Κοινωνικό Φύλο (Φύλο και κοινωνιολογία)

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Κοινωνικό Φύλο (Φύλο και κοινωνιολογία)

Συγγραφέας:Μαριαγγέλα Βέικου
Βιβλιογραφία
Εσωτερικοί Σύνδεσμοι
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Σχόλια Επιμελήτριας

Μαριαγγέλα Βέικου


Η έννοια του φύλου αναφέρεται στις βιολογικές και κοινωνικές διαφορές που παρατηρούνται μεταξύ ανδρών και γυναικών. Το βιολογικό φύλο [sex] ενός ατόμου είναι γενετικά καθορισμένο, ενώ το κοινωνικό φύλο [gender] είναι πολιτισμικά και κοινωνικά κατασκευασμένο. Υπάρχουν επομένως δύο βιολογικά φύλα (το αρσενικό και το θηλυκό) και δύο κοινωνικά φύλα (το ανδρικό και το γυναικείο). Στην ελληνική γλώσσα αυτή η διάκριση είναι εμφανής στους προσδιορισμούς που χρησιμοποιούνται για το βιολογικό φύλο (αρσενικό και θηλυκό) και το κοινωνικό φύλο (ανδρικό και γυναικείο)[1]. Οταν αναφερόμαστε στην ταυτότητα του κοινωνικού φύλου [gender identity][2] εννοούμε την αυτοαντίληψη που διαμορφώνει ένα άτομο σχετικά με τον γυναικείο ή ανδρικό κοινωνικό ρόλο [gender role] που επιλέγει να ασκεί και ο οποίος μπορεί να είναι διαφορετικός από το βιολογικό φύλο. Ενώ το βιολογικό / κοινωνικό φύλο στην καθημερινή γλώσσα χρησιμοποίειται εναλλακτικά, στις κοινωνικές επιστήμες το κοινωνικό φύλο αναφέρεται ειδικά στις κοινωνικές διαφορές γνωστές ως ανδρικοί ή γυναικείοι κοινωνικοί ρόλοι[3]. Ιστορικά το κίνημα του φεμινισμού [feminism][4] καθιέρωσε την αντίληψη ότι πολλοί ρόλοι που αναφέρονται στο φύλο είναι κοινωνικά προσδιορισμένοι και δεν μπορούν να καθοριστούν με καθαρά βιολογικά κριτήρια. Στα πλαίσια των ερευνών σχετικά με το φύλο [gender studies] ο όρος 'φύλο' αναφέρεται ειδικά στις πολιτισμικές και όχι στις βιολογικές διαφορές. Αυτό ισχύει από την δεκαετία του 1950 κ.ε. σε ποικίλους επιστημονικούς κλάδους όπως η κοινωνιολογία , η κοινωνική ανθρωπολογία και η ψυχανάλυση με τις θεωρίες του Jacques Lacan, την έρευνα των Γάλλων ψυχαναλυτών όπως η Julia Kristeva, ο Luce Irigaray και ο Bracha L. Ettinger, και των Αμερικανών φεμινιστών όπως η Judith Butler. Ειδικά αυτή η τελευταία, σημαντική εκπρόσωπος του σύγχρονου αμερικανικού φεμινισμού, θεωρεί τους ρόλους που αναφέρονται στο φύλο ως μια κοινωνική πρακτική η οποία συχνά αποκαλείται «επιτελεστική» [performative][5]. Σημειώνεται πως η χρήση του όρου 'φύλο' στην κοινή γλώσσα αναφέρεται κυρίως στην διάκριση μεταξύ αρσενικού και θηλυκού. Αντίθετα, στις κοινωνικές επιστήμες ο όρος ‘φύλο’ εκφράζει μια κοινωνική, πολιτισμική ή ψυχολογική κατάσταση, διαφορετική από εκείνη του βιολογικού φύλου. Η διαφορά μεταξύ του κοινού και του επιστημονικού λόγου μπορεί να συσχετιστεί με την διαφορά μεταξύ της κοινής αντίληψης για το φύλο ως φυσικό χαρακτηριστικό και της επιστημονικής αντίληψης για το φύλο ως πολιτισμικό χαρακτηριστικό.


