Σεξισμός

Από Fylopedia
Μετάβαση σε: πλοήγηση, αναζήτηση

Χριστίνα Ντόκου


Σεξισμό ονομάζουμε το σύνολο των προκαταλήψεων και συμπεριφορών, οι οποίες πηγάζουν από την βίαια (δηλαδή αυθαίρετα άνιση) δυϊστική [dualist/binary] ιδεολογία που έχει τη βάση της στο διαχωρισμό των φύλων σε αρσενικό και θηλυκό (de Beauvoir 1949, Cixous 1997), και οι οποίες θεωρούν το ένα εκ των δύο φύλων βιολογικά, ηθικά, διανοητικά και πνευματικά υποδεέστερο του άλλου, επιτρέποντας—ή και θεσμοθετώντας—τις εναντίον του συστηματικές διακρίσεις, αρνητικές ή φοβικές κρίσεις, φυσικούς περιορισμούς ή και εκδηλώσεις μίσους. Ο σεξισμός αφορά στις πεποιθήσεις που οδηγούν σε αυθαίρετες διακρίσεις κατά των γυναικών με βάση τα στερεότυπα του φύλου τους και μόνο, στα πλαίσια της πατριαρχικής κοινωνίας, όπως αυτή πραγματώνεται με διάφορες μορφές ανά τον κόσμο (και τότε είναι γνωστός και ως «αντρικός σωβινισμός» [male chauvinism]), χωρίς όμως να αποκλείονται οι περιπτώσεις όπου η διάκριση λειτουργεί κατά των ανδρών (με την αντίστοιχη γυναικεία σκέψη να θεωρείται «γυναικείος σωβινισμός» [female chauvinism]). Στην ακραία μορφή του εκδηλώνεται και ως μισογυνία (ή μισανδρία, όταν στρέφεται ενάντια στους άνδρες), όρος που υποδηλώνει το γενικευμένο μίσος και ακραία προκατάληψη εναντίον των γυναικών (ή ορισμένων κατηγοριών γυναικών), από άτομα ανεξαρτήτως φύλου ή από ολόκληρες κοινωνίες των οποίων οι κώδικες λειτουργίας βλάπτουν σοβαρά τις γυναίκες (Η πατριαρχική κοινωνία δε—το είδος της κοινωνίας που στηρίζεται στην ιδέα της «φυσικής», «ουσιοκρατικής» [essentialist] ανωτερότητας του άρρενος και ιεραρχεί τις κοινωνικές, οικονομικές και ηθικές δομές της με γνώμονα την πρωτοκαθεδρία του αρσενικού ενάντια στο θηλυκό και την ανδροκρατία της εξουσίας—αποτελεί και το γενεσιουργό πλαίσιο για τις σεξιστικές ιδεολογίες και συμπεριφορές, αλλά και το αποτέλεσμά του συνόλου των πρακτικών αυτών στη διάρκεια των αιώνων.

Ο σεξισμός μπορεί να εκδηλώνεται εμφανώς και άμεσα—κυρίως μέσα από πρακτικές διακρίσεων [discrimination]—αλλά δρα εξίσου και έμμεσα ή κεκαλυμμένα μέσα στις πρωτογενείς μορφές βίωσης και έκφρασης του ανθρωπίνου είναι, όπως λόγου χάρη στη γλώσσα. Σύμφωνα με τις Γαλλίδες φεμινίστριες, μάλιστα (Cixous, Luce Irigaray, Julia Kristeva), ο λόγος [discourse] σε οποιαδήποτε μορφή του στο Δυτικό κόσμο είναι φαλλογοκεντρικός [phallogocentric]:
…δηλαδή, ο λόγος επικεντρώνεται στο φαλλό και οργανώνεται εξολοκλήρου με υπόρρητες αναφορές σε αυτόν (με τη συμβολική και όχι με την κυριολεκτική του έννοια), χρησιμοποιώντας τον τόσο ως υποτιθέμενο «λόγο» (“logos”) ή έρεισμά του, όσο και ως πρωταρχικό σημαίνον και πηγή ισχύος του. Ο φαλλογοκεντρισμός του δυτικού λόγου, υποστηρίζουν, δεν εκδηλώνεται μόνο στο λεξιλόγιο και στη σύνταξη αλλά και στους αυστηρούς κανόνες της λογικής, στην τάση του για σταθερές κατηγοριοποιήσεις και αντιθέσεις, και στα κριτήριά του για ό,τι κατά παράδοση θεωρείται έγκυρη απόδειξη και αντικειμενική γνώση. (Abrams 2008: 507)

