296-307.

BACCHI, C. L.1999. Women, policy and politics. The construction of policy problems. London, Sage.

ΒΑΡΙΚΑ, Ε. 2000. Με διαφορετικό πρόσωπο. .Φύλο, διαφορά και οικουμενικότητα.Αθήνα, Κατάρτι

BOCK, G.1993. «Πέρα από τις διχοτομίες. Προοπτικές στην Ιστορία των Γυναικών». στο Δίνη, φεμινιστικό περιοδικό, τχ. 6, σσ. 55-83. Αθήνα, έκδοση συντακτικής ομάδας.

BOURDIEU, P. 1996. Η ανδρική κυριαρχία. Επιμέλεια-επίλογος.Νίκος Παναγιωτόπουλος, Αθήνα, Δελφίνι.

BRYSON, V.2004. Φεμινιστική πολιτική θεωρία. Μτφρ. Ελεάννα Πανάγου. Αθήνα, Μεταίχμιο.

COUNCIL OF EUROPE 1998. Gender mainstreaming. Conseptual framework, methodology and presentation of good practice. Strasbourg, Council of Europe EC-S-MS(98).

ΔΙΟΤΙΜΑ. ΚΕΝΤΡΟ ΓΥΝΑΙΚΕΙΩΝ ΜΕΛΕΤΩΝ ΚΑΙ ΕΡΕΥΝΩΝ, 1999. Τό φύλο των δικαιωμάτων. Εξουσία, γυναίκες και ιδιότητα του πολίτη. Αθήνα, Νεφέλη.

ΔΙΝΗ, φεμινιστικό περιοδικό. 1988, τχ 3. Αφιέρωμα, Φεμινισμός-Πολιτική. Α΄. Αθήνα, έκδοση συντακτικής ομάδας.

---1989, τχ. 4,Αφιέρωμα, Φεμνισμός-Πολιτική.Β΄. Αθήνα, έκδοση συντακτικής ομάδας.

GOULD, C. 1988. Rethinking Democracy. Cambridge, Cambridge University Press.

GITHENS M., LONENDUSKI J., 1994. Different roles, different voices. Women and politics in the United States and Europe. New York, Harper Collins.

ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΕΠΙΤΡΟΠΗ, 1998. 100 λέξεις για την ισότητα. Γλωσσάριο όρων σχετικών με την ισότητα ανδρών και γυναικών. Υπηρεσία Επισήμων Εκδόσεων των Ευρωπαικών Κοινοτήτων.

ΙΓΓΛΕΣΗ, Χ., 1990. Πρόσωπα γυναικών, προσωπεία της συνείδησης. Συγκρότηση της γυναικείας ταυτότητας στην ελληνική κοινωνία. Αθήνα. Οδυσσέας.

ΚΡΑΒΑΡΙΤΟΥ Γ., 1996. Φύλο και Δίκαιο. Η προβληματική της βαρύτητα των νομικών ρυθμίσεων στις έμφυλες κοινωνικές σχέσεις. Αθήνα, Παπαζήσης.

ΜΑΛΟΥΤΑ ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ, Μ., 1992. Γυναίκες και πολιτική. Η πολιτική φυσιογνωμία των Ελληνίδων. Αθήνα, Gutenberg.

---2002. Το Φύλο της Δημοκρατίας. Ιδιότητα του πολίτη και έμφυλα υποκείμενα. Αθήνα, Σαββάλας.

---2006. Μισός αιώνας γυναικείας ψήφου, μισός αιώνας γυναίκες στη Βουλή. Αθήνα, Βουλή των Ελλήνων.

---2007. «Κρατικός φεμινισμός, Πολιτικές για την έμφυλη ισότητα και κοινωνικές αντιλήψεις», Ελληνική Επιθεώρηση Πολιτικής Επιστήμης, τχ. 29, σσ 5-39.Αθήνα, Θεμέλιο.

MAΡΑΤΟΥ ΑΛΙΠΡΑΝΤΗ, Λ (επιμ.) 2002. Οικογένειες και Κράτος Πρόνοιας στην Ευρώπη. Τάσεις και προκλήσεις στον εικοστό πρώτο αιώνα. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών ,Gutenberg.

ΜΠΑΚΑΛΑΚΗ, Α. (επιμ). 1994. Ανθρωπολογία. Γυναίκες και φύλο. Αθήνα, Αλεξάνδρεια.

MOUFFE, C. 1992. ”Feminism, citizenship and radical democratic politics” στο J.Butler &J.W. Scott, Feminists Theorize the Political, σ. 369-84. London, Routledge.

NIKOΛΑΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η., ΠΑΝΤΕΛΙΔΟΥ ΜΑΛΟΥΤΑ, Μ. 1988. Ερευνα για την πολιτική συμπεριφορά των γυναικών, μέρος Α. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΎΛΟΥ, Ρ. 1994. «Η χαμένη τιμή της πολιτικής κουλτούρας των Ελληνίδων. Σκέψεις και επισημάνσεις για τη γυναικεία πολιτική κουλτούρα». Στό Ν. Δεμερτζής (εισαγωγή-επιμέλεια), Η ελληνική πολιτική κουλτούρα σήμερα, Αθήνα, Οδυσσέας, σσ. 287-328.

ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ, Γ. 2004. Ηγεμονία και Φεμινισμός, Αθήνα, Τυπωθήτω.

---2007. Εμφυλοι μετασχηματισμοί, Ρέθυμνο, Πανεπιστήμιο Κρήτης.

OKIN, S M. 1979. Women in western political thought, Princeton. Princeton University Press.

---1989. Justice, gender and the Family. New York, Basic Books.

REES, T. 1998. Mainstreaming equality in the European Union. Education, training and labour market policies. London, Routledge.

ΡΕΠΟΥΣΗ, Μ. 2003 «Ο χώρος των γυναικών. Πολιτικά κόμματα, γυναικείες οργανώσεις και ομάδες», στο Ιστορία του Νέου Ελληνισμού 1770-2000, τόμος 10, 121-144, Αθήνα, Ελληνικά Γράμματα.

PHILIPS, A. 1991. Engendering Democracy. Cambridge, Polity Press.

---1998 . Feminism and Politics. Oxford. Oxford University Press.

ΣΑΜΙΟΥ, Δ. 1989. «Τα πολιτικά δικαιώματα των Ελληνίδων (1864-1952)». Στο περ. Μνήμων, τχ. 12, σσ. 161-172.

ΣΤΡΑΤΗΓΑΚΗ, Μ. 2006. Τό φύλο της κοινωνικής πολιτικής. Αθήνα, Μεταίχμιο.

ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ, Χ. κ α (2000). Επιθυμητό και Πραγματικό μέγεθος οικογένειας. Γεγονότα του κύκλου ζωής. Μια διαχρονική προσέγγιση 1983-1997. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών Ερευνών.

WOODWARD, K (επιμ.). 2004. Questioning identity. Gender, class, ethnicity, 2η έκδοση, London and New York, Routledge.


Χρήσιμοι διαδικτυακοί τόποι

www.kethi.gr

www.isotita.uoa.gr

www.parliament.gr

wwwdb.europarl.eu.int