Φύλο και κοινωνιολογία

Η κοινωνιολογία που ασχολείται με το θέμα του κοινωνικού φύλου εξετάζει τους τρόπους με τους οποίους οι διαφορές μεταξύ ανδρών και γυναικών καθορίζονται και «φυσικοποιούνται» από τον πολιτισμό και τις κοινωνικές δομές. Αυτές οι διαφορές είναι πολιτισμικά και κοινωνικά επεξεργασμένες με τέτοιον τρόπο, ώστε να αποδίδουν στις γυναίκες ιδιαίτερες «θηλυκές» ιδιότητες και μια συγκεκριμένη ταυτότητα φύλου που καθιερώνεται μέσω της κοινωνικοποίησης. Η έννοια του κοινωνικού φύλου χρησιμοποιείται για να σημασιοδοτήσει όλα αυτά που ένα πρόσωπο λέει ή κάνει για να δηλώσει ότι είναι αγόρι ή κορίτσι, άνδρας ή γυναίκα. Περιλαμβάνει την σεξουαλικότητα αλλά δεν περιορίζεται μόνο σε αυτή[6]. Άλλα στοιχεία που χαρακτηρίζουν το κοινωνικό φύλο είναι το ντύσιμο, ο τρόπος ομιλίας, η κίνηση του σώματος, το επάγγελμα, και άλλοι παράγοντες που δεν περιορίζονται από το βιολογικό φύλο. Καθώς το παιδί μεγαλώνει «η κοινωνία προσφέρει μια σειρά από εντολές, κοινωνικούς κανόνες και τρόπους συμπεριφορών κατάλληλα για το ένα ή το άλλο φύλο, που αφομοιώνονται από το παιδί έτσι ώστε να ανήκει στο ένα ή στο άλλο πολιτισμικά καθορισμένο κοινωνικό φύλο[7]. Σημαντικό κίνητρο κοινωνικοποίησης του παιδιού, σύμφωνα με τους συγκεκριμένους ρόλους, είναι ότι το κοινωνικό φύλο αντικατοπτρίζεται σε τομείς της καθημερινής ζωής, όπως η εκπαίδευση, η εργασία, η οικογένεια, η σεξουαλικότητα, η επικοινωνία με τους άλλους[8]. H Joan Ackner πιστεύει ότι τα στάδια της κοινωνικοποίησης σε σχέση με το κοινωνικό φύλο καθορίζονται μέσα από τουλάχιστον πέντε διαφορετικές αλληλοσυσχετιζόμενες κοινωνικές διαδικασίες[9]:
1. Η κατασκευή των διακρίσεων που αφορούν το κοινωνικό φύλο συντελείται στην εργασία, την οικογένεια, το κράτος, την πολιτική.
2. Η κατασκευή συμβόλων και εικόνων μέσω της γλώσσας, της ιδεολογίας, της ένδυσης και των ΜΜΕ εξηγούν, εκφράζουν και ενισχύουν αυτές τις διακρίσεις.
3. Οι αλληλεπιδράσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών, όταν επικοινωνούν μεταξύ τους, ενέχουν στοιχεία εξουσίας και υποταγής. Για παράδειγμα, οι θεωρητικοί του επικοινωνιακού λόγου [conversational theorists] μελέτησαν πώς κατά την καθημερινή συνομιλία ο καθορισμός του θέματος, οι διακοπές, η σειρά του κάθε ομιλητή υποδηλώνουν την ανισότητα των φύλων.
4. Οι παραπάνω τρεις διαδικασίες συντελούν στην διαμόρφωση των στοιχείων της ατομικής ταυτότητας ως προς το φύλο.
5. Το κοινωνικό φύλο εμπλέκεται στις καθοριστικές, συνεχείς διαδικασίες που δημιουργούν και επιβάλλουν οι κοινωνικές δομές.