Κατά τη φεμινίστρια θεωρητικό Judith Butler, ακόμα και οι ενσυνείδητες προσπάθειες των γυναικών να ανατρέψουν σεξιστικά δεδομένα, χρησιμοποιώντας τη γλώσσα και τη σκέψη ως δίαυλο έκφρασης της δικής τους υποκειμενικότητας, σκοντάφτει στην εκ των προτέρων στρέβλωση της γλώσσας αυτής και των δομών σκέψης από σεξιστικές ιδεολογίες:
Από τη μια μεριά, η αναπαράσταση [representation] λειτουργεί ως ο όρος-κλειδί μέσα σε μια πολιτική διαδικασία που επιδιώκει να προβάλει και να δώσει κύρος εξίσου και στις γυναίκες—από την άλλη, η αναπαράσταση είναι η κανονιστική λειτουργία μιας γλώσσας η οποία θεωρείται πως είτε αποκαλύπτει είτε διαστρεβλώνει αυτό που υποτίθεται πως είναι αληθινό αναφορικά με την κατηγορία των γυναικών. (Butler 1990:1)

Ο σεξισμός όμως εκδηλώνεται πιο απτά μέσα από κοινωνικές και πολιτικές πρακτικές διακρίσεων [disrimination] που θεωρούν εκ προοιμίου τη γυναίκα ως το «ασθενές φύλο» και μπορούν να πάρουν (μεταξύ άλλων) τις εξής μορφές:
- Στο σπίτι: παραδοσιακός διαχωρισμός των ρόλων των φύλων [gender segregation], με τον άντρα να αναλαμβάνει την κερδοφόρα και κοινωνικά αναγνωρισμένη εξωτερική εργασία και τη γυναίκα να περιορίζεται στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού και της οικογενείας, με μη-αναγνώριση του κοινωνικού ρόλου και της εργασίας της εκεί (Hartmann 1982)• απλήρωτη και κρατικά ανασφάλιστη εργασία στα οικιακά και στη μητρότητα, διακρίσεις και έλλειψη μέριμνας για ανύπαντρες μητέρες και παιδιά χωρίς αναγνωρισμένο πατέρα. Συχνά ο σεξισμός μπορεί να λαμβάνει κεκαλυμμένη «θετική» χροιά: η πεποίθηση ότι οι γυναίκες είναι το αδύναμο φύλο και χρήζουν προστασίας και αστυνόμευσης από τον πατέρα, τον σύζυγο, ή τον μεγαλύτερο αρσενικό της οικογενείας.
- Στο χώρο εργασίας: χαμηλότεροι μισθοί για τις γυναίκες, υψηλότερα ποσοστά ανεργίας και διακρίσεις στις προσλήψεις (Rubin 2008), οριζόντιος και κάθετος εργασιακός διαχωρισμός επαγγελμάτων ή θέσεων απασχόλησης με βάση το φύλο [“horizontal and vertical occupational segregation”] (Hakim 1979), εχθρικό εργασιακό περιβάλλον με εκδηλώσεις μίσους ή άσκηση σεξουαλικών πιέσεων [sexual harassment], απολύσεις ή διακρίσεις κατά των εγκύων γυναικών, έλλειψη βρεφονηπιακής φροντίδας για μητέρες που φροντίζουν τα παιδιά τους, πρακτικές «γυάλινης οροφής» [glass ceiling]—ένα ανομολόγητο αλλά υπαρκτό όριο που εμποδίζει τις γυναίκες καριέρας από την πρόσβαση στα ανώτερα κλιμάκια μιας εργασιακής ιεραρχίας.
- Στην εκπαίδευση: Εκδίωξη εγκύων κοριτσιών από το σχολείο, απαγόρευση μόρφωσης στις γυναίκες, εμπόδια στο δρόμο των κοριτσιών προς την εκπαίδευση (κυρίως τα ανώτερα κλιμάκια), εχθρικό περιβάλλον στην τάξη με διακρίσεις ή και βία (λεκτική, σωματική) κατά των κοριτσιών, διάδοση πεποιθήσεων πως ορισμένα επαγγέλματα—κυρίως μαθηματικά ή επιστήμες—δεν είναι για γυναίκες επειδή δεν είναι τόσο λογικές, συγκεντρωμένες ή έξυπνες όσο οι άντρες, χαμηλότερη ποσόστωση γυναικών στα ανώτατα εκπαιδευτικά αξιώματα.
- Στις ένοπλες δυνάμεις: (μερικός ή ολικός) αποκλεισμός των γυναικών από τα ένοπλα σώματα ή ορισμένες ανώτερες βαθμίδες τους.
- Στη θρησκεία: στιγματισμός των γυναικών ως «κατώτερων», «αμαρτωλών» και «ακάθαρτων», θεσμική υποταγή τους στο αρσενικό, μερικός ή ολικός αποκλεισμός τους από το ιερατείο και ορισμένους χώρους της εκκλησίας (άβατα, ιερά).
- Στην επιστήμη: στρέβλωση ή αποσιώπηση θεμάτων που αφορούν τις γυναίκες, πατριαρχικές εκ προοιμίου προκαταλήψεις που διαμορφώνουν τα ερευνητικά αντικείμενα, μεθόδους και αποτελέσματα, νοοτροπία αποκλεισμού των γυναικών από τις φυσικές επιστήμες ως «ακατάλληλες» για το είδος της ευφυίας τους.
- Στη γλώσσα: χρήση αρνητικά χρωματισμένου λόγου (π.χ. «κάνεις σαν γυναικούλα») ή χρήση του αρσενικού τμήματος ως γνώμονα ή συνώνυμου για ένα σύνολο (π.χ. «ο άνθρωπος»), σεξιστικά ανέκδοτα και παροιμίες, σύνδεση του άνδρα με την έλλογη γλώσσα και το νου και της γυναίκας με την άναρθρη βιολογική ύπαρξη.
- Στην δημόσια ζωή: «γυάλινη οροφή» για τις γυναίκες-λειτουργούς ή διεκδικητές ανωτέρων ή ανωτάτων δημοσίων αξιωμάτων, ελλειμματική εκπροσώπηση των γυναικών στα διάφορα σώματα εξουσιών, αποσιώπηση των γυναικείων θεμάτων, δύο μέτρα και σταθμά [double standard] όσον αφορά γυναικείες και αντρικές δράσεις, ή και ως προς τα δικαιώματά τους ως πολίτες.
- Στα σεξουαλικά δικαιώματα: θεωρούμενη ως «φυσική» εκμετάλλευση της γυναικείας σεξουαλικότητας στην πορνογραφία, στην πορνεία και την παράνομη διακίνηση γυναικών [trafficking], στιγματισμός της γυναικείας σεξουαλικότητας ως αποσιωπητέου θέματος ή ως ανέκδοτου, δύο μέτρα και σταθμά όσον αφορά παρόμοιες σεξουαλικές συμπεριφορές ανδρών και γυναικών (π.χ. «ψυχρή/ κύριος»).
- Στα ανθρώπινα δικαιώματα: μερική ή και ολική άρνηση ανθρώπινης υπόστασης ή αυτονομίας στις γυναίκες, έκθεση των γυναικών σε περισσότερες πιθανότητες και μορφές βίας (π.χ., κλειτοριδεκτομή, «εθνικές εκκαθαρίσεις»), δύο μέτρα και σταθμά όσον αφορά την αξία ανδρών και γυναικών απέναντι στο νόμο (π.χ., ήπιες τιμωρίες ή απαλλαγές για βιασμούς και πράξεις βίας που βαφτίζονται «εγκλήματα πάθους» ή «τιμής»).