Σύμφωνα με την Ann Oakley που εισήγαγε τον όρο στην κοινωνιολογία, το «φύλο» αναφέρεται στην βιολογική διάκριση σε ανδρικό και γυναικείο και το «κοινωνικό φύλο» στην παράλληλη και κοινωνικά άνιση διάκριση σε αρσενικό και θηλυκό[10]. Επομένως το κοινωνικό φύλο εστιάζεται στις κοινωνικά κατασκευασμένες διαστάσεις των διαφορών μεταξύ ανδρών και γυναικών. Επιπλέον όμως ο όρος «κοινωνικό φύλο» έχει στη συνέχεια διευρυνθεί: δεν αφορά μόνο την ατομική ταυτότητα και προσωπικότητα ενός ατόμου αλλά αναφέρεται, σε συμβολικό επίπεδο, στα πολιτισμικά ιδεώδη και στερεότυπα που αφορούν την αρρενωπότητα και την θηλυκότητα, και, σε δομικό επίπεδο, στην διάκριση των δύο φύλων κατά την εργασία στο πλαίσιο των κοινωνικών θεσμών και οργανώσεων. Κατά την δεκαετία του 1970, οι κοινωνιολογικές και ψυχολογικές έρευνες επικεντρώθηκαν στην επιστημονική οριοθέτηση του κοινωνικού φύλου. Αυτό σημαίνει ότι επεδίωξαν να αποδείξουν ότι οι διαφορές και οι διακρίσεις μεταξύ ανδρών και γυναικών δεν μπορούν να ερμηνευτούν με βάση την βιολογική διαφορά και ότι οι πολιτισμικά κυρίαρχες ιδέες για την αρρενωπότητα και την θηλυκότητα αποτελούν στερεότυπα που αντιστοιχούν μόνον επιφανειακά στην πραγματικότητα. Έτσι αποδείχθηκε πως υπάρχουν μεγάλες δια-πολιτισμικές διαφοροποιήσεις στις ιδέες τις σχετικές με το κοινωνικό φύλο και τους ρόλους των ανδρών και των γυναικών, ιδιαίτερα στα πεδία της οικογένειας, της εκπαίδευσης και της εργασίας. Η κοινωνιολογική έρευνα έχει μελετήσει τους τρόπους με τους οποίους τα μικρά παιδιά, αγόρια και κορίτσια (από βρέφη ακόμα) κοινωνικοποιούνται και ενσωματώνουν ως ενήλικοι τους αντίστοιχους ρόλους μέσα από διαδικασίες όπως η ανατροφή, η μόρφωση, οι εφηβικές υποκουλτούρες, οι εργασιακές πρακτικές και τα οικογενειακά πιστεύω[11]. Η κοινωνιολογία που μελετά το κοινωνικό φύλο ανέπτυξε δύο κύριες θεματικές περιοχές. Η πρώτη διερευνά το ζήτημα του αν το κοινωνικό φύλο είναι μία ξεχωριστή και ανεξάρτητη διάσταση της κοινωνικής διαστρωμάτωσης και του κοινωνικού διαχωρισμού της εργασίας. Η δεύτερη συζητά την καταλληλότητα των γενικών θεωρητικών αρχών για την ανάλυση των διαφορών φύλου και των διακρίσεων στην κοινωνία. Πιο πρόσφατα, το επιστημονικό ενδιαφέρον για το κοινωνικό φύλο επαναπροσανατολίστηκε, καθώς εστιάζεται περισσότερο στις διαπολιτισμικές παραμέτρους διαμόρφωσης του φύλου υπό διεπιστημονική προοπτική. Επιστήμες όπως η ανθρωπολογία, η ιστορία, η φιλολογία, και οι πολιτισμικές σπουδές αναλύουν ζητήματα όπως ο συσχετισμός του κοινωνικού φύλου με ιδέες όπως η φυλετική καθαρότητα (π.χ., η σεξουαλική αγνότητα των λευκών γυναικών, και η αρρενωπότητα των μαύρων ανδρών στις Η.Π.Α. ή ακόμη ο μύθος της μητρότητας ως φυσικής και οικουμενικής αρχής)[12]. Οι κοινωνικο-πολιτισμικοί κώδικες και συμβάσεις, δηλαδή οι κανόνες με τους οποίους λειτουργεί η κοινωνία και οι οποίοι είναι ταυτόχρονα δημιουργήματα της κοινωνίας αλλά και θεμελιώδη στοιχεία της, καθορίζουν την απόδοση των συγκεκριμένων κοινωνικών χαρακτηριστικών στα φύλα. Αυτά τα χαρακτηριστικά θεμελιώνουν την εγκαθίδρυση των στερεοτυπικών διαφορών μεταξύ των φύλων. Άρα οι αντιλήψεις για το κοινωνικό φύλο μπορούν να ερμηνευθούν ως αποδοχή και ενσωμάτωση των κοινωνικών κανόνων. Τα άτομα επομένως κοινωνικοποιούνται υπακούοντας τις προσδοκίες της κοινωνίας για τις «αποδεκτές» συμπεριφορές κάθε φύλου οι οποίες υλοποιούνται μέσα από τους θεσμούς της οικογένειας, του κράτους και των ΜΜΕ. Μια τέτοια κατανόηση του ‘κοινωνικού φύλου’ φυσικοποιείται και γίνεται αντιληπτή ως στοιχείο της προσωπικής ταυτότητας ενός ατόμου: στην ουσία επιβάλλει μία κοινωνική κατηγορία (αυτή του κοινωνικού φύλου) πάνω στο ανθρώπινο σώμα (αυτό του βιολογικού φύλου)[13]. Η αντίληψη ότι τα άτομα προσδιορίζονται από το κοινωνικό φύλο και όχι από το βιολογικό φύλο συμβαδίζει και με τις θεωρίες της Judith Butler για το κοινωνικό φύλο και την επιτελεστικότητα [performativity]. Η Butler υποστηρίζει ότι το κοινωνικό φύλο δεν αποτελεί έκφραση αυτού που κάποιος είναι, αλλά μάλλον αυτού που κάποιος πράττει[14]. Επομένως αν το κοινωνικό φύλο εκφράζεται με έναν επαναλαμβανόμενο τρόπο στην πραγματικότητα επαναδημιουργείται και ενσωματώνεται έτσι στην κοινωνική συνείδηση. Οι σύγχρονες κοινωνιολογικές αναφορές στους ανδρικούς και γυναικείους ρόλους του φύλου χρησιμοποιούν τους όρους «ανδρικές ταυτότητες» [masculinities] και «γυναικείες ταυτότητες» [femininities] στον πληθυντικό αριθμό προκειμένου να υπονοήσουν την ποικιλία και την συνθετότητα αυτών των ταυτοτήτων, τόσο μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών όσο και μέσα στο πλαίσιο ενός συγκεκριμένου πολιτισμού. Όσον αφορά την κριτική που ασκείται στον όρο «κοινωνικό φύλο», μπορούμε να διακρίνουμε δύο τάσεις. Η πρώτη διατείνεται ότι ο όρος είναι βασισμένος σε μία λανθασμένη διχοτόμηση μεταξύ βιολογικού και κοινωνικού. Αυτό βέβαια σχετίζεται με μία γενικότερη κριτική, ότι η κοινωνιολογία τείνει να παρατηρεί τα κοινωνικά φαινόμενα ως αυτόνομα γεγονότα όπως έγραφε ο Emile Durkheim[15] και να παράγει έτσι κοινωνική συνείδηση και δράση. Τα τελευταία χρόνια, όμως, οι κοινωνιολόγοι τείνουν πολύ λιγότερο να θεωρούν το ανθρώπινο σώμα ως δεδομένο και, αντίθετα, το εξετάζουν ως ένα αντικείμενο κοινωνικής ανάλυσης, αναγνωρίζοντας ότι το κοινωνικό νόημα του ανθρώπινου σώματος άλλαξε κατά την διαδρομή της ιστορίας. Ανάλογη κριτική για την διάκριση μεταξύ βιολογικού φύλου και κοινωνικού φύλου έκανε και ο Michel Foucault, που δεν δέχεται ότι υπάρχει βιολογική διαφορά η οποία μπορεί να υφίσταται έξω από τα πλαίσια του κοινωνικού. Υπάρχει, ωστόσο, και η αντίθετη κριτική, που προσδιορίζει την βιολογική διαφορά ως κάτι εξω-κοινωνικό και υποστηρίζει την αντίληψη ότι οι θεωρίες για το κοινωνικό φύλο δεν λαμβάνουν υπόψη την «αληθινή» σημασία του ανθρώπινου σώματος. Μία άλλη κριτική αφορά τον τρόπο με τον οποίο η έννοια του κοινωνικού φύλου εστιάζεται στις διαφορές μεταξύ γυναικών και ανδρών χωρίς να λαμβάνει υπόψη κριτήρια όπως η κοινωνική ισχύς ή εξουσία [power] και η κυριαρχία [domination]. Μερικοί κοινωνιολόγοι, για παράδειγμα, προτιμούν να χρησιμοποιούν την έννοια πατριαρχία [patriarchy][16] ως κύριο ερευνητικό εργαλείο προκειμένου να εξετάσουν, σε αναλυτικό αλλά και σε πολιτικό επίπεδο, ζητήματα σχετικά με την έννοια της ισχύος.