Όσον αφορά τους άνδρες, υπάρχουν επίσης συγκεκριμένα φαινόμενα σεξισμού που τους αφορούν, όπως οι διακρίσεις εναντίον τους σε διεκδικήσεις κηδεμονίας παιδιών ή η μη-αναγνώριση γονικής άδειας ακόμα και σε μονογονεϊκές καταστάσεις, η αποκλειστική υποχρεωτική στράτευσή τους σε ορισμένες χώρες, η υποταγή σε μια κουλτούρα βίας και ανταγωνισμού, ο σκληρός ανταγωνιστικός κώδικας αξιών και συμπεριφορών (π.χ. «οι άντρες δεν κλαίνε», «οι άντρες πάντα πληρώνουν»), η υποχρέωση να συντηρούν με αποκλειστικά δική τους ευθύνη τα θηλυκά μέλη της οικογενείας τους.

Τέλος, ο σεξισμός, ως πρωταρχική μορφή αρνητικής διάκρισης, ξεφεύγει από το πλαίσιο των σχέσεων των φύλων και λειτουργεί ως μεταφορά για άλλου είδους διακρίσεις, όπως για το ρατσισμό (π.χ., η πεποίθηση στον Αμερικανικό νότο πριν την κατάργηση των φυλετικών διακρίσεων ότι οι αφροαμερικανοί-ίδες είχαν υψηλότερη, και άρα πιο ανεξέλεγκτη, σεξουαλικότητα από ότι οι λευκοί—Fanon 1969) ή για τον οριενταλισμό (η πεποίθηση μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα πως οι λαοί της Ανατολής ήταν «θηλυπρεπείς» και έπρεπε επομένως να υποταχτούν στην «ανδροπρέπεια» των Δυτικών—βλ. Said 1979).

Σαφώς ένα τόσο πολύπλευρο και πολύπλοκο πρόβλημα δεν αντιμετωπίζεται παρά με διαρκείς, συστηματικές και συντονισμένες δράσεις για θεσμική και ουσιαστική θωράκιση των γυναικών ως ανθρώπων και πολιτών. Για την καταπολέμηση του σεξισμού στη γλώσσα και τη σκέψη, η Hélène Cixous προβάλει τη χρήση της αναρχικής και παιγνιώδους γυναικείας γραφής [écriture feminine] που δεν επικεντρώνεται στο φαλλό αλλά στο γυναικείο (μητρικό) σώμα, ενώ σε ιδεολογικό επίπεδο πρεσβεύει την αμφισεξουαλικότητα [bisexuality], διαπλατύνοντας τον όρο ώστε να καλύπτει και την αποδοχή, από άντρες και γυναίκες, της καταπιεσμένης θηλυκότητάς τους (Cixous 1997: 93). Την ανατρεπτική και απελευθερωτική έννοια του παιγνίου χρησιμοποιεί και η Butler (1990), η οποία προτείνει την καταπολέμηση του σεξισμού στα πρωτογενή πεδία της ανθρώπινης νόησης και γλωσσικής αναπαράστασης μέσω της αποδομιστικής επιτελεστικής παρωδίας [performative parody], που καταλύει τα δυϊστικά στεγανά πάνω στα οποία δομείται ο σεξισμός. Στο πεδίο της θεωρίας και επιστημονικής σκέψης, η Jane Marcus (1982) συνιστά στις φεμινίστριες θεωρητικούς να «κάνουν κατάληψη στην εργαλειοθήκη» (των θεωρητικών εργαλείων της πατριαρχίας) και να την ιδιοποιηθούν για να προωθήσουν την κατάργηση της σεξιστικής σκέψης. Σε πρακτικό επίπεδο, τέλος, γυναικείες και ανθρωπιστικές οργανώσεις και ακτιβιστικά κινήματα προωθούν νομικές, πολιτικές και κοινωνικές αλλαγές, ιδρύουν φορείς προστασίας των γυναικών κατά της βίας και των διακρίσεων και προωθούν τις πολιτικές ίσων ευκαιριών [equal opportunities], την ποσόστωση και τις θετικές δράσεις [affirmative action] ενάντια στα φαινόμενα διακρίσεων κατά των γυναικών ή των μειονοτήτων.


Εσωτερικές συνδέσεις

Φεμινισμός

Φύλο και φυσικές επιστήμες

Φύλο και εκκλησία

Φύλο και θεολογία

Φύλο και ευρωπαϊκές πολιτικές


Βιβλιογραφικές αναφορές

Abrams, M. H. (2008). Λεξικό Λογοτεχνικών Όρων: Θεωρία-Ιστορία-Κριτική Λογοτεχνίας, μτφρ. Γιάννα Δεληβοριά και Σοφία Χατζηιωαννίδου. 2η έκδοση. Αθήνα: Πατάκης. [A Glossary of Literary Terms. 7η έκδοση. Fort Worth: Harcourt Brace Jovanovich College Publishers, 1999].

Butler, Judith. (1990). Gender Trouble: Feminism and the Subversion of Identity. Thinking Gender. New York and London: Routledge.

Cixous, Hélène. (1997). “Sorties: Out and Out: Attacks/ Ways Out/ Forays”. Στο Catherine Belsey και Jane Moore (επιμ.), The Feminist Reader. 2η έκδοση. Houndmills, Basingstoke και London: Macmillan, 91-103.

de Beauvoir, Simone. (1949/1972). The Second Sex. Μτφ. H. M. Parshley (επιμ.). Harmondsworth: Penguin.

Fanon, Frantz. (1952/ 1969). Black Skin, White Masks, μτφρ. Charles Lam Markmann. New York: Grove Press.

Hakim, C. (1979). Occupational Segregation. Department of Employment Research Paper 9. London: HMSO.

Hartmann, H. (1982). “Capitalism, patriarchy and job segregation by sex”. Στο A. Giddens and D. Held (επιμ.), Classes, Power and Conflict. London: Macmillan.

Marcus, Jane. (1982/ 1991). “Storming the toolshed”. Στο Robyn R. Warhol και Diane Price Herndl (επιμ.), Feminisms: An Anthology of Literary Theory and Criticism. New Brunswick, NJ: Rutgers University Press, 138-53.

Rubin, Harriet. (2008). “Sexism”. Condé Nast portfolio.com (April). Διαθέσιμο: http://www.portfolio.com/executives/features/2008/03/17/Sexism-in-the-Workplace

Said, Edward. (1979). Orientalism. New York: Vintage.