Φύλο και κοινωνική ανθρωπολογία

Η κοινωνική ανθρωπολογία ερευνά τα νοήματα, τις αντιφάσεις και τα παράδοξα της κοινωνικής ζωής, τα στοιχεία κοινωνικότητας καθώς και την υποκείμενη λογική της κοινωνικής συμπεριφοράς. Οι κοινωνικοί ανθρωπολόγοι μελετούν τα ποικίλα και σύνθετα φαινόμενα που παρατηρούνται σε ένα κοινωνικό σύνολο. Από αυτή την άποψη, η κοινωνική ανθρωπολογία έχει ασχοληθεί και με το κοινωνικό φύλο, στο βαθμό που έχει παρατηρηθεί ότι άλλες μη δυτικές κοινωνίες αναγνωρίζουν την παρουσία ενός τρίτου κοινωνικού φύλου, πέραν του ανδρικού και του γυναικείου. Οι κοινωνίες αυτές αποδέχονται κάποιους κοινωνικούς ρόλους που θεωρούνται αρκετά διακριτοί από τους αρχέτυπους ανδρικούς και γυναικείους ρόλους. Μία ταυτότητα που δεν χαρακτηρίζεται ούτε ανδρική ούτε γυναικεία μπορεί να γίνει κατανοητή σε σχέση με την ατομική ταυτότητα ως προς τον κοινωνικό ρόλο του φύλου ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό του ατόμου. Πολλές φορές, σε διαφορετικούς πολιτισμούς το τρίτο φύλο αναφέρεται στην αμφισεξουαλικότητα, στην ομοφυλοφυλία ή στους ευνούχους, ή ακόμα σε μία ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ άνδρα και γυναίκας (για παράδειγμα στην ικανότητα εναλλαγής μεταξύ κοινωνικών φύλων, όταν το πνεύμα ενός άνδρα ενυπάρχει στο σώμα μιας γυναίκας). Οι περισσότερες δυτικές κοινωνίες θεωρούν ότι οι δύο κατηγορίες του κοινωνικού φύλου είναι «ανδρικό» και «γυναικείο» και αυτές συμπίπτουν με το βιολογικό φύλο. Παρόλα αυτά, αυτό δεν ισχύει οικουμενικά. Μερικές κοινωνίες συμπεριλαμβάνουν και άτομα που υιοθετούν έναν ρόλο αντίθετο με εκείνο του βιολογικού τους φύλου ή συμπεριλαμβάνουν ένα τρίτο κοινωνικό φύλο, όπως είναι, για παράδειγμα, στους αμερικάνους Ινδιάνους "οι άνθρωποι με τα Δύο Πνεύματα" [Two-Spirit people], στην Ινδία και το Πακιστάν οι ‘hijras’ όπως αποκαλούνται οι ευνούχοι[17], η φυλή Fa'afafine της Πολυνησίας και οι Bugis της φυλής των Sulawesi στην Ινδονησία.[18]


Επίλογος

Ο όρος «κοινωνικό φύλο» μπορεί να χρησιμοποιηθεί με παραγωγικό τρόπο, όταν κανείς γνωρίζει τις κριτικές που έχει υποστεί και τα προβλήματα που προκύπτουν από την χρήση του. Αν θεωρήσουμε ότι επιβάλλεται να αναγνωρίσουμε τα βιολογικά χαρακτηριστικά ως ένα από τα πολυσύνθετα στοιχεία που συγκροτούν την κοινωνική κατασκευή της διαφοράς, τότε ο όρος «κοινωνικό φύλο» έχει το πλεονέκτημα ότι βοηθά στην μελέτη α. των ανδρικών ταυτοτήτων.[masculinities] και των γυναικείων [femininities], β. των σχέσεων μεταξύ των φύλων, γ. της κοινωνικής θέσης της γυναίκας, και δ. της ιστορικής και πολιτισμικής ποικιλίας σε σχέση με το φύλο.

  1. Στην αγγλική γλώσσα έχουμε τους προσδιορισμούς male/female sex και male/female gender.
  2. Η ταυτότητα του κοινωνικού φύλου [gender identity] δεν καθορίζεται με την γέννηση, αλλά παράλληλοι ψυχολογικοί και κοινωνικοί παράγοντες συμμετέχουν αρκετά νωρίς στην ανάπτυξη μιας βασικής, κύριας ταυτότητας η οποία εμπλουτίζεται ή/και μεταβάλλεται εξαιτίας κοινωνικών παραγόντων καθώς ωριμάζει το άτομο.
  3. Ο ρόλος του κοινωνικού φύλου ορίζεται από τις κοινωνικές επιστήμες ως ένας συγκεκριμένος τρόπος συμπεριφοράς που αφορά τους άνδρες ή τις γυναίκες και παρατηρείται σε μια συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα ή σύστημα. Πιό απλά, αναφέρεται στα χαρακτηριστικά και την συμπεριφορά που προσδιορίζουν τις στερεοτυπικές αντιλήψεις για την ταυτότητα ενός ατόμου, π.χ. οι γυναίκες μαγειρεύουν και καθαρίζουν το σπίτι ενώ οι άνδρες επισκευάζουν τα αυτοκίνητα. Το κοινωνικό φύλο αποτελεί μια αναλυτική κατηγορία στις έρευνες των κοινωνικών επιστήμων.
  4. Οι ιδέες του φεμινισμού και οι έρευνες για το φύλο εγκαινιάζονται από την φιλόσοφο και φεμινίστρια Simone de Beauvoir που συνέδεσε την υπαρξιστική φιλοσοφία [existentialism] με τις εμπειρίες από την ζωή των γυναικών. «Ενα άτομο δεν γεννιέται γυναίκα αλλά γίνεται γυναίκα». Στο πλαίσιο της φεμινιστικής θεωρίας αναπτύχθηκε στην δεκαετία του 1970 η ορολογία για τα θέματα γύρω από το κοινωνικό φύλο. Από την δεκαετία του 1980 κ.ε. οι περισσότερες φεμινιστικές έρευνες χρησιμοποιούν τον όρο 'φύλο' για να δηλώσουν αποκλειστικά κοινωνικά και πολιτισμικά καθορισμένα χαρακτηριστικά συναισθήματα και συμπεριφορές. Στις κοινωνικές επιστήμες που μελετούν το κοινωνικό φύλο ο όρος «φύλο» χρησιμοποιείται αναφορικά με συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτισμικές κατασκευές των ανδρικών και των γυναικείων ταυτοτήτων.
  5. Judith Butler, Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity, (1999), σελ. 9.
  6. John Money, "Hermaphroditism, gender and precocity in hyperadrenocorticism: Psychologic findings', Bulletin of the Johns Hopkins Hospital 96 (1955): 253–264.
  7. Connell, R 1987, Gender & Power, Polity Press, Cambridge.
  8. Lorber, J & Farrell, S (eds.) 1991, The Social Construction of Gender, Sage, Newbury Park.
  9. Acker, J 2000, ‘Hierarchies, Jobs, Bodies: A Theory of Gendered Organizations’, στο M Kimmel & A Aronson (eds), The Gendered Society Reader, Oxford University Press, New York.
  10. Ann Oakley, Sex, Gender and Society , 1972
  11. Σε δομικό επίπεδο, υπήρξαν πολλές μελέτες που αφορούσαν την άνιση κατανομή της εργασίας στα πλαίσια του νοικοκυριού, ακόμα και όταν το ζευγάρι εργάζεται εξίσου με πλήρη απασχόληση εκτός σπιτιού, και επίσης μελέτες που αφορούσαν την διάκριση στην εργασία, οπού το φύλο (και όχι τα ατομικά προσόντα και οι ικανότητες) ήταν ο καθοριστικός παράγοντας στον καθορισμό του είδους της εργασίας και των ευκαιριών για διάκριση.
  12. Ενα μεγάλο μέρος αυτής της βιβλιογραφίας περιγράφει το βιβλίο της Sara
  13. Glover, D. & Kaplan, C. 2000, Genders, Routledge, New York
  14. Lloyd, M. 1999, ‘Performativity, Parody, Politics’ στο CULT 19016 Contemporary Modes of Culture Resourse Materials, Central Queensland University, Rockhampton.
  15. Για παράδειγμα, ο Emile Durkheim θεωρούσε το βρέφος ως tabula rasa, πάνω στην οποία η κοινωνικοποίηση μπορεί να εγγράψει πληροφορίες εν λευκώ.
  16. Πατριαρχία είναι η δομή της κοινωνίας με βάση την οικογενειακή μονάδα, όπου ο πατέρας έχει την πρωταρχική ευθύνη άρα και την εξουσία. Η έννοια της πατριαρχίας χρησιμοποιείται τόσο από την ανθρωπολογία όσο και από τις φεμινιστικές σπουδές, όταν αναφέρονται σε περιπτώσεις που οι άνδρες έχουν την πρωταρχική ευθύνη της κοινότητας στο συνολό της, ως αντιπρόσωποι στα δημόσια καθήκοντα. Προκύπτουν όμως πολλά προβλήματα όταν ο όρος αυτός χρησιμοποιείται σε σχέση με το φύλο. Ένα από τα σημαντικότερα είναι ότι συγχέει το βιολογικό με το κοινωνικό φύλο, θεωρεί δηλαδή ότι το φύλο είναι μια βιολογική κατηγορία αλλά παράλληλα την αναλύει και κοινωνικά: στην περιγραφή της πατριαρχίας οι άνδρες και οι γυναίκες θεωρούνται ως προκαθορισμένες ομάδες και η βιολογία της αναπαραγωγής συχνά χρησιμοποιείται ως εξήγηση.
  17. Nanda, Serena (1998). Neither Man Nor Woman: The Hijras of India. Wadsworth Publishing. ISBN 0-534-50903 & Reddy, Gayatri (2005). With Respect to Sex: Negotiating Hijra Identity in South India. (Worlds of Desire: The Chicago Series on Sexuality, Gender, and Culture), University Of Chicago Press (July 1, 2005). ISBN 0-226-70756-3
  18. Sharyn Graham, Sulawesi's Fifth Gender, Inside Indonesia April-June, 2001.


Σχόλια Επιμελήτριας

Η συζήτηση σχετικά με τη διάκριση βιολογικού και κοινωνικού φύλου παραμένει ανοικτή, ως αντικείμενο συνεχούς επιστημονικής έρευνας και θεωρητικής διαμάχης. Για περισσότερες πληροφορίες από την προοπτική της κοινωνικής και εξελικτικής ψυχολογίας βλ. τα λήμματα «Φύλο και σεξουαλικότητα» και «Φύλο και ψυχολογία». Για μεταδομιστικές προσεγγίσεις βλ. «Φύλο και κριτική θεωρία», « Φύλο και πολιτικές των ταυτοτήτων» και «Πολιτικές ανδρισμού».


Εσωτερικές συνδέσεις

Φύλο και ιδεολογία

Φύλο και κριτική θεωρία

Φύλο και σεξουαλικότητα

Φύλο, σεξουαλικότητες, κινήματα

Φύλο και ψυχολογία

Φύλο και εκπαίδευση

Φύλο και φυλετικές πολιτικές

Φύλο και πολιτικές ταυτότητας

Φύλο και ιστορία

Φύλο και εθνικισμός

Πολιτικές ανδρισμού


Βιβλιογραφικές αναφορές

Acker, J , ‘Hierarchies, Jobs, Bodies: A Theory of Gendered Organizations’, στο M Kimmel & A Aronson (επιμ.), The Gendered Society Reader, Oxford University Press, New York 2000.

Butler J, Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity, (1999).

Connell, R 1987, Gender & Power, Polity Press, Cambridge.

Delamont,. S, The Sociology of Women, 1980.

Gayatri, R. (2005). With Respect to Sex: Negotiating Hijra Identity in South India. (Worlds of Desire: The Chicago Series on Sexuality, Gender, and Culture), University Of Chicago Press (July 1, 2005). ISBN 0-226-70756-3

Glover, D & Kaplan, C , Genders, Routledge, New York 2000

Lloyd, M , ‘Performativity, Parody, Politics’ στο CULT 19016 Contemporary Modes of Culture Resourse Materials, Central Queensland University, Rockhampton 1999.

Lorber, J & Farrell, S. (eds.), The Social Construction of Gender, Sage, Newbury Park 1991.

Money J., ‘Hermaphroditism, gender and precocity in hyperadrenocorticism: Psychologic findings’, Bulletin of the Johns Hopkins Hospital 96 (1955): 253–264.

Nanda, S. (1998). Neither Man Nor Woman: The Hijras of India. Wadsworth Publishing. ISBN 0-534-50903

Oakley, A. , Sex, Gender and Society , 1972.

Sharyn G, Sulawesi, Fifth Gender, Inside Indonesia April-June, 2